Το βιβλίο του Αρίστου Δοξιάδη, «Το Αόρατο Ρήγμα» ξαναβάζει τους πραγματικούς ανθρώπους μέσα στην οικονομική ανάλυση. Το κάνει αυτό σε τρεις διαστάσεις. Πρώτον, είναι γραμμένο για ανθρώπους. Δεύτερον, επαναφέρει το ρόλο των ανθρώπων μέσα στη λειτουργία των θεσμών. Και τρίτον, χρησιμοποιεί την οικονομική ανάλυση για να δημιουργεί πολιτικές γέφυρες ανάμεσα σε ανθρώπους.
Η πρώτη παρατήρηση είναι ένα καλό βιβλίο στα οικονομικά μπορεί να διαβάζεται ευχάριστα. Αυτό το βιβλίο φέρνει μια φρεσκάδα στην οικονομική βιβλιογραφία. Φέρνει κάτι που μεταμορφώνει βαρετές τεχνικότητες για ειδικούς σε ανάγνωσμα για το ευρύ κοινό. Για να λέμε την αλήθεια, η συνηθισμένη αφήγηση περί τα οικονομικά έχει κάτι το κουραστικό, που για τους μη-ειδικούς μπορεί να θεωρηθεί μέχρι και απεχθές. Τα «καλά οικονομικά βιβλία» είναι αυτά που αφού τα τελειώσεις χαίρεσαι που τα έχεις διαβάσει (και τα έχεις βάλει στο ράφι με ανακούφιση). Στην καλύτερη περίπτωση. Επειδή υπάρχουν και οι κακές περιπτώσεις.
Το βιβλίο το έχω διαβάσει (και βιαστικά και προσεκτικά) αλλά, επίσης, το έχω δοκιμάσει (του έχω κάνει πραγματικό test drive) με δύο κατηγορίες ανθρώπων: φίλες και συνομήλικες (μη-οικονομολόγους) –για δώρο, και φοιτητές/τριες στο τελευταίο έτος σπουδών τους στο Πάντειο –για εργασία. Οι δύο φίλες μου (μια ζωγράφος και μια μουσικός) το διάβασαν με αμείωτο ενδιαφέρον μέχρι τέλους.
Και δύο από τις επιμελέστερες φοιτήτριές μου έστειλαν μήνυμα «Κυρία, είναι το καλύτερο βιβλίο που έχουμε διαβάσει ποτέ».
Θα συνεχίσω με τη δική μου ανακούφιση καθώς το διάβαζα. Να σας εξηγήσω ότι προσπαθώντας να διδάξω οικονομικά στο Πανεπιστήμιο τα τελευταία 25 χρόνια, είχα φτάσει στο συμπέρασμα ότι ακόμα κι αν καταφέρω να μάθω σε κάποιους και σε κάποιες τα στοιχειώδη οικονομικά, αποκλείεται να κάνω αυτούς τους νέους και αυτές τις νέες να τα αγαπήσουν.
Και τούτο επειδή, καθώς παραδέρνουν ανάμεσα στις προτιμήσεις των καθηγητών τους για τις διάφορες εκδοχές των ηγεμονικών/των κυρίαρχων οικονομικών, ταλαντεύονται ανάμεσα σε δύο εξίσου καταπιεστικά και άχαρα συστήματα αφηρημένης σκέψης: μακρο-αφηρημένα –και άκρως μαθηματικοποιημένα και τεχνικά- υποδείγματα από τη μια πλευρά, και διαρθρωτικές προσεγγίσεις περί σύνθετων συστημάτων ανίκητης λογικής από την άλλη. Δηλαδή, ανάμεσα σε απρόσωπα μεγέθη σκαρφαλωμένα σε δυσνόητες εξισώσεις και σε παντοδύναμες δομές με εσωτερική λογική αλλά χωρίς καθόλου ψυχή….
