athensvoice.gr
Η επικράτηση του Κ. Μητσοτάκη και της Ν.Δ. στην κυβέρνηση μετά τις εκλογές του Ιουνίου έφερε στην επικαιρότητα -και σωστά- το θέμα της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου ως ένα από τα πρώτα εμβληματικά μέτρα της νέας κυβέρνησης. Το άσυλο ταλαιπωρήθηκε από τον Σύριζα -και όχι μόνο- όλα τα προηγούμενα χρόνια και αναδείχθηκε εξ αιτίας της ατολμίας και της προκλητικής δημοσχεσιοσχετίστικης και μικροπολιτικής διαχείρισης των πρυτανικών αρχών, από θέμα ασφαλούς και ανεμπόδιστης λειτουργίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, των φοιτητών και των εργαζομένων τους, σε θέμα λειτουργικότητας και εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας.
Αντί όμως η κυβέρνηση να καταργήσει -με ένα νόμο και ένα άρθρο- το άσυλο, ξεκίνησε μια διαδικασία τροχιοδεικτικών βολών, ανασφάλειας και συντηρητικής οπισθοδρόμησης που τείνει να επαναφέρει τη συζήτηση στο προ των εκλογών κλίμα.
Μέσα σε αυτήν τη διαδικασία διακρίνουμε τρία διαφορετικά επίπεδα. Το πρώτο αφορά στο άσυλο αυτό καθ’ αυτό, στο αν πρέπει να υπάρχει, με ποιους όρους και ποιον (ή ποιους) τελικά προστατεύει. Το δεύτερο αφορά την ίδια διαχείριση του θέματος από την κυβέρνηση και την αρμόδια υπουργό απέναντι σε ένα υπαρκτό θέμα που έχει πρακτικές και ιδεολογικές διαστάσεις και η ρύθμιση του οποίου είναι εκτός του χώρου των δημοσιονομικών πεδίων. Το τρίτο είναι τα πρώτα δείγματα αντιπολιτευτικής γραφής τόσο από τη μείζονα όσο και από την ελάσσονα αντιπολίτευση.
Ας τα δούμε όμως ένα-ένα. Το ίδιο το άσυλο, ως αρχική σύλληψη και έννοια (από την αρχαιότητα και αργότερα τα μεσαιωνικά χρόνια), χρησιμοποιούνταν ως τελευταίο καταφύγιο παρανόμων και αφορούσε στους χώρους της εκκλησίας και μάλιστα σε αυτές για τις οποίες ο βασιλιάς έδινε ειδική άδεια. Ακόμα και εκεί το άσυλο χρησιμοποιούνταν μόνο 40 ημέρες. Καταργήθηκε εξαιτίας της κατάχρησής του από κάθε λογής παραβάτες το 1623 από τον Ιάκωβο τον Α΄ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αναβίωσε και επεκτάθηκε στη σύγχρονη εποχή για την προστασία από δικτατορικά καθεστώτα και αφορούσε πια όχι συγκεκριμένους χώρους αλλά ολόκληρες χώρες και θεσμοθετήθηκε -στην Ελλάδα και τα πανεπιστήμιά της- την περίοδο της Μεταπολίτευσης, όταν δηλαδή το δημοκρατικό πολίτευμα λειτουργούσε ομαλά και εξέλιπε στην πραγματικότητα οποιοσδήποτε λόγος ύπαρξης ενός τόσο ιδιόμορφου καθεστώτος ασύλου.
Ένα γρήγορο γκουγκλάρισμα σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου -ιδιωτικά και δημόσια- για τα θέματα της ασφάλειας στους χώρους τους, μας αφήνει με την πικρή γεύση μιας ακόμα ιδιαιτερότητας που στην πραγματικότητα αποτελεί το φύλλο συκής για την άρνηση να συζητήσουμε για το ρόλο και την ταυτότητα του ελληνικού πανεπιστημίου. Μεγαλύτερα και μικρότερα από αυτά στην Ευρώπη, την Αμερική αλλά και την ανερχόμενη Ασία έχουν δικές τους υπηρεσίες ασφαλείας που συνεργάζονται στενά με τις τοπικές αστυνομικές αρχές προσπαθώντας να διατηρήσουν την ανοιχτότητα και τη σύνδεση των πανεπιστημίων με τις τοπικές κοινότητες, λειτουργώντας ως χώροι όπου η ασφάλεια όλων ισορροπεί με τα δικαιώματα του καθενός.
Τα πανεπιστήμια είναι εξ ορισμού καταφύγια.
Γι’ αυτό βασικό στοιχείο της πολιτικής τους αποτελεί ο σεβασμός των διαφορετικών αναγκών και ενδιαφερόντων των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας έτσι ώστε τα πανεπιστήμια και οι εγκαταστάσεις τους να αποτελούν έναν χώρο ελεύθερο από έγκλημα, φόβο και καταστροφές που εμποδίζουν τη διάχυση της γνώσης, την κριτική και την καινοτομία.
Έχει καμιά σχέση αυτό με την κατάσταση στα ελληνικά πανεπιστήμια, όπου το λεγόμενο άσυλο υπάρχει για να εμποδίζει τον επιστημονικό και κοινωνικό διάλογο, την ελεύθερη πρόσβαση, την ανοιχτότητα και την ελευθερία ιδεών, όπου το λεγόμενο «άσυλο» υπάρχει για να εμποδίζει το πραγματικό άσυλο; Μπορεί σήμερα να γίνει στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου μια ανοιχτή συζήτηση για την κατάργηση του ασύλου; Η επιλογή του μέρους δεν είναι ασφαλώς τυχαία.
