Το αντιπολιτευτικό ισοδύναμο της παρακμασμένης μεταπολίτευσης

Σάκης Κουρουζίδης 28 Ιουν 2012

«Ο ποιητής δεν υπόσχεται. Διατίθεται»*

.

Αν η «προ-κυβερνητική» φάση για την αριστερά αφιερώνεται απλώς στην ιδεολογική και πολιτική προετοιμασία είτε της «επανάστασης», είτε της κατάληψης της εξουσίας, ή έστω γενικά του …περάσματος στο «σοσιαλισμό» οποιασδήποτε μορφής, τότε προφανώς, χρησιμοποιεί τις αδικίες και τις δυσκολίες που παράγει το σημερινό σύστημα ως απόδειξη κατωτερότητάς του, στη σύγκριση που κάνει με το «όραμά» της.

.

Επομένως, οτιδήποτε καλό γίνεται σήμερα, δυσκολεύει την προσέλκυση υποστηρικτών, αφού η επιχειρηματολογία της στηρίζεται στη «συνεχή επιδείνωση» που υφίσταται ο κόσμος σήμερα και πάντα –στον καπιταλισμό. Δηλαδή, μακάρι να μη γίνεται τίποτε καλό, γιατί έτσι θα αγανακτεί ο κόσμος και θα έρθει γρηγορότερα ο σοσιαλισμός. Αλλά, αν παρόλα αυτά γίνει κάτι καλό, το υποβαθμίζει, του δίνει περίτεχνες ερμηνείες, ή το αποδίδει απλώς στη «λαϊκή αντίσταση και πάλη».

Με την ίδια λογική και μεθοδολογία αντιμετωπίστηκε, πλέον, και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η σημερινή ΕΕ είναι μια διαρκής πηγή δεινών και η «άλλη» Ευρώπη θα έρθει όταν θα πλειοψηφήσουν οι σοσιαλιστικές δυνάμεις παντού και τότε τα σοσιαλιστικά κράτη της Ευρώπης θα χτίσουν και μια διαφορετική ΕΕ. Και μέχρι να γίνει αυτό, κρατάμε άμυνα …ευχόμενοι να χειροτερέψουν τα πράγματα για να πλησιάσει πιο γρήγορα η μέρα αυτή.

Οι ανθρώπινες συνειδήσεις, οι νοοτροπίες και οι πρακτικές, οι κοινωνίες συνολικά αλλάζουν πολύ αργά, μα πάρα πολύ αργά. Και καμία επανάσταση δεν ανατρέπει άρδην τους χρόνους, τους ρυθμούς αυτούς, το πολύ-πολύ να τους επιταχύνει, λίγο, ή να τους επιβραδύνει πολύ. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι «πολιτική», αλλά πηγάζει από όλες τις επιστημονικές προσεγγίσεις που παράγονται από τις κοινωνικές επιστήμες. Το να επιχειρούμε βολονταριστικά να εκβιάσουμε κάποιους χρόνους στους θεωρητικούς μας σχεδιασμούς, ισοδυναμεί με παραβίαση περίπου των «φυσικών νόμων».

Επειδή το όλο αυτό σχεδίασμα της αριστεράς στηρίζεται σε επιστημονικά ξεπερασμένες παραδοχές, αλλά και επειδή στη συνείδηση των ανθρώπων φαντάζει ως κάτι «ιδεατό» και άρα μακρινό και εντέλει αδιάφορο για τη σημερινή του ζωή, γι’ αυτό στρέφεται σε άλλες λύσεις λιγότερο ελκυστικές, καθόλου οραματικές, αλλά «σημερινές». Αυτό, παράγει τελικά μια «συντηρητικοποίηση», αντί για «ριζοσπαστικοποίηση» που υποτίθεται ότι προσδοκά. Δηλαδή, η λύση της αριστεράς, αυτή του οραματικού μέλλοντος, «αυτοαποκλείεται» από τις επιλογές των ανθρώπων και η επιλογή γίνεται από το μη χείρον των υπολοίπων.

Αυτά περίπου ίσχυαν μέχρι την εποχή προ κρίσης, ή για την ακρίβεια, προ των τελευταίων 2 μηνών.

Τώρα, το «όραμα» της αριστεράς, ή έστω η προοπτική μιας κυβέρνησης της αριστεράς, ήρθε πιο κοντά, φαντάζει ως μια ρεαλιστική δυνατότητα.

Φυσικά, δεν «ριζοσπαστικοποιήθηκε» ο κόσμος τόσο γρήγορα.

Οι κρίσεις μπορεί να μεταβάλουν, ακόμα και σε μεγάλη έκταση, πολιτικές επιλογές ή το κόμμα που ψηφίζουμε, αλλά όχι αντιλήψεις, συμπεριφορές, αξίες. Ούτε καν αυτοί που «υποδέχονται» το προϊόν της μεταβολής, δηλαδή τα κόμματα της αριστεράς, δεν αλλάζουν τόσο γρήγορα. Και βέβαια, δεν αλλάζει τόσο εύκολα ούτε το αντιπολιτευτικό ισοδύναμο αυτής της παρακμασμένης πια μεταπολίτευσης.

