Ο Φρόυντ έδειξε από το 1901, στην «Ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής», ότι οι παραπραξίες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι lapsus linguae, ήταν σχηματισμός συμβιβασμού μεταξύ της συνειδητής πρόθεσης του ατόμου και της απώθησης. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η παραπραξία είναι, σε ένα άλλο επίπεδο, μια «επιτυχημένη πράξη»: Η ασυνείδητη επιθυμία πραγματώνεται τελικά με έκδηλο, φανερό τρόπο, ανεξάρτητα από τη βούληση του ατόμου.
Ο παλιός συμφοιτητής και φίλος Γιάννης Μουζάλας διέπραξε άθελά του ένα ατόπημα: Με μια παραπραξία του κατάφερε να αναδείξει στην επιφάνεια τη συλλογική «συμφωνία διάψευσης» (Ρενέ Καές) και για τα εθνικά θέματα πάνω στην οποία στηρίζεται η ένοχη σιωπή του πολιτικού συστήματος.
Εξηγούμαι: Η ΠΓΔΜ ή Σκόπια ή FYROM είναι ένας εθνικός νεολογισμός στον οποίο κατέφυγε η ελληνική πολιτική ελίτ επειδή δεν κατάφερε σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή (πακέτο Πινέιρο, 1992) να συγκροτήσει προς όφελος του έθνους έναν έξυπνο σχηματισμό συμβιβασμού, όπως ακριβώς μας έδειξε ο Φρόυντ για τις παραπραξίες.
Ο αναπληρωτής υπουργός μεταναστευτικής πολιτικής, μη επαγγελματίας πολιτικός και ενδεχομένως εξαντλημένος από την βαρύτατη ατζέντα την οποία καλείται να διαχειριστεί, διέπραξε το μέγιστο «εθνικό ολίσθημα»: Αποκάλεσε «Μακεδονία» τη χώρα που 140 χώρες του κόσμου και όλα τα ξένα ΜΜΕ αποκαλούν «Μακεδονία».
Χωρίς πρόθεση δημόσιας ψυχανάλυσης στον Γιάννη, μπορώ να υποθέσω ότι, όντας σε διαρκή ώσμωση με τους ξένους συνομιλητές του που χρησιμοποιούν την ονομασία «Μακεδονία», ενδεχομένως ασυνείδητα, εξέφρασε μια «λύση», που λόγω πολιτικής ανικανότητας και διπλωματικού μαξιμαλισμού δεν καταφέραμε να πετύχουμε. Ένας γεωγραφικός προσδιορισμός της «Μακεδονίας» θα είχε αποτρέψει μια σειρά από άχρηστες εντάσεις, θα είχε μειώσει την έξαλλη πατριδοκαπηλία, τον εθνικιστικό παροξυσμό και τον χορό της υποκρισίας.
Η δυσαρμονική συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δείχνει τώρα τα όριά της: Η εμμονική προτροπή του Π. Καμμένου για την παραίτηση του Γ. Μουζάλα δημιουργεί μείζον θέμα στην κυβερνητική συνοχή υπονομεύοντας την – έτσι κι αλλιώς προβληματική – διαχείριση τεράστιων και πολύπλοκων προβλημάτων.
Η επιστροφή του απωθημένου για την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ θριαμβεύει: Πρέπει να συνυπάρξει με έναν ανόητο και ανεύθυνο εταίρο που έχτισε την πολιτική υπόσταση και τη φυσιογνωμία του παίζοντας με θέματα ψευδούς εθνοκεντρισμού και ψευδούς συνείδησης.
Τι να πει κανείς, όμως, για τον «εκσυγχρονιστή» πρόεδρο της ΝΔ Κυριάκο Μητσοτάκη που αρνείται και απωθεί ταυτόχρονα την ιστορία του πατέρα του στο μακεδονικό αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του ως μετριοπαθή κεντροδεξιό, σύμφωνα με το προφίλ που ο ίδιος προβάλλει. Η as if εικόνα «μεταρρυθμιστή» που προσπάθησε να σφυρηλατήσει όλο αυτό το διάστημα κατέρρευσε στην πρώτη αναμέτρησή του με την βαθιά ΝΔ. Δηλαδή, η «εκσυγχρονιστική» εξαγγελία ηττήθηκε από τη γνωστή εθνικολαϊκιστική επανάληψη.
Το αποκρουστικό αυτό παζλ συμπληρώνεται από τον επαγγελματία υπερπατριώτη Ανδρέα Λοβέρδο, γνωστό υπέρμαχο της διαφορετικότητας και της κοινωνικής ανοχής (βλ σκάνδαλο οροθετικών γυναικών) και από τον αναπάντεχα μακεδονομάχο Χάρη Θεοχάρη του Ποταμιού που σύρθηκε πίσω από τη ΝΔ.
Η εθνική μυθοπλασία και πρωτόγονη εξιδανίκευση του ένδοξου παρελθόντος αποτέλεσαν διαχρονικά έναν συλλογικό μηχανισμό στρεβλής και μυωπικής ανάλυσης της πραγματικότητας.
Οι φανατικοί πατριδοκάπηλοι μισούν την πολυπλοκότητα. Αρκούνται σε πολεμοχαρείς ιαχές, προσπαθώντας μάταια να καλύψουν τη γύμνια τους και την εθνική αποτυχία μιας χρεοκοπημένης χώρας. Χωρίς ίχνος ντροπής, ενοχής και εσωτερίκευσης της ευθύνης τους.
Ίσως κάτι λέει για τη μικροκομματική καπηλεία με στόχο την παραίτηση του Γ. Μουζάλα, ανθρώπινα και όχι πολιτικά, μια παλιά γαλλική παροιμία: «Μιλούν για τη φιλία και είναι υποκριτές, μιλούν για τον έρωτα και είναι άπιστοι, μιλούν για μένα και δεν με ξέρουν».