Η θέα από το παράθυρο του γραφείου μου στο πατρογονικό κτήμα μας στη Σάμο, όπου κατέφυγα πριν από εφτά χρόνια για να βρω την ησυχία μου και να αποκαταστήσω την υγιή σχέση με την προσωπική βιβλιοθήκη μου, δεν θυμίζει τίποτα από το θυελλώδες τοπίο της σημερινής κοινωνίας μας. Όλα ήσυχα, νωχελικά, πράσινα και λουλουδιασμένα. Αυτό άλλωστε δεν ονειρευόμουν για τη νέα φάση της ζωής μου, όπου έπρεπε να κλείσω τις εκκρεμότητες και να δουλέψω όλα όσα ανέβαλα κάτω από την πίεση της καθημερινότητας στο πανεπιστήμιο; Κι όμως…
Ο εκκωφαντικός θόρυβος της κρίσης παραβιάζει κάθε ιδιωτικότητα και αξιοποιεί κάθε χαραμάδα, για να εισχωρήσει σαν τριβέλι στο νου. Κάθε συζήτηση όπου βρεθώ, κάθε εκπομπή στην τηλεόραση που βλέπω, κάθε επαφή με ντόπιους άρχοντες και αρχόμενους, κάθε σελίδα στις χάρτινες και ηλεκτρονικές εφημερίδες, το κάθε τι με προσγειώνει σε μια καθημερινότητα που προκαλεί για συγκεκριμένες απαντήσεις και εξηγήσεις. Ακόμη και η γυναίκα μου με κατακρεουργεί. Δεν βαρεθήκατε τις αναλύσεις, μου λέει. Το τι κάνετε έχει σημασία…
Γεμίζω τον υπολογιστή μου καθημερινά με σημειώσεις για κάποιο άρθρο, κάποια ραδιοφωνική παρέμβαση, κάποια υπομνηματική προσφυγή στους «αρμοδίους» για το κοινό συμφέρον. Αλλά, τελικά, τίποτα -η σχεδόν τίποτα- από αυτά δεν ολοκληρώνεται. Για έναν απλό λόγο: Αισθάνομαι κι εγώ πως ό,τι ήταν να ειπωθεί, ειπώθηκε και τα υπόλοιπα περιττεύουν. Με λίγα λόγια, νοιώθω ότι ο ρόλος μου στο σινάφι, δηλαδή ως δημόσιος διανοούμενος, έχει ήδη από καιρό τελειώσει. Η κοινωνία έχει μπαφιάσει από λόγια και μάλιστα μεγάλα. Εκείνο που αναζητά είναι σωστικές πράξεις και δημιουργικές δράσεις. Είμαστε, άραγε, ικανοί να αποδυθούμε αυτόν τον ρόλο που βρίσκεται σε ζήτηση, ή θα επιμείνουμε στην ξεπερασμένη μπακατέλα των αυτάρεσκων δημόσιων λόγων μας;
Ας πάρουμε για παράδειγμα το πεδίο της αναγκαίας μεταρρύθμισης στην εκπαίδευση και ειδικότερα στην Ανώτατη. Στρατιές κοντεύουν να γίνουν οι αρθρογράφοι και αναλυτές της μεταρρυθμιστικής πλευράς. Το κουμάντο, εν τούτοις, το κρατούν κάποιες φασιστοειδείς μειοψηφίες και κάποιες παλιομοδίτικες πρυτανικές αρχές, που έχουν μάθει να κάνουν θολές καριέρες με τις ψήφους των διαφόρων συντεχνιών και κομματικών στρατών. Τι εισπράττει η κοινωνία; Λόγια από τη μια πλευρά, πράξεις αναπαραγωγής ενός διεφθαρμένου συστήματος, που ουσιαστικά έχει εξευτελίσει την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, από την άλλη. Τι προσφέρουμε, εν τέλει, οι δημόσιοι διανοούμενοι μεταρρυθμιστές; Αρθρογραφούμε ή ανταλλάσσουμε μηνύματα στα ηλεκτρονικά μέσα. Στο μεταξύ, το πανεπιστημιακό κατεστημένο συνεχίζει το έργο του, απτόητο. Στην ουσία και παρά το νέο νόμο, όλα μένουν απαράλλακτα. Απλώς σωρεύονται χαρτιά, δηλαδή αποτυπωμένα λόγια και πάλι. Πράξη καμία. Ούτε καν να δικτυώσουμε τις καλές πρακτικές δεν καταφέρνουμε. Κι όμως, μια τέτοια δικτύωση, θα μπορούσε να δημιουργήσει ενδογενές μεταρρυθμιστικό κίνημα με κρίσιμη μάζα.
