Η άνοδος της χ.α. και η εισδοχή της στο πολιτικό στερέωμα της Ελλάδας με έντονο και δυναμικό τρόπο, ανοίγει έναν κύκλο συζητήσεων και αναλύσεων για να εξηγηθεί το φαινόμενο. Οι πολιτικές αντιμετώπισής της στο μέλλον, θα στηρίζονται εν πολλοίς σε αυτές (ελπίζω). Μέχρι τώρα, πάντως, μόνο σπασμωδικές κινήσεις έγιναν, χαριεντισμοί με τους ψηφοφόρους της και ένα κρυφτούλι πίσω από αυτοδιοικητικά σχήματα, που εμφανίσθηκαν σε δύο από τις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας.
Στην μεταπολεμική Ευρώπη (και στην Ελλάδα, αλλά όχι για τους ίδιους ακριβώς λόγους), επικράτησε μια πολιτική της λήθης. Ο κόσμος της, για δεκαετίες ήθελε να ξεχάσει τους νεκρούς και τις καταστροφές που το ναζιστικό θηρίο προκάλεσε. Στη μεταπολεμική Γερμανία, οι περισσότεροι ναζί πέθαναν στα κρεβάτια στους σε βαθιά γεράματα. Η Δίκη της Νυρεμβέργης ήταν μια βιτρίνα, απλώς.
Με την άνοδο της σοσιαλδημοκρατίας και του «κράτους δικαίου» και της σχετικής ευημερίας που επέφερε αυτό στους πληθυσμούς της Ευρώπης, άρχισε να αναδύεται, δειλά στην αρχή, μια βιβλιογραφία που είχε αναφορές σ? αυτήν την περίοδο. Ακόμη και οι εκδόσεις για το Ολοκαύτωμα άρχισαν να εμφανίζονται πολλά χρόνια μετά. Η εκπαίδευση, εξάλλου, δεν προσαρμόσθηκε στην ανάγκη προάσπισης της δημοκρατίας από παρόμοιους κινδύνους, ώστε να μεταφέρει στα νέα παιδιά την απέχθεια προς τον ολοκληρωτισμό και την καταστροφή που αυτός επέφερε. Εξάλλου, απέναντι υπήρχε το αντίπαλο δέος και το τείχος του Βερολίνου οριοθετούσε δύο κόσμους, που αντιμάχονταν με κάθε μέσο ο ένας τον άλλον. Η συμμαχία των εμπολέμων λαών είχε διαρραγεί.
Στην Ελλάδα, το μετεμφυλιακό κράτος δεν είχε λόγους να μιλήσει για το ναζισμό. Σε έναν βαθμό, τον εκπροσωπούσε. Σε όλους τους τομείς της τέχνης (θέατρο, κινηματογράφο, βιβλία), αλλά και στην καθημερινή αρθρογραφία, το θέμα αυτό δεν θιγόταν. Στο σχολείο, το ίδιο. Ο εθνοκεντρικός τρόπος της εκπαίδευσης ενίσχυε τάσεις μεγαλοϊδεατισμού, απομόνωσης και εχθρικής στάσης απέναντι σε γείτονες λαούς. Ούτε και το χριστεπώνυμο πλήθος είχε τέτοιες ευαισθησίες. Ο φασισμός ήταν κάτι άγνωστο ως έννοια και μάλιστα εχθρική.
Στις μέρες μας, μετά την άνθιση του δικομματισμού και της γηπεδικής πολιτικής αντιπαράθεσης, των μπλε και πράσινων καφενείων, της εφόδου στα χειμερινά ανάκτορα της εξουσίας από τους «κοντοπόδαρους» μη προνομιούχους, αντέστρεψε το τοπίο χωρίς να το διορθώσει. Η πολιτική χρησιμοποιήθηκε ως εφαλτήριο προσωπικών επιδιώξεων, η συμμετοχή ήταν ένας τρόπος βολέματος, που συνεχίσθηκε με τα οικονομικά σκάνδαλα (Κοσκωτάς), έφερε προσωρινές κυβερνήσεις συνεργασίας, αλλά η συνέχεια δεν ήταν η αναμενόμενη.
Σήμερα που βιώνουμε τον 5ο χρόνο της κρίσης, αναδύονται και πάλι οι γνήσιες εθνοκεντρικές φωνές, που στην ακραία τους μορφή οδηγούν 550.000 συμπολίτες στη ναζιστική κάλπη. Ξέρουν τι ψηφίζουν, δεν ενδιαφέρονται για το περιεχόμενο, τους νοιάζει μόνο η μορφή. Θεωρούν ότι η «αντισυστημική» οργάνωση είναι η απάντηση στα προβλήματά τους. Δεν μπορούν να δουν ότι μέρος του συστήματος είναι και αυτή – και μάλιστα δρα επιλεκτικά. Αδιαφορούν για τις επιπτώσεις που θα έχει αυτή η στάση τους στην καθημερινότητά μας. Οι παλιές προκαταλήψεις, ριζωμένες βαθιά (αντισημιτισμός, ρατσισμός, το μίσος γενικά προς τον διαφορετικό) ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια, μέσα από έναν «γνήσιο» εκφραστή τους. Η δημοκρατία δεν έπεισε για την αποτελεσματικότητά της και χρησιμοποιούν τα δικά της όπλα για να την πολεμήσουν. Το χάος είναι η χαιρέκακη απάντησή τους.
Και η αριστερά; Αυτή παίζει κρυφτούλι. Όλες οι εκφάνσεις της, λίγο-πολύ περιορίζονται σε προφορική καταδίκη, αλλά δεν χάνουν ευκαιρία για προσπάθεια προσεταιρισμού. Το χαρτί του «παραπλανημένου» έχει ξεφτίσει, αλλά όχι τελείως. Θα παίζεται για καιρό ακόμη. Τα ΜΜΕ, ενώ για ένα διάστημα επωφελήθηκαν από την τεστοστερόνη της χ.α., σήμερα ευθυγραμμίσθηκαν σε μία, εκ του μακρόθεν, καταδίκη της. Οι συγγενείς πολιτικά κάνουν πως δεν βλέπουν ή προσπαθούν στις τουαλέτες να την τρατάρουν τσιγάρο, για να την καλοπιάσουν.
Δυστυχώς, απ΄ότι φαίνεται, θα ζήσουμε για καιρό με αυτό το πρόβλημα. Όσα κοστούμια και γραβάτες και να φορέσει η χ.α. , το στιλέτο και η σιδερένια γροθιά θα είναι η μόνιμη έκφρασή της. Και η υποστήριξή της σε πυλώνες του συστήματος.
Οι άκρες του πολιτικού φάσματος, πάντοτε σε περίοδο κρίσεων, περνούν την περίοδο των παχιών αγελάδων τους. Και αυτές οι αγελάδες δεν είναι ιερές.