Σας καλώ να κλείσετε τα μάτια για μια στιγμή και να φανταστείτε το εξής υποθετικό σενάριο: Κάποιο από τα κορυφαία κυβερνητικά και κομματικά στελέχη της Ν.Δ. - του μεγέθους ενός Άδωνι Γεωργιάδη ή μιας Ντόρας Μπακογιάννη- είναι καλεσμένο σε τηλεοπτική εκπομπή. Ο δημοσιογράφος-παρουσιαστής το ρωτάει κάποια στιγμή αν θα μπορούσε να υποστηρίξει μια συγκυβέρνηση της Ν.Δ. με την Ελληνική Λύση και το στέλεχος -ευθυγραμμισμένο με την επίσημη θέση του κόμματος ότι βασικό ζητούμενο είναι να σχηματιστεί ισχυρή κυβέρνηση- λέει «ναι, υπό προϋποθέσεις, ο Βελόπουλος θα μπορούσε να γίνει συγκυβερνήτης του Μητσοτάκη».
Αυτοπαγίδευση χωρίς λογική
Ας ανοίξουμε τώρα τα μάτια και ας είμαστε ειλικρινείς. Δεν θα ξεκινούσε ένα ωραία αντιπολιτευτικό «πανηγύρι» από τον ΣΥΡΙΖΑ; Δεν θα έκλεινε σε κάθε πτώση την λέξη «ακροδεξιά» σε κάθε ανακοίνωσή του μέχρι τις εκλογές; Δεν θα έλεγε ότι καταρρέει το αφήγημα περί φιλελεύθερου πρωθυπουργού; Εννοείτε ότι θα έκανε όλα αυτά και ακόμα περισσότερα και δίκιο θα ‘χε. Ε, πως στην ευχή, ο ΣΥΡΙΖΑ πίστεψε ότι θα ακουστεί το σενάριο για συγκυβέρνηση Τσίπρα-Βαρουφάκη και δεν προσπαθούσε η Ν.Δ. να νεκραναστήσει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, μόνο αυτός το ξέρει.
Η ειρωνεία μιας σύμπτωσης
Η αλήθεια είναι ότι, με βάση τις μέχρι στιγμής δημοσκοπήσεις, η πιθανότητα νίκης του ΣΥΡΙΖΑ στις ερχόμενες εκλογές –που επίσημα ξαναμεταφέρθηκαν στο τέλος της τετραετίας- είναι μικρές και τα σενάρια μετεκλογικών συνεργασιών που τον αφορούν άμεσα είναι πιο πολύ πολιτικολογία παρά ουσία. Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον ότι ένα «ψημένο» πολιτικά στέλεχος όπως ο Τσακαλώτος, αποφάσισε να ανοίξει ξαφνικά ένα τέτοιο θέμα. Αυτό που το κάνει περισσότερο ενδιαφέρον, είναι η χρονική σύμπτωση της δήλωσης του πρώην υπουργού με την περίοδο της έβδομης επετείου από το (ψευδο)δημοψήφισμα του 2015, όταν ένας από τους βασικούς αρνητικούς πρωταγωνιστές ήταν ο Βαρουφάκης. Με λίγα λόγια, ο Τσακαλώτος -και στη συνέχεια και άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ- ανήμερα αυτών των θλιβερών ημερών, πρότεινε το κόμμα του -αν κερδίσει τις εκλογές- να κυβερνήσει ξανά με τον αλησμόνητο Γιάνη. Και μάλιστα, αυτή την φορά, με τον ίδιο όχι ως απλό υπουργό, που μπορεί ο Τσίπρας να τον αντικαταστήσει οποιαδήποτε στιγμή θελήσει, αλλά ως επικεφαλής κόμματος από τις έδρες του οποίου θα εξαρτάται η βιωσιμότητα του κυβερνητικού σχήματος.
Θες συγκυβέρνηση; Απόδειξη!
Έχει ενδιαφέρον ότι ο Βαρουφάκης, θέλοντας προφανώς να συνεχίσει να παίζει -έστω και υποθετικά- τον ρόλο του ρυθμιστή, όχι μόνο δεν απέκλεισε τη συνεργασία, αλλά έριξε το γάντι στον Τσίπρα, λέγοντάς του ότι αν θέλει συγκυβέρνηση θα πρέπει να την έχουν συμφωνήσει από πριν τις εκλογές. Και μάλιστα έθεσε ως προϋπόθεση τη συζήτηση πάνω στις συνεδριακές αποφάσεις του ΜέΡΑ25, που μεταξύ άλλων «πρωτοποριακών» προτάσεων, μιλούν για εθνικοποίηση της ΔΕΗ και κοινωνικοποίηση της ενημέρωσης (ότι και αν σημαίνει αυτό). Επίσης, ξεχωριστό ενδιαφέρον είχε η αμήχανη απάντηση του Τσίπρα, που -ξεχνώντας το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ όταν πάλευε για την είσοδό του στο Κοινοβούλιο- απαξίωσε το ΜέΡΑ25, λέγοντας ότι δεν ξέρει καν αν το κόμμα Βαρουφάκη θα είναι στην επόμενη Βουλή.
Παλιά και νέα σενάρια
Νομίζω ότι μετά από όλα αυτά, το να προσπαθήσουν οι πολιτικοί αντίπαλοι του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ξυπνήσουν τον -όχι και τόσο- κοιμώμενο γίγαντα του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου είναι το λιγότερο που μπορούσαν να κάνουν. Μάλιστα, οι ανακοινώσεις και τα άρθρα σχετικά με το (ψευδο)δημοψήφισμα του 2015, βοήθησαν να κρατηθεί ψηλά στην ατζέντα το θέμα, επαναφέροντας μνήμες μιας περιόδου που οι πληγές της είναι ακόμα ανοιχτές. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, η συζήτηση είναι μόνο υποθετική. Καθώς ο ίδιος ο Τσίπρας «έκαψε» το σενάριο -στο οποίο επένδυσε για ένα διάστημα- σχετικά με τον σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας ή ανοχής, υπό την ηγεσία του δεύτερου κοινοβουλευτικά κόμματος, και αφού -με βάση πάντα τις δημοσκοπήσεις- όλα δείχνουν νίκη της Ν.Δ., στο μόνο σενάριο που μπορεί να συμπεριληφθεί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτό του «μεγάλου συνασπισμού», για το οποίο οι πιθανότητες είναι απειροελάχιστες και όλοι ξέρουν ότι πιθανή πραγματοποίησή του θα σήμαινε την αρχή του οριστικού τέλους για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.