Το άσυλο μόνο σε περιορισμένο βαθμό θα μπορούσε να ενταχθεί στον διάλογο της «τάξης και ασφάλειας» και αυτό για να αποκλειστούν πλήρως από τον πανεπιστημιακό χώρο άνθρωποι του «κοινού ποινικού δικαίου». Όσο θα συνεχίζεται η σημερινή κατάσταση τόσο το πανεπιστήμιο θα παραμένει «λειψό» στη σχέση του με την κοινωνία και με τον εαυτό του, αυτό λοιπόν πρέπει να διορθωθεί τώρα. Μια μερική διόρθωση είχε επέλθει με τον νόμο Γιαννάκου που μετέτρεψε την ομοφωνία στην επιτροπή ασύλου σε πλειοψηφία και εν συνεχεία ο νόμος Διαμαντοπούλου (με το ρεκόρ ψήφων) το απλοποίησε στο «σε αξιόποινες πράξεις που τελούνται εντός των χώρων των Α.Ε.Ι. εφαρμόζεται η κοινή νομοθεσία». Επιχειρήθηκε έτσι να διαχωρισθεί πλήρως η ακαδημαϊκή ελευθερία -την οποία καμιά κυβέρνηση δεν διανοείται να καταργήσει- από τον έλεγχο παράνομων πράξεων.
Η επείγουσα και αναγκαία για διαβούλευση συζήτηση αφορά στη λειτουργία του πανεπιστημίου, τη σχέση με την κοινωνία και την αγορά, την έρευνα και την παραγωγή νέας γνώσης, τα νέα προβλήματα που προκύπτουν από την τεχνολογία, τη συμβολή του στη χειραφέτηση των πολιτών, μια συζήτηση που η κυβέρνηση δεν έχει ανοίξει ακόμα πραγματικά, παρά μόνο διακηρυκτικά.
Ποια όμως ήταν η αντίδραση της αντιπολίτευσης; Ο Σύριζα συνεχίζει να υπερασπίζεται την υπάρχουσα κατάσταση και πάνω σε αυτήν «χτίζει» μια αντιπολιτευτική τακτική που φαντάζει ως συνέχεια της προεκλογικής του ρητορικής, χαμένος στην καλοκαιρινή ραστώνη. Εμφανίζεται -και πάλι- ως «υπερασπιστής της κοινωνίας» απέναντι σε μια «επιθετική πολιτική», κινείται σαν να έχει ξεχάσει πως μεσολάβησε μια εκλογική ήττα την 7η Ιουλίου και -ακόμα σπουδαιότερο- σαν μια συνέχεια του στείρου αρνητισμού του πριν από το 2015.Φαίνεται ανίκανος να συμμετάσχει δημιουργικά σε έναν διάλογο γύρω από το άσυλο και το πανεπιστήμιο, φανερώνοντας έτσι όλες τις δυσκολίες (που επαναλαμβανόμενα θα συναντήσουμε στο μέλλον) μιας πραγματικής μετατόπισής του προς το κέντρο. Στο ΚΙΝΑΛ ποιος ξέρει τι γίνεται ακριβώς; Μετά από παλινωδίες, προσέρχεται -πιθανότατα- στην ψήφιση της κατάργησης του ασύλου. Ο τρόπος όμως που τελικά το έκανε δημιούργησε περισσότερα ερωτηματικά γύρω από την αποφασιστικότητά του να υπερασπιστεί τμήματα της πολιτικής του (δικός του ήταν άλλωστε ο νόμος Διαμαντοπούλου) και τη συνολική του στρατηγική, παρά αποσαφήνισε την πορεία που θέλει να ακολουθήσει.
Εδώ ακριβώς φανερώνεται και η σημασία μιας νηφάλιας προοδευτικής, εκσυγχρονιστικής ματιάς που υπερβαίνει τις παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές και κλείνει οριστικά τον κύκλο της παλιάς Ελλάδας που αναπαράγεται με διαφορετικά κάθε φορά προσωπεία. Θέτει στον δημόσιο διάλογο τα πραγματικά ζητήματα γύρω από τη λειτουργικότητα και τον ρόλο του πανεπιστημίου στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας, τις προτάσεις για τη σχέση του με την αγορά, τα όρια των σχέσεων και τους μηχανισμούς συνεργασίας, τη λειτουργία του πανεπιστημίου ως εργαλείο κοινωνικής κινητικότητας, ως χώρο παραγωγής καινοτομίας αλλά και αναστοχασμού. Μια τέτοια ματιά και η πολιτική ή κοινωνική αποκρυστάλλωσή της θα πρέπει ενεργά να συμμετάσχει στη διαμόρφωση του διαλόγου, για να διασφαλίσει τα όρια και τις στοχεύσεις του. Για να αναγκάσει την κυβέρνηση να κινηθεί γρήγορα αλλά και να υποχρεώσει την αντιπολίτευση σε μια δημιουργική συμμετοχή. Με άλλα λόγια, για να γίνει σαφές ότι όποιος δεν είναι έτοιμος να ακολουθήσει την κοινωνία -που βρίσκεται μπροστά από το πολιτικό σύστημα- απλά θα χάσει.