Με λίγα λόγια, τα πάγια εργαλεία της δουλειάς μας, τόσο για διδάσκοντες όσο και για μαθητευόμενους οικονομολόγους, χαρακτηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από την παντελή απουσία των υποκειμένων της οικονομίας, δηλαδή των ανθρώπων που σκέφτονται, αποφασίζουν, επιχειρούν καταναλώνουν μέσα στο πλαίσιο των θεσμών…
Δεύτερη παρατήρηση: το βιβλίο μας θυμίζει ότι οι πραγματικοί θεσμοί είναι οι άνθρωποι και όχι οι νόμοι. Αν η έλλειψη των ανθρώπων στις κυρίαρχες αναλύσεις (τόσο τις κατεστημένες όσο και τις κριτικές/διαρθρωτικές) είναι προφανής, δεν ισχύει το ίδιο για τους θεσμούς. Σε κάποιες περιπτώσεις οι θεσμοί κάνουν την εμφάνιση τους, αλλά σαν αυτιστικοί ξένοι… Κατά κάποιο τρόπο συμβαίνει η εξής ακολουθία: εντοπίζεται ένα πρόβλημα, ακολουθεί η σύνταξη και η ψήφιση ενός σχετικού νόμου, και η διαδικασία θεωρείται λήξασα (και μάλιστα επιτυχώς). Η ιδέα πως μπορείς να προχειρογράψεις έναν νόμο και αυτομάτως να λύσεις το πρόβλημα που επιθυμείς δείχνει πόσο βαθιά άγνοια υπάρχει για τη δυναμική της πραγματικότητας. Ο συγγραφέας αφιερώνει ένα ολόκληρο κομμάτι του βιβλίου του στο πόσο κακό κάνουν οι ακατάλληλοι νόμοι και όταν εφαρμόζονται και όταν δεν εφαρμόζονται.
Εγώ αυτό φαινόμενο το είχα χαρακτηρίσει παλιότερα «νομικίστικο φορμαλισμό» δηλαδή μια ειδικού τύπου ηθελημένη στρέβλωση της ανάλυσης της πραγματικότητας που υποστηρίζει πως άπαξ και περάσει νόμος για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος, τότε το πρόβλημα έχει λυθεί οριστικώς και αμετακλήτως…
Το bottom line με τον νομικίστικο φορμαλισμό είναι πως καταλήγει να θίγει ακριβώς εκείνες τις ομάδες που υποτίθεται πως επιχειρεί να προστατεύσει. Δίδοντας μια φορμαλιστική απάντηση και καλλιεργώντας εφησυχασμό πως το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε, τους αφήνει στην τύχη τους και επιτρέπει να λειτουργούν ανενόχλητοι μηχανισμοί που νομοτελειακά τους οδηγούν στη γωνία. Κερδισμένοι από αυτή την ιστορία είναι οι δρώντες της πολιτικής και συνδικαλιστικής ελίτ, και χαμένοι είναι η πλειοψηφία εκείνων που υφίστανται τις αλλαγές. Η πολιτική τάξη επιδεικνύει εργώδη προσπάθεια και συμπληρώνει ένσημα κοινωνικής ευαισθησίας, στην καμπούρα των πλέον αδύναμων και ευάλωτων.
Θα δώσω δύο μόνο παραδείγματα: τους νόμους υπέρ της ισότητας των φύλων και τους νόμους για την προστασία της απασχόλησης.
Στην ισότητα: νόμοι κομμένοι και ραμμένοι για το Δημόσιο (και με την υπόθεση ότι κάποιος θα μας δανείσει να τους εφαρμόσουμε με γενναιοδωρία…). Τώρα, αν οι επιχειρήσεις είναι μικρές, αν δεν μπορούν να χάνουν κάθε τόσο τις εργαζόμενές τους, αν δεν τους περισσεύουν να πληρώνουν από την τσέπη τους την ισότητα… ε τότε ας κλείσουν. Η λογική αυτή χαρακτηρίζει και το πεδίο της απασχόλησης. Αυστηρή προστασία της απασχόλησης μπορεί να λειτουργήσει εναντίον των επιχειρήσεων αλλά και εναντίον της μισθωτής εργασίας. Με αυτή τη λογική εμπεδώνεται η πεποίθηση πως ένας άνθρωπος αποτιμάται διαφορετικά αν εργάζεται στο Δημόσιο (περισσότερο) παρά στον ιδιωτικό τομέα (λιγότερο).
