Θα ήθελα να ξεκινήσω* με τα πολιτικά και στη συνέχεια να αναφερθώ στα θεμελιώδη. Έτσι κι αλλιώς, η διάκριση είναι τεχνητή και πολλά ζητήματα ανήκουν ταυτόχρονα σε περισσότερα πεδία.
Έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα θέμα, στο οποίο κόμματα, φορείς και πολλά πρόσωπα, που κινούνταν πάντα στο όνομα της διασφάλισης του κοινωνικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού, οδήγησαν σε ένα μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό φιάσκο, και μάλιστα φιάσκο, όχι μόνο για τους συνταξιούχους, αλλά ακόμα περισσότερο για τους εργαζόμενους, τους άνεργους, τη χώρα την ίδια και τις προοπτικές της. Επιπλέον, σήμερα, ζούμε την κατάρρευση του ασφαλιστικού, χωρίς να διαφαίνεται καν ότι αντιμετωπίζεται το πρόβλημα.
Συνεπώς, το πιο σημαντικό πολιτικό ζήτημα είναι να υπάρξει μια απάντηση που θα έχει διάρκεια, σταθερότητα και θα δημιουργεί εμπιστοσύνη στους ασφαλισμένους –εννοώ εργαζόμενους σε κάθε τομέα και με κάθε μορφή απασχόλησης και συνταξιούχους κάθε μορφής. Αυτό στην τεχνική ορολογία σημαίνει μεταρρύθμιση. Οτιδήποτε κάνει αναγκαία μια νέα σοβαρή ανατροπή των δεδομένων για τους ασφαλισμένους σε 2, 3, 5 ή και 10 χρόνια, είναι άλλο ένα χαμένο και καμένο διάστημα στη ζωή μερικών εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών, που έχουν εμπιστευτεί τη ζωή τους στο Κράτος και στη Δημοκρατία. Αυτό δεν είναι μεταρρύθμιση. Θεωρώ όμως, ότι μετά από τόσες ανατροπές στο ασφαλιστικό, οτιδήποτε τρελαίνει χιλιάδες ηλικιωμένους, νέους και μεσήλικες, οτιδήποτε αποσταθεροποιεί προσδοκίες, συμπεριφορές και τελικά το ίδιο το ασφαλιστικό σύστημα και τη χώρα, κινείται στο φάσμα μεταξύ πολιτικής απάθειας και πολιτικής διαφθοράς.
Το δεύτερο σημείο αφορά την αναγνώριση, ότι το πρόβλημα ξεπερνάει τις δυνατότητες μιας κυβέρνησης ή ενός κόμματος. Για να υπάρξει λύση δεν χρειάζονται απλώς συναινέσεις. Χρειάζεται πολιτική σύμπραξη, που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς συλλογική αναγνώριση λαθών και συλλογική αντίληψη για τις νέες επιλογές. Για να γίνουν αυτά, χρειάζεται time out στις καταγγελίες για το χθες, για το σήμερα και για το αύριο. Χρειάζεται συνευθύνη, χρειάζεται, επίσης να δοθεί, για πρώτη φορά μετά το 2009, ένα βροντερό σήμα, ότι κάτι αλλάζει σε αυτή τη χώρα. Θα ήταν και το σήμα ότι η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει ότι προοδευτικά θα βγει από την κρίση.
Ένα τρίτο μείζον πολιτικό σημείο είναι ότι το ασφαλιστικό δεν αφορά μόνο το ειδικό πρόβλημα του ασφαλιστικού, ούτε μόνο τη σχέση εργαζόμενων, συνταξιούχων και άνεργων. Το ασφαλιστικό πάει χέρι-χέρι με την φτωχοποίηση όλης της κοινωνίας. Εχει αναχθεί σε στρατηγικό ζήτημα, αφορά την ανάπτυξη, την απασχόληση, τους νέους που φεύγουν, τον ‘πόλεμο γενεών’ που διαγράφεται. Οσο σαπίζει το ασφαλιστικό, τόσο θα σαπίζουν και πολλά γύρω του. Λυπάμαι για τη χρήση έντονων λέξεων, αλλά ζούμε σε εποχή όπου η υπέρβαση των προβλημάτων μας απαιτεί συγκρούσεις με την πραγματικότητα, με τον εαυτό μας, με το παρελθόν μας. Δεν μπορεί η παραπλάνηση και οι τόσο βαριές συνέπειές της για το σύνολο να έχουν ακόμα θέση στο δημόσιο σκηνικό. Το θέατρο έχει εξαντλήσει τα όρια του.
