Η τρομοκρατική δολοφονική βία είναι απόλυτα καταδικαστέα. Ηθικά, διότι δεν έχει κανείς το δικαίωμα να αφαιρεί τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου. Πολιτικά, γιατί είναι εντελώς αναποτελεσματική, ακόμα και ως προς τους υποτιθέμενους σκοπούς της και επιπλέον, επιφέρει, ως άμυνα του κράτους και της κοινωνίας, την ενίσχυση της καταστολής και την περιστολή των ελευθεριών των πολιτών. Η τρομοκρατία και δη αυτή με «αριστερό» πρόσημο είναι μια αιματοβαμμένη καρικατούρα του σταλινικού ολοκληρωτισμού, αφού ένας αόρατος μηχανισμός, ο οποίος φαντασιώνεται ότι εκπροσωπεί τους καταπιεσμένους, επιλέγει και δολοφονεί αυθαίρετα κάποιους ανθρώπους που ονοματίζει ως «εχθρούς του λαού».
Παρά την ηθική και πολιτική του καταδίκη όμως, το εγχώριο τρομοκρατικό φαινόμενο είναι υπαρκτό. Eχει παρελθόν, παρόν και, ενδεχομένως, μέλλον. Ο Δημήτρης Κουφοντίνας εκπροσωπεί το παρελθόν της ελληνικής τρομοκρατίας. Δυστυχώς, μετά την καταδίκη του, υπήρξαν και υπάρχουν και άλλοι που ακολούθησαν και ακολουθούν τις ίδιες πρακτικές. Μοιραία λοιπόν, δημιουργούνται ερωτήματα για την τόσο μεγάλη χρονική διάρκεια του φαινομένου στην Ελλάδα και για το τι είναι εκείνο που ωθεί, ακόμα, με τόση ευκολία, νέους ανθρώπους στην επιλογή τέτοιων πρακτικών. Μια προσπάθεια απάντησης στα ερωτήματα αυτά είναι η διερεύνηση και η κατανόηση των φανταστικών σχέσεων με την εγχώρια πραγματικότητα που διαμορφώνουν οι ίδιοι οι τρομοκράτες και οι ιδιαίτεροι τρόποι πρόσληψης από αυτούς των γενικότερων ιδεολογικοπολιτικών και κοινωνικών συνθηκών.
Μ? αυτό το σκεπτικό, η έκδοση του επίμαχου βιβλίου του Δημήτρη Κουφοντίνα «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Παρά το βαρύ φορτίο αίματος που σέρνει, το βιβλίο πρέπει να κριθεί πρωτίστως ως κείμενο, μακριά από τις ηθικολογικές ιερεμιάδες των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών κυρίως σχολιαστών. Στο κείμενο θα εντοπιστεί εάν ο τρομοκράτης – συγγραφέας του προσφέρει κάποιες πειστικές ερμηνείες για το πώς και το γιατί της εγκληματικής συμπεριφοράς του, για τον ψυχισμό του, για το πώς αισθανόταν όταν τραβούσε τη σκανδάλη απέναντι σε ανυπεράσπιστους συνανθρώπους του, για το πώς επέλεξε τη σκοτεινή του διαδρομή, για το εάν στέκεται αυτοκριτικά απέναντι στη συμπεριφορά του, για το εάν αισθάνεται την ανάγκη της συγνώμης από τους οικείους των θυμάτων του, για το τι είδους κοινωνία «αγωνιζόταν» και, τελικά, ποιας αριστερής παράδοσης αισθάνονταν κληρονόμος και συνεχιστής. Εάν το βιβλίο διαπραγματεύεται κάποια από αυτά τα ζητήματα, θα συνεισφέρει στη συζήτηση για την τρομοκρατία στην Ελλάδα που εκκρεμεί ακόμα. Εάν όχι, απλά, η δημοκρατία αποδεικνύει την υπεροχή της, επιτρέποντας την έκφραση ακόμα και στους αδιάλλακτους εχθρούς της.