Τρίτη παρατήρηση: Η καλή οικονομική ανάλυση μπορεί να αποτελέσει πολιτική παρέμβαση. Το βλέπουμε αυτό αν σκεφτούμε τι χάνουμε όταν ένα βιβλίο ΔΕΝ είναι γραμμένο με τρόπο εύληπτο και γλαφυρό. Δηλαδή όταν είναι τεχνοκρατικά άρτιο και απευθύνεται σε ένα κλειστό ιερατείο μυημένων οικονομολόγων.
Ένα τέτοιο βιβλίο δεν το διαβάζουν οι άνθρωποι της πράξης, κι έτσι παραμένει ένα κρυφό καμάρι, μια τεχνοκρατική αλήθεια που δεν μπορεί να πείσει αλλά μπορεί να επιβληθεί μόνο άνωθεν, ως καταναγκασμός. Τα οικονομικά υπάρχουν για να εξυπηρετούν την οικονομία. Και η οικονομία, στις μέρες μας, ευτυχώς είναι τμήμα μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Αυτό το είχαν καταλάβει οι παλιοί μεγάλοι των οικονομικών, ο Marshall, ο Keynes, που έγραφαν κείμενα προσιτά στο ευρύ κοινό. Μερικά από τα καλύτερα κείμενα του Keynes δημοσιεύτηκαν στον τύπο και τα εξέδωσε, ως essays οn persuasion (Δοκίμια για να πείσουν). Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από 2 βδομάδες το περιοδικό Economist αφιέρωσε 4 σελίδες σε μια από τις ιδέες που αναπτύσσεται σε ένα από αυτά τα δοκίμια.
Σήμερα, περισσότερο ίσως από άλλες εποχές, χρειαζόμαστε καθαρές, εύληπτες και σαφείς αφηγήσεις για το τι δεν πήγε καλά, γιατί και πως χρεοκοπήσαμε, τι και πως πρέπει να Κάνουμε για να βγούμε από το τέλμα…
Δηλαδή, αυτό που χρειαζόμαστε είναι ανοιχτή συζήτηση για αίτια και πολιτικές. Μια τέτοια συζήτηση γεφυρώνει διαφωνίες, βρίσκει κοινούς τόπους, ξεχωρίζει τα σημαντικά από τα ασήμαντα, τα ρητορικά πυροτεχνήματα από τα θέματα ουσίας. Αλλά όμως μπορεί να ανδεικνύει και νέες διαφωνίες σε καινούργια θέματα: νέες διαφωνίες και ρήξεις που πρέπει να γίνουν. Για το περιβάλλον, τις ελευθερίες, το φύλο.
Κάθε γενιά στοιχίζεται και ομαδοποιείται ανάλογα με τα προβλήματα της δικής της πραγματικότητας –συνήθως στον καιρό των εξετάσεων (για το Πανεπιστήμιο). Χρόνια μετά διαπιστώνουμε πως αλλάξανε τα προβλήματα και συνεχώς αλλάζουν και τα θέματα που μπαίνουν στις εξετάσεις. Δεν έχει σημασία τι θέση πήραμε στα προβλήματα του 1974, του 1981 ή ακόμα και του 1990. Πρέπει να στοιχηθούμε ξανά, σαν να είμαστε σε ηλικία εξετάσεων.
Το βιβλίο αυτό μας επιτρέπει να φτιάξουμε καινούργιες συμμαχίες και φιλίες. Και να ξανασκεφτούμε τα βασικά. Το επιτρέπει σε όλους και όλες που χρειάζεται να κάνουμε την προσπάθεια. Αυτή η προσπάθεια έχει ιδιαίτερη σημασία να γίνει τώρα.