Ένα τέταρτο σημείο αφορά τη σχέση ασφαλιστικού και κοινωνικής πολιτικής. Μεταπολεμικά, για δεκαετίες ζήσαμε ένα σύστημα, στο οποίο όποιοι κανόνες προβλέπονταν τους τινάξαμε στον αέρα. Για δεκαετίες οι τράπεζες ήσαν ο μακρύς βραχίονας των κυβερνήσεων, οι επιχειρήσεις όπου συμμετείχε το Δημόσιο το ίδιο, η υγεία, η εκπαίδευση λειτουργούσαν αντίστοιχα, και ακόμα υπάρχουν ανάλογες σχέσεις. Το αποτέλεσμα το ξέρουμε: Πτώχευση επιχειρήσεων, πτώχευση της πολιτικής, πτώχευση της χώρας. Το ασφαλιστικό από μόνο του έχει αναγκαστικά κοινωνικές διαστάσεις. Όμως, το να χρησιμοποιείται το ασφαλιστικό ως μακρύς βραχίονας για να κάνει το Κράτος πελατειακή πολιτική με διάφορες ομάδες και πρόσωπα, αλλά να πληρώνουν το τίμημα οι ασφαλισμένοι, κάποια στιγμή, αναγκαστικά καταποντίζει το ασφαλιστικό.
Η άσκηση κοινωνικής πολιτικής σημαίνει πολιτικές αναδιανομής και στήριξης αδύναμων τμημάτων, και πρέπει να γίνεται μέσω κρατικού Προϋπολογισμού. Η πολιτική αυτή, μάλιστα, είναι αναγκαία, ιδιαίτερα στην κρίση. Αν αυτό γίνεται με τις εισφορές των ασφαλισμένων οδηγεί σε ‘αντίστροφη αναδιανομή’, η οποία μάλιστα προβάλλεται ως κοινωνική πολιτική, χωρίς να είναι. Κοινωνική στήριξη, που ευνοεί αυθαίρετα ορισμένα κοινωνικά τμήματα, αλλά προκαλεί κοινωνική καθίζηση σε άλλα τμήματα, με πόρους που κατανέμονται από τα ασφαλιστικά ταμεία, δεν είναι κοινωνική πολιτική. Ενα κοινωνικά δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα δεν μπορεί να παραγνωρίζει κοινωνικά κρίσιμες παραμέτρους που συνδέονται με αυτό. Όμως, αυτά πρέπει να υλοποιούνται μέσα από το φορολογικό σύστημα και τον προϋπολογισμό. Υψηλά εισοδήματα φέρουν αναλογικά υψηλότερα φορολογικά βάρη, είτε τα εισοδήματα αυτά προέρχονται από εργασία, είτε από συντάξεις, είτε από περιουσιακά στοιχεία. Αν π.χ. οι συντάξεις που ξεπερνούν κάποιο επίπεδο, υφίστανται, για λόγους κοινωνικής πολιτικής, φορολογικές επιβαρύνσεις παραπάνω από ο,τι ο μη συνταξιούχος με ίδιο εισόδημα από άλλη πηγή, τότε συντρέχει άνιση δυσμενής μεταχείριση. Γενικότερα, η κοινωνική διάσταση πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα της κοινωνικής πολιτικής, γιατί διαφορετικά παρατηρείται το φαινόμενο να καλούνται οι συνταξιούχοι να χρηματοδοτήσουν πολιτικές που θα όφειλε να τις χρηματοδοτήσει το Κράτος, δηλαδή το κοινωνικό σύνολο.
