Το άσπρο – μαύρο βλάπτει τη χώρα

Ορέστης Καλογήρου 20 Νοε 2013

Στον δημόσιο διάλογο, αλλά και στις καθημερινές συζητήσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, κυριαρχεί εδώ και καιρό ο απόλυτος μανιχαϊσμός.

Είτε πρόκειται για σοβαρά θέματα όπως η άρση ή όχι της αναστολής πλειστηριασμών ακινήτων, είτε πρόκειται για το αν ένα σκίτσο είναι χιουμοριστικό ή σεξιστικό, για ό,τι και να πρόκειται, σχηματίζονται αμέσως δύο στρατόπεδα τα οποία αδυνατούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Το κυριότερο χαρακτηριστικό είναι η απόλυτη βεβαιότητα με την οποία η κάθε πλευρά υπερασπίζεται τη θέση της, ενώ η έννοια της αμφιβολίας ή της προσπάθειας για πολύπλευρη εξέταση ενός προβλήματος είναι ανύπαρκτες περιπτώσεις.

Πριν από λίγες ημέρες δημοσιεύτηκε η φλύαρη και ανόητη προκήρυξη κάποιων που ανέλαβαν την ευθύνη της εν ψυχρώ δολοφονίας των νεαρών μελών της Χρυσής Αυγής Καπελώνη και Φουντούλη. Αμέσως σχηματίστηκαν δύο στρατόπεδα. Εκείνων που έχουν την απόλυτη βεβαιότητα ότι πρόκειται για παρακρατική και καθοδηγούμενη από «σκοτεινά κέντρα» και εκείνων που έχουν τη βεβαιότητα ότι πρόκειται για έργο ακροαριστερών τρομοκρατικών οργανώσεων. Αν ένας ή μία πολιτικός τολμήσουν να διατυπώσουν έναν λόγο αμφιβολίας σχετικά με τη γραμμή του κόμματός τους θεωρούνται πάραυτα εχθροί του κόμματος, όπως έγινε πρόσφατα με τον βουλευτή και συγγραφέα Πέτρο Τατσόπουλο.

Η λεγόμενη «σύγκρουση των δύο κόσμων» έχει μακρά ιστορία στην πολιτική ζωή του τόπου. Έχει προϋπάρξει ως «διχασμός» και έχει οδηγήσει τη χώρα σε αιματηρό εμφύλιο. Όμως, από την πτώση της χούντας και μετά, αποτελεί μια ψευδεπίγραφη και κενή πραγματικού περιεχομένου πόλωση, που εξυπηρετεί μόνο στενά κομματικά συμφέροντα. Αρκεί κανείς να ανατρέξει στο αλήστου μνήμης «φως και σκοτάδι» ενός παντοδύναμου κάποτε πολιτικού, που εντέλει ντροπιάστηκε στα ειδικά δικαστήρια για παράνομες συναλλαγές. Πολιτικά διλήμματα και σοβαρή διακύβευση υπάρχουν. Πρόσφατο παράδειγμα, η αγωνία που πέρασε η χώρα πριν από ενάμιση χρόνο για την παραμονή ή όχι στο ευρώ.

Σήμερα όμως το σύνολο σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων, ακόμη και χωρίς να το παραδέχονται ανοιχτά, στηρίζουν τις βασικές παραμέτρους των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας. Έτσι γίνεται πιο φανερή η γύμνια του πολιτικού προσωπικού να διατυπώσει εναλλακτικά σενάρια στα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα και πολιτικές προτάσεις που να ενσωματώνουν τον ρεαλισμό και τους περιορισμούς που θέτει η ίδια η πραγματικότητα.

Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά της κρίσης, είναι πολλοί και πολλές που νιώθουν την ανάγκη να απεμπλακούν από τις κυρίαρχες μανιχαϊστικές αφηγήσεις περί του «καλού» και του «κακού». Και που δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να υπερασπιστούν τη μία ή την άλλη αφήγηση. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η τυφλή σύγκρουση στην οποία οδηγούνται εκόντα άκοντα δύο από τα μεγάλα πανεπιστήμια της χώρας. Τραγικά λάθη, αφόρητες ιδεοληψίες, εμφανής κομματική σκοπιμότητα και πλήρης αδιαφορία για το πραγματικό πρόβλημα και από τις δύο πλευρές έχουν οδηγήσει σε πλήρες αδιέξοδο.

Τις συνέπειες όμως, που είναι ανυπολόγιστες, τις υφίστανται όχι αυτοί που συμμετέχουν στη σύγκρουση αλλά η κοινωνία, οι οικογένειες, οι φοιτητές, οι καθηγητές και οι εργαζόμενοι, που παρακολουθούν ανυπεράσπιστοι τη διάλυση των δύο εμβληματικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Η τυφλή πόλωση οδηγεί στην οριστική διάλυση. Οφείλουμε να τη σταματήσουμε.