Το αντάρτικο και η αξιολόγηση

Παντελής Καψής 27 Ιουλ 2014

Στον πυρήνα της η υπόθεση της αξιολόγησης είναι απλή. Οσο ίσχυε χωρίς περιορισμούς, όλοι οι υπάλληλοι κρίνονταν άριστοι. Γιατί; Μα επειδή αυτό είναι το Δημόσιο. Για ποιο λόγο ο προϊστάμενος μιας υπηρεσίας να χαλάσει τις σχέσεις του με ανθρώπους με τους οποίους συνυπάρχει κάθε μέρα; Ο ίδιος δεν έχει να κερδίσει τίποτα. Επιλέγει λοιπόν τη βολή του ή αν προτιμάτε την εργασιακή ειρήνη στην υπηρεσία του.

Κανείς φυσικά δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η λύση αυτή υπηρετεί το κοινωνικό συμφέρον. Πρόκειται για προσχηματική αξιολόγηση. Και για να ξεπεραστεί το πρόβλημα αυτό, θεσμοθετήθηκε ένα ελάχιστο ποσοστό, 15% των δημοσίων υπαλλήλων, το οποίο υποχρεωτικά θα βρίσκεται στην τελευταία βαθμίδα της αξιολόγησης.

Ας μη μας εκπλήσσει η διαδικασία. Στην κοινή λογική μάς φαίνεται άδικη – κι αν όλοι οι υπάλληλοι είναι άξιοι; Στην πραγματικότητα ωστόσο χρησιμοποιείται ευρύτατα. Ακόμα και οι φοιτητές σε μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού βαθμολογούνται με βάση ποσοστώσεις και ένας αριθμός κόβεται λίγο-πολύ υποχρεωτικά. Ο λόγος είναι απλός: κάθε αξιολόγηση είναι -δεν μπορεί παρά να είναι- συγκριτική. Κι αν όλοι όμως, σε μια ακραία έστω εκδοχή, είναι πράγματι άριστοι; Πρόκειται φυσικά για εξαιρετικά ακραία εκδοχή καθώς μιλάμε για το ελληνικό δημόσιο με τις γνωστές του παθογένειες. Αλλά έστω. Γι? αυτές τις περιπτώσεις μπορεί και πρέπει να υπάρξει μια σχετική ευελιξία στα πλαίσια του υπάρχοντος νόμου. Για παράδειγμα, το 15% να μην εφαρμόζεται σε πολύ μικρές μονάδες -που άλλωστε βγάζει αστεία κλάσματα- αλλά να υπολογίζεται σε ευρύτερα σύνολα. Ιδίως για υπηρεσίες -π.χ. τους νοσηλευτές ενός περιφερειακού νοσοκομείου που κάνουν δουλειά που θα απαιτούσε το διπλάσιο προσωπικό- και όπου κάθε επιλογή είναι εξαιρετικά δύσκολη.

Κατά τα άλλα, πρέπει να ξέρουμε γιατί μιλάμε. Αναφερόμαστε σε ένα μικρό ποσοστό -στο αρχικό σχέδιο ήταν 25% και μειώθηκε στο 15%- το οποίο δεν θα βαθμολογηθεί κάτω από τη βάση αλλά κάτω από το 6,9. Με «λίαν καλώς» δηλαδή ή διαφορετικά με τον βαθμό που παίρνει πτυχίο το 80% των Ελλήνων φοιτητών. Οσοι δε βρεθούν σε αυτό το ποσοστό δεν θα έχουν καμία διοικητική κύρωση, απλώς θα κληθούν ενδεχομένως να παρακολουθήσουν κάποια επιμορφωτικά σεμινάρια.

Πρόκειται για ένα πρώτο βήμα, μια πρώτη προσπάθεια κάτι να αλλάξει. Γι? αυτό και στη διάρκεια της διαβούλευσης δεν υπήρξαν άλλες προτάσεις και το σχέδιο νόμου υπερψηφίστηκε χωρίς ενστάσεις από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Είχαν διαβάσει τι ψήφισαν. Και όχι, δεν το επέβαλε η τρόικα. Εμείς το εντάξαμε στα προαπαιτούμενα ως διαρθρωτική αλλαγή αντί απολύσεων. Τα πραγματικά προβλήματα είναι άλλα.

Το πρώτο είναι η άρνηση, δημάρχων κυρίως, αλλά όχι μόνο, να εφαρμόσουν τον νόμο. Μια ακόμα προσπάθεια στοιχειώδους εκσυγχρονισμού μεταλλάσσεται σε ζήτημα ιδεολογίας με τους κοτζαμπάσηδες (του Δημοσίου) να κηρύσσουν αντάρτικο για τα καλά και συμφέροντα.

Το δεύτερο είναι ότι προχωράμε σε αξιολόγηση προσώπων πριν κάνουμε αξιολόγηση των υπηρεσιών. Ούτε καν απογραφή των φορέων δεν κάνουν πολλοί δήμοι, σιγά μη δεχθούν αξιολόγηση. Παρεμπιπτόντως 19% είναι το ποσοστό των σύγχρονων «Αγράφων» – νομικών προσώπων που δεν ανευρίσκονται.

Το τρίτο, το οποίο μας αφορά περισσότερο, είναι βέβαια το αν με την αξιολόγηση θα αλλάξει πράγματι κάτι στο Δημόσιο. Η απάντηση προφανώς είναι «λίγα πράγματα». Γιατί τα οριζόντια μέτρα δεν επαρκούν. Με την αξιολόγηση δεν θα χτυπηθεί η διαφθορά, δεν θα νικηθεί το φακελάκι, δεν θα μειωθεί η γραφειοκρατία. Γι? αυτές τις μεταρρυθμίσεις δεν έχουμε καν αρχίσει να συζητάμε.