Σοβαρή κοινωνική πολιτική στη χώρα δεν υπάρχει, αλλά απαιτείται επειγόντως. Για τους άνεργους, τους φτωχούς, τις αδύναμες καταστάσεις στην κοινωνία μας. Δεν είναι λύση η σύνταξη σε αυτούς. Ωστόσο, το όραμα της χώρας είναι ένα απέραντο κακοτράχαλο τοπίο συνταξιούχων, πολλοί από τους οποίους έχουν πληρώσει ελάχιστα ή και τίποτα. Η 15ετία του ΙΚΑ, ο αγροτικός πληθυσμός, οι πρόωρες συντάξεις των 45 και 54 ετών, οι εθνικές συντάξεις για όλους χωρίς διάκριση της οικονομικής τους κατάστασης, όλα εντάσσονται σε έναν απέραντο μηχανισμό συνταξιο-τακτοποίησης των πάντων, όσο γίνεται νωρίτερα. Μεταξύ 2008 και 2015, μέσα στην πιο βαθιά κρίση, προστέθηκαν γύρω στους 550 χιλιάδες νέους συνταξιούχους, ενώ για άλλες 250-300 χιλιάδες εκκρεμούν οι αιτήσεις τους, είτε λόγω γραφειοκρατίας, είτε έλλειψης δυνατότητας χρηματοδότησης. Η σχέση εργαζόμενων προς συνταξιούχους από το καταστροφικό 1.77 πριν την κρίση έφτασε στο πολλαπλά καταστροφικό 1.27 το 2014. Το σύστημα ‘κλάταρε’, όπως θα λέγαμε σε άλλη αίθουσα και εκδήλωση.
Πριν περάσω στα ‘Θεμελιώδη’ σημεία, θα ήθελα να σημειώσω, ότι τις επιδράσεις του ασφαλιστικού πρέπει να τις διακρίνουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
- Επιδράσεις στο μακρο-οικονομικό επίπεδο (ανάπτυξη-ύφεση, δημοσιονομικές ανισορροπίες, κ.α.).
- Επιδράσεις στα ίδια τα μεγέθη του ασφαλιστικού συστήματος (εισροές στα Ταμεία, μη πληρωμή εισφορών, αριθμός δικαιούχων) και των ασφαλισμένων (ύψος συντάξεων, περικοπές, ποσοστό αναπλήρωσης, πολυετείς καθυστερήσεις στην απονομή της σύνταξης).
- Επιδράσεις στην κατανομή του βάρους της κρίσης και στην κατανομή του εισοδήματος μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και στην εξέλιξη των ανισοτήτων.
Με βάση τις επισημάνσεις αυτές, ας περάσω σε αυτά που διέκρινα ως ‘Θεμελιώδη’ σημεία:
Το πρώτο αφορά το ερώτημα ποιος πληρώνει για το ασφαλιστικό, πώς και πόσο. Έχετε ως τίτλο της Ημερίδας τη συνύπαρξη της βιωσιμότητας και της επάρκειας παροχών. Πολύ βασικό ερώτημα. Η βιωσιμότητα όμως έχει δύο διαστάσεις. Η πρώτη, φυσικά, είναι η βιωσιμότητα του ίδιου του ασφαλιστικού. Το ασφαλιστικό έχει πάψει από καιρό να είναι βιώσιμο. Με δαπάνες 16.5% του ΑΕΠ (2014), από τις οποίες το 9.5% είναι κρατικές δαπάνες και το 7% οι εισφορές, υπάρχει πρόβλημα. Με ελλείμματα και κρατικές δαπάνες 133 δισεκατομμύρια ευρώ μεταξύ 2001 και 2009, που αντιπροσωπεύουν το 79% της αύξησης του δημόσιου χρέους στην ίδια περίοδο, υπάρχει επίσης πρόβλημα. Η ίδια σχέση για το 2010-2014 είναι ακόμα χειρότερη: 405%. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα.
Τα μεγέθη αυτά δεν σημαίνουν πως άλλοι παράγοντες δεν επηρέασαν επίσης τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το χρέος. Προφανώς και τα επηρέασαν. Δείχνουν όμως το μεγάλο βάρος που είχε το ασφαλιστικό και τη σημαντική επίδρασή του στη μεγάλη ύφεση, τη δημοσιονομική κατάρρευση, την ανεργία, την καθίζηση των επενδύσεων, τις περικοπές εισοδημάτων και κοινωνικών δαπανών και την αύξηση της φορολογίας, που ακολούθησαν.