Αντιπολίτευση, και μάλιστα αριστερή αντιπολίτευση, σημαίνει όχι απλώς «πρόβλεψη» ότι τα πράγματα θα χειροτερεύουν, αλλά και ότι κάνει τα πάντα για να χειροτερεύσουν, γιατί αυτή είναι η μοναδική οδός «δικαίωσης» του σεναρίου της. Δηλαδή, η αριστερά δεν διανοείται ότι μπορεί να «εισπράττει» πολιτικά, αν τα πράγματα πάνε καλά, έστω και με τη δική της εμπλοκή. Κάθεται στην άκρη και προβλέπει, περιμένει, επιδιώκει να …χειροτερεύ(σ)ουν τα πράγματα, για να στρέφεται ο κόσμος προς τα αριστερά. Μόνο αυτήν την αντιπολίτευση έμαθε, αυτήν ξέρει και αυτήν …εμπιστεύεται!

Αν εμπλακεί νωρίτερα από την ώρα την καλή, κινδυνεύει να αφομοιωθεί, να χρεωθεί κακές επιλογές, να ευνουχίσει συνειδήσεις…

Ο «σοσιαλισμός» , λοιπόν, θα πρέπει να «αρχίσει» να εφαρμόζεται από …τώρα, με την έννοια των θετικών και δημιουργικών επεμβάσεων στο σήμερα. Η αριστερά θα πρέπει να συγκρίνει το «καπιταλιστικό σήμερα» με ένα «σήμερα» δικό της, «ενδεικτικό», συμβολικό και κάτι περισσότερο από συμβολικό, ουσιαστικό. Όχι μόνο να προτείνει για το μέλλον, αλλά και να δημιουργήσει κάποιες «νησίδες πολιτικών», σήμερα. Όχι ως υποκατάστατα μελλοντικών ιδεατών καταστάσεων, αλλά ως δείγματα ζωής, αντί για τα ανέξοδα οράματα, για τις φυγές σε ανύπαρκτους μελλοντικούς παραδείσους, όπου όλα τότε -και μόνον τότε- θα μπορούν τάχα να λυθούν. Και βέβαια, ακόμα περισσότερο, να δείξει «τι απίδια έχει στο σάκο της» σε εποχές κρίσης, λίγο πριν από την καταστροφή.

Σε αυτήν την «κινητοποίηση», τα εφόδια των αριστερών θα -έπρεπε να- είναι η δημιουργικότητα, οι αξίες, η φαντασία, ο πολιτισμός, η υψηλή διανοητική προσπάθεια, η εναλλακτικότητα, τα ισοδύναμα… Θα αναδεικνύονται αυθεντικά διλλήματα και εναλλακτικές επιλογές επί συγκεκριμένων προβλημάτων, σημερινών, και επί αυτών θα φαίνεται η όποια «εναλλακτικότητα», «ριζοσπαστικότητα», αλλά και «ρεαλιστικότητα» των αριστερών ιδεών και πολιτικών.

Αυτός ο δρόμος, στους «εύκολους -πολιτικά και όχι οικονομικά- καιρούς» που ζούμε, είναι ο …δύσκολος δρόμος για τους αριστερούς, αυτός που παράγει υψηλές απαιτήσεις από αυτούς. Που δεν ζητάει να αντέχουν σωματικά σε βασανιστήρια και εξορίες, να υφίστανται διακρίσεις και αποκλεισμούς, αλλά να αναδεικνύει και να εκπέμπει υψηλή ποιότητα ανθρώπων, ιδεών και πρακτικών και όχι μόνο υψηλή «τσαντίλα» για την κακούργα κοινωνία και την …κατοχική τρόικα.

Η εμπλοκή της ΔΗΜΑΡ στη διακυβέρνηση της χώρας σήμερα, είναι ένα βήμα -χωρίς επιστροφή- σε αυτήν τη νέα «εποχή» της εμπλοκής από τώρα. Να δείξει ότι η αριστερά έχει και μπορεί να εκπέμψει μια υψηλή ποιότητα ανθρώπων, ιδεών και πρακτικών και, δικαιωματικά, να πείσει ότι ξέρει να «εισπράττει» ακόμα και όταν τα πράγματα πάνε -αν πάνε!- …καλά. Ξέρει ότι αν δεν πετύχει το πείραμα αυτό -και δεν έχει κανένα στοιχείο βεβαιότητας γι’ αυτό- θα έχει πολύ σοβαρό κομματικό πρόβλημα, ακόμη και ύπαρξης. Και παρόλα αυτά, το τόλμησε!

Και το τόλμημά της αυτό αποκτά πρόσθετη αξία, επειδή δεν γίνεται για λόγους ποσοτικής αναγκαιότητας, δεν το στήριξε σε ένα αριθμητικό άλλοθι, αλλά γίνεται ως συνειδητή επιλογή, χωρίς να είναι απαραίτητο αριθμητικά.

* από ένα στίχο του Γιάννη Βαρβέρη