Δεν φτάνει αυτό. Μερικοί από εμάς είμαστε και αλαζόνες παρά την κακομοιριά μας! Κουβέντιαζα τις προάλλες με περιώνυμο δημόσιο διανοούμενο και φίλο, που με τις σινδονιάδες του στα ημερήσια φύλλα έρχεται και επανέρχεται στα ίδια και τα αυτά χρόνια τώρα. Συμφωνούσαμε σε όλα όσα κρίναμε και κατακρίναμε στη λειτουργία των πανεπιστημίων μας. Τον ρώτησα «τα λες αυτά στη Γενική Συνέλευση του Τμήματός σου;» Μου απάντησε ότι έχει να πατήσει σε Γενική Συνέλευση πάνω από δέκα χρόνια! Δεν μπορούσε, μου είπε, να ανεχθεί τον ευτελισμό και τη φθορά που συνεπάγεται η συμμετοχή σε «αυτή τη χάβρα των Ιουδαίων». Αυτός ο διάλογος ήταν και η αφορμή για να γράψω αυτές εδώ τις γραμμές.
Νομίζουμε ότι εμείς απλώς λέγοντας και κάποιοι άλλοι ουσιαστικά πράττοντας, θ’ αλλάξει τίποτα; Κι ακόμη χειρότερο, δεν είναι ντροπή να περιμένουμε να επιβληθεί η μεταρρύθμιση με κάποιο νόμο που το …πολιτικό κόστος του θα το φέρει κάποιος ή κάποια δύσμοιρη Υπουργός, που την παρασύρει ο ενθουσιασμός και την παραπλανά η επιπολαιότητα του μικρόκοσμου μέσα στον οποίο εξελίσσεται πολιτικά; Το Υπουργείο, άραγε, θα κάνει τη λάντζα κι εμείς θα είμαστε οι πρίγκιπες που θα δεχτούμε το δώρο του φορώντας προστατευτικά βελούδινα γάντια;
Και το χειρότερο είναι, ότι μπροστά στο φόβο να αναμιχθούμε στη χαμαλοδουλειά της πρακτικής, εύκολα βρίσκουμε το άλλοθι. Ξέρετε τι άκουσα από άλλον συνάδελφο, συζητώντας την αγωνία μου αυτή; «Εγώ κάνω όσο μπορώ καλλίτερα την έρευνά μου κι έτσι καλύπτω την προσωπική υποχρέωση στα ιδανικά μας». Μπα, του απάντησα, ώστε αν η τάξη σου είναι διαλυμένη, αν προπηλακίζουν τους καλεσμένους σου στα σεμινάρια, εκεί δεν σου λέει τίποτα η συνείδησή σου; Πλήρης υποχώρηση στον σολιψισμό της στρουθοκαμήλου φαίνεται ότι είναι η κατάληξη αυτής της βολικής διάκρισης ανάμεσα στα λόγια και στα έργα.
Όμως, καμιά μεταρρύθμιση στην Ιστορία δεν πέτυχε χωρίς μεταρρυθμιστικό κίνημα μέσα στον ίδιο τον μεταρρυθμιζόμενο χώρο. Επιτρέπεται να μην το ξέρουμε αυτό, όταν η κοινωνική αποστολή μας είναι απλούστατα να «ξέρουμε πολλά και να τα ξέρουμε καλά»;
Μέχρι να καταλάβει ο διανοούμενος ότι τα διανοήματά του θα μετατραπούν σε δράσεις με εμπλοκή του ίδιου, η συνείδησή του θα νοιώθει αυτό το αβάστακτο βάρος που αισθανόμαστε όταν στεκόμαστε τάχα ανήμποροι μπροστά στην κατάρρευση των οραμάτων και των αξιών μας. Και οι ευκαιρίες θα χάνονται.
*Ο Κωνσταντίνος Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.