Η άποψη που μάγεψε ήταν ότι το ασφαλιστικό είναι θέμα πόρων. Ας το δούμε έτσι. Για ποιον τομέα πολιτικής μπορεί να αυξάνουν οι δαπάνες του χωρίς όριο; Θα σας πω, υπερβάλλοντας κάπως: για τον καθένα. Υπάρχει ένα πρόβλημα όμως. Θεωρητικά, θα μπορούσαν οι δαπάνες στο ασφαλιστικό να φτάσουν και στο 25% του ΑΕΠ. Όμως τι θα γινόταν; Θα κατέρρεε το σύστημα υγείας, εκπαίδευσης, δημόσιας διοίκησης, υποδομών, εσωτερικής ασφάλειας και πολλά άλλα. Αυτό θα σήμαινε ότι η πεισματική διατήρηση ενός ασφαλιστικού σε τροχιά εκτροχιασμού, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην κατάρρευση της βιωσιμότητας βασικών τομέων λειτουργίας όλης της οικονομίας. Και εκεί είμαστε ήδη. Μεταξύ 2000 και 2012 η κρατική δαπάνη για ελλείμματα του ασφαλιστικού διπλασιάστηκε από 5.2% του ΑΕΠ στο 10.4%. Για ποιόν άλλο τομέα σημειώθηκε τέτοια αύξηση; Για τις επενδύσεις; Την εκπαίδευση; Την έρευνα; Μέσα στα χρόνια της κρίσης οι δαπάνες για την υγεία μειώθηκαν γύρω στα 6 δισεκατομμύρια ευρώ. Σε άλλους τομείς η ίδια εικόνα. Αυτό σημαίνει, ότι όταν μιλάμε για την αρχή της βιωσιμότητας δεν πρέπει να μένουμε μόνο στο ασφαλιστικό, που και αυτό είναι βαθιά καταρρακωμένο. Πρέπει να βλέπουμε και τη λειτουργία όλης της χώρας.
Το ασφαλιστικό αντικατοπτρίζει μια θεμελιακή σύγκρουση στο εσωτερικό μιας κοινωνίας: την πάλη για την κατανομή του εισοδήματος (του ΑΕΠ), που παράγεται κάθε χρονιά, μεταξύ αυτών που συμμετέχουν στην παραγωγή του και εκείνων που δεν παράγουν, αλλά έχουν δικαίωμα συμμετοχής στο παραγόμενο εισόδημα μέσω των κανόνων συνταξιοδότησης, αλλά και εκείνων που ενώ είχαν ασήμαντη συμβολή στην παραγωγή, απαιτούν προνομιακά ασφαλιστικά δικαιώματα. Οι τρόποι απόσπασης πόρων από τους πρώτους και μεταφοράς τους στους δεύτερους (πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές, πρόσθετη φορολογία, εισφορές σε διάφορες συναλλαγές, ‘κουμπαράδες’ ή περικοπή κοινωνικών υπηρεσιών σε είδος που παρέχει το κράτος) έχει μικρή σημασία. Όλα οδηγούν στο ίδιο. Αυτό που μετράει είναι το τελικό συνολικό εισοδηματικό αποτέλεσμα για καθεμιά από αυτές τις δύο μεγάλες ομάδες.
Με αφορμή τις δαπάνες υγείας που ανέφερα, θα αναφερθώ σε ένα άλλο θεμελιώδες σημείο. Ποιος πληρώνει και με ποιόν τρόπο; Γνωρίζουμε, ότι στη ζωή ‘δωρεάν γεύμα’ δεν υπάρχει. Το κόστος του ασφαλιστικού πληρώνεται από τις εισφορές και τους φόρους κάθε μορφής, αλλά και την ανάγκη αύξησης της ιδιωτικής δαπάνης, όταν το Κράτος μετατοπίζει δαπάνες από κάποιους τομείς στο ασφαλιστικό. Αυτό σημαίνει ότι τις συντάξεις τις πληρώνει ο εργαζόμενος με μειωμένο εισόδημα κατά 30% ή 50%, τις πληρώνει και ο άνεργος ή ο νέος εργαζόμενος με 450 ή 650 ευρώ. Τις συντάξεις όσων βγήκαν στα 45 ή τα 52 και παίρνουν σύνταξη μεγαλύτερη των μισθών που καταβάλλονται, τις πληρώνει ο κόσμος αυτός με τους άμεσους και έμμεσους φόρους, τους φόρους περιουσίας ή με τις διάχυτες άλλες επιβαρύνσεις των συναλλαγών, που καταλήγουν στα κρατικά ταμεία.
Μίλησα προηγουμένως για πόλεμο γενεών, που είναι ήδη ορατός, καθώς ξεπεράσαμε το σημείο, όπου μπορούσαμε μέσα από βαθμιαίες παρεμβάσεις να βελτιώσουμε τις προοπτικές του ασφαλιστικού. Σήμερα, πλέον, όσοι εργάζονται, καλούνται να θυσιάσουν πολύ περισσότερα από όσα θυσίασαν οι παλαιότεροι, είτε μέσω μεγαλύτερων ασφαλιστικών εισφορών, είτε μέσω νέων φόρων, άλλων εισφορών ή τελών, είτε μέσω περικοπών δημοσίων δαπανών (για υγεία, εκπαίδευση κ.α.), ενώ έχουν και το βάρος της αποπληρωμής στο μέλλον των δυσβάστακτων χρεών του παρελθόντος. Επιπλέον, στερούνται κάθε βεβαιότητας για το μέλλον των δικών τους συντάξεων. Η πραγματικότητα αυτή δεν είναι βιώσιμη. Είναι ο μοχλός εκδίωξης των νέων και του μέλλοντος της χώρας στο εξωτερικό.
Είναι θεμελιώδες να κατανοήσει κανείς, ότι το ασφαλιστικό ήταν και είναι γενεσιουργός παράγοντας της μεγάλης κρίσης μας. Η στενή σχέση του με τα δημοσιονομικά ελλείμματα, τη διόγκωση του χρέους, το δημογραφικό, την ικανότητα παραγωγής μεγέθυνσης, σημαίνει ότι αν ασφαλιστικό και μεγέθυνση δεν αντιμετωπιστούν παράλληλα, η χώρα θα μείνει σε τέλμα για πολύ. Αν το ασφαλιστικό εξακολουθεί να είναι παράγοντας κρίσης και τέλματος, ανάπτυξη που θα συμβάλει στην βελτίωση των μεγεθών του ασφαλιστικού δεν είναι εφικτή.
Δεν θα αναφερθώ σε τεχνικά ζητήματα και σε μέτρα για το ύψος των συντάξεων, τις ηλικίες, τις περικοπές ή πολλά τέτοια ζητήματα. Νομίζω ότι σε επόμενα panel θα έρθει η συζήτηση σε διάφορα από αυτά.
Θα ολοκληρώσω με ορισμένες σκέψεις για το τι κάνουμε.
- Το ασφαλιστικό έχει φτάσει σε ένα σημείο, όπου κάθε απόπειρα για βελτίωση μόνο με τα εργαλεία του ίδιου του ασφαλιστικού είναι αδιέξοδη και οδηγεί σε νέες περικοπές. Πολλές αλλαγές είναι αναγκαίες, όμως αυτές από μόνες τους δεν θα αποκαταστήσουν την ισορροπία. Σήμερα, καταλυτική επίδραση έχουν ορισμένα δομικά στοιχεία του ασφαλιστικού, όπως:
- Τι κάνουμε για τη γήρανση του πληθυσμού,
- Πώς αναστρέφουμε την τεράστια ανατροπή στη σχέση εργαζόμενων-συνταξιούχων,
- Γιατί οι κυβερνήσεις αδυνατούν να συλλάβουν έστω και τμήμα της εισφοροδιαφυγής και της φοροδιαφυγής ή της άρνησης καταβολής φόρων και εισφορών από όσους έχουν δυνατότητα να πληρώσουν τις βεβαιωμένες υποχρεώσεις τους, όταν σήμερα έχουν καταποντιστεί τόσα πολλά, και συνεχώς κάνουν λόγο για νέους φόρους από όσους είναι συνεπείς; Τι επιπτώσεις έχει αυτό στην ανάπτυξη και τη συνοχή της κοινωνίας;
- Λόγω του κεντρικού ρόλου που έπαιξε το ασφαλιστικό στην κρίση, η πολιτική του διαχείριση παραπέμπει στο σύνολο των πολιτικών που επηρεάζουν την πορεία της οικονομίας. Τα περιθώρια αντιμετώπισης του ασφαλιστικού με εργαλεία πολιτικής που επικεντρώνονται αποκλειστικά στο ασφαλιστικό σύστημα, εννοώ στις εισφορές, στο ύψος συντάξεων, στις ηλικίες, στους τρόπους υπολογισμού της σύνταξης, έχουν γίνει ασφυκτικά. Η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης αποτελεί το πιο θεμελιακό στοιχείο για την αντιμετώπιση του προβλήματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα δημιουργήσει συνθήκες επιστροφής σε πρακτικές που δημιούργησαν την κρίση. Το ζητούμενο είναι να μην επιτυγχάνεται η αριθμητική ισορροπία το ασφαλιστικού σε ένα όλο και χαμηλότερο εισοδηματικό επίπεδο. Διαφορετικά, παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σε συνθήκες αρνητικών ή στάσιμων ρυθμών μεγέθυνσης θα σημαίνουν πρόσθετη κάθοδο στη φτωχοποίηση, για τους συνταξιούχους, τους εργαζόμενους, όλους.
- Το είδος της παραγωγικής βάσης της χώρας είναι κρίσιμο στοιχείο. Η παραγωγική ανάπτυξη της χώρας πάσχει. Δεν μπορεί να προσβλέπει κανείς σε ένα ανθεκτικό σύστημα είτε κοινωνικής ασφάλισης, είτε μακροοικονομικών επιδόσεων, είτε δημοσιονομικής ισορροπίας, είτε απασχόλησης, αν δεν ισχυροποιήσει την παραγωγική βάση. Υπάρχει μια αλυσίδα αλληλεξαρτήσεων μεταξύ όλων αυτών των μεγεθών, που τα οδηγεί όλα, είτε προς τα επάνω, είτε προς τα κάτω. Γι αυτό σημασία δεν έχει μόνο η επιλογή μιας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αλλά και μιας συνολικής πολιτικής, που δεν ακυρώνει ή δεν υπονομεύει καίρια στοιχεία της οικονομικής και κοινωνικής ισορροπίας και, φυσικά, της ίδιας της μεταρρύθμισης.
- Σήμερα, η πολιτική διαχείριση του ασφαλιστικού έχει κάνει την θεσμοθέτηση μιας κεφαλαιοποιητικής διάστασης αναπότρεπτη. Η εισαγωγή μιας συμπληρωματικής κεφαλαιοποιητικής διάστασης στο ασφαλιστικό σύστημα θα εξασφαλίζει στον ασφαλισμένο ότι οι εισφορές του θα καλύψουν τις δικές του ανάγκες, όταν θα έρθει η ώρα. Το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης πλεονεκτεί του κεφαλαιοποιητικού, όσο το Δημόσιο σέβεται τους ασφαλισμένους και τους κανόνες που το ίδιο έχει θεσπίσει. Προσωπικά, το 2001, είχα θεωρήσει ότι δεν χρειαζόταν να προχωρήσουμε προς την κατεύθυνση αυτή. Μεσολάβησαν όμως εξελίξεις, που ανέδειξαν την τεράστια αναξιοπιστία του Κράτους στη διαχείριση των ασφαλιστικών σχέσεων, τις ισχυρές αυθαίρετες παρεμβάσεις του στην ανακατανομή ασφαλιστικών δικαιωμάτων και που οδήγησαν στην πλήρη κατάργηση της αρχής της αλληλεγγύης των γενεών. Η άρνηση σήμερα να διευρυνθεί το δημόσιο διανεμητικό σύστημα προς ένα σύστημα που θα διασφαλίζει στον ασφαλισμένο, ότι οι εισφορές του δεν θα χαθούν στο απώτερο μέλλον, δεν είναι γιατί υπάρχει πολιτιτκή έγνοια για τους ασφαλισμένους. Είναι γιατί η χρήση πόρων των Ταμείων για να απονεμηθούν αυθαίρετα δωρεάν πρόσοδοι σε κατηγορίες ή πρόσωπα που διαφορετικά δεν θα έπαιρναν ποτέ, δίνει την πολιτική ευχέρεια να μεταφερθεί το πρόβλημα στο μέλλον, και μάλιστα με σοβαρή επιδείνωση του προβλήματος. Οφείλεται, επίσης, στο ότι το δημόσιο σύστημα επιτρέπει κάθε είδους παρεμβάσεις και αυθαιρεσίες στη διαχείριση της αποταμίευσης των ασφαλισμένων και όσοι έχουν εμπλοκή σε τέτοιας μορφής παρεμβάσεις, είτε ως φορείς απονομής, είτε ως δέκτες ασφαλιστικών δικαιωμάτων, βλέπουν ότι θα περιοριστεί η δυνατότητά τους να παρεμβαίνουν στα ασφαλιστικά δικαιώματα για λόγους πολιτικών συμφερόντων.
Οι παραπάνω σκέψεις δεν αποτελούν ολοκληρωμένη πρόταση για την επίλυση του προβλήματος. Αλλωστε, δεν είμαστε σε φάσεις όπου θα υπήρχε η ευχέρεια για ολοκληρωμένες και οργανωμένες μεταρρυθμίσεις. Επιπλέον, όλες οι παραπάνω σκέψεις έχουν μια ισχυρή μακροπρόθεσμη διάσταση, που δεν απαντά στο ερώτημα «πώς μπορούμε να υπερβούμε το πρόβλημα σήμερα;». Σήμερα μόνο βαθιές αλλαγές στις παραμέτρους της οικονομίας και της πολιτικής μπορούν να επηρεάσουν θετικά τις εξελίξεις. Τέτοιου είδους αλλαγές έχουν όμως αργή επίδραση. Οταν το ασφαλιστικό έχει φτάσει να αποτελεί την καρδιά του δημοσιονομικού προβλήματος, των ελλειμμάτων, του χρέους και της ύφεσης, γρήγορες λύσεις και ικανοποιητικές μεταβατικές περίοδοι προσαρμογής είναι ανέφικτες. Σε τέτοιες συνθήκες, η πρόκληση συνίσταται στο πώς θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με δύο όρους: αφ’ ενός χωρίς να μετατεθεί η αντιμετώπισή του ξανά στο μέλλον και αφ’ ετέρου περιορίζοντας όσο γίνεται τα οδυνηρά αποτελέσματα. Διαφορετικά, αν οι βαθύτερες αναγκαίες μεταβολές στην οικονομία και το ασφαλιστικό σύστημα μονίμως παραμερίζονται γιατί δεν οδηγούν γρήγορα σε απτά αποτελέσματα, τότε θα συρρικνώνονται συνεχώς οι βαθμοί ελευθερίας στις αποφάσεις και θα φτάνει κανείς στην ανάγκη επώδυνων και αποσπασματικών αποφάσεων. Αν π.χ. το 1990 ή το 2000 ή το 2006 ή και το 2010, είχαν τεθεί σε κίνηση μηχανισμοί που θα δημιουργούσαν ευνοϊκότερους όρους στην οικονομία και στο ασφαλιστικό, δεν θα βρισκόταν σήμερα η χώρα με ‘την πλάτη στον τοίχο’. Κυριαρχεί η αντίληψη, ότι οι μεταρρυθμίσεις και οι αλλαγές έχουν κόστος, ενώ η απραξία διασφαλίζει τα κεκτημένα. Τελικά, η απραξία έχει επίσης κόστος, και μάλιστα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σημαντικά μεγαλύτερο.
Μίλησα σε μεγάλο βαθμό κάπως αφηρημένα για το ασφαλιστικό. Στο πιο συγκεκριμένο επίπεδο υπάρχουν και οι ασφαλισμένοι. Αυτοί είναι το θύμα των πολιτικών και των αντιλήψεων που επικράτησαν στο ασφαλιστικό. Μπορεί να μιλήσει κανείς για επιμέρους ρυθμίσεις ή για σχέδια που σε ένα χρόνο θα τα αλλάζει. Μπορεί να χύνει και δάκρυα. Το βλέπουμε συχνά. Όμως, σήμερα είναι πια πολύ αργά να ισχύσει το ‘don’t cry for me Argentina’.
Ομιλία του Τάσου Γιαννίτση, στην ημερίδα που διοργάνωσε το Ελληνο-αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο με θέμα «Μπορεί να Υπάρξει Βιωσιμότητα και Επάρκεια Παροχών στην Κοινωνική Ασφάλιση;»