Μια ανάρτηση καλού και, προπάντων, σκεφτόμενου φίλου, μου άνοιξε τα μάτια και με έκανε να παρατηρήσω μια υπόγεια δυσανεξία που εκφράζεται από εξεγερμένους πολίτες, νοοκρατούμενους τη φορά αυτή. Πολίτες που, στην προκείμενη περίπτωση, έχει θολώσει το μάτι τους μπροστά στα όσα συμβαίνουν. Αν τους ρωτήσεις γιατί είναι τόσο οργισμένοι, σου αποκρίνονται αυθόρμητα με ένα «δεν ξέρω τι ακριβώς μου φταίει, αλλά μού έρχεται να ουρλιάξω από θυμό». Πρόκειται για νέα μορφή του γνωστού Κινήματος των Οργισμένων, αλλά τη φορά αυτή, αποτελεί παραλλαγή του με σημαντικές διαφορές από την γνωστή μας τυπική μορφή. Ας ονομάσουμε το φαινόμενο ΔΕΞΕΦΤΑΙ από τα αρχικά της έκφρασής του. Νομίζω πως έχει σημασία η επισήμανση και περιγραφή του νέου φαινομένου, αν μη τι άλλο, επειδή η οργή των πολιτών από μόνη της είναι πιστοποιημένη τροφός του λαϊκισμού, τουλάχιστο εκεί όπου δε βρίσκει ικανές φιλελεύθερες αντιστάσεις. Η αντίσταση στην οργή είναι χρήσιμη τεχνική ανάσχεσης του τοξικού λαϊκισμού.
Ας περιγράψουμε, λοιπόν, μια τυπική περίπτωση του φαινομένου, και, περιγράφοντάς την, ας κάνουμε μια πρώτη προσπάθεια ανάλυσης και ερμηνείας. Το «σενάριο» είναι απλό και οικείο: Σε γνωστό νησί του Β. Αιγαίου, η συσσώρευση λαθραίων μεταναστών και προσφύγων έχει ξεφύγει από κάθε ελέγχου. Υπερπληθυσμός στο τοπικό ΚΥΤ και άθλιες συνθήκες διαβίωσης , αυθαίρετη επέκταση με την μορφή φτηνών σκηνών και πρόχειρων κατασκευών, αύξηση της παραβατικότητας επειδή δεν γίνεται έγκαιρος έλεγχος των αφικνούμενων, τεράστια επιβάρυνση των τοπικών υποδομών (Νοσοκομείου, Ταχυδρομείου, Τραπεζών κ.λ.π). Οι αντιδράσεις του τοπικού πληθυσμού κλιμακώνονται πολύ γρήγορα, από μια συμπαθητική ανοχή στην αρχή, σε μια ήπια ξενοφοβία στη συνέχεια και τέλος σε ένα κρεσέντο ρατσισμού και ξενοφοβίας που ανέδειξε σε «ηγετικό ρόλο» περιθωριακά κυρίως πρόσωπα που διακρίνονται για την βία του λόγου τους, τις ολοκληρωτικές αντιλήψεις τους και ένα πρωτόγονο νατιβισμό στα όρια της παρανοϊκής υστερίας. Ο υπογράφων, για λόγους επιστημονικής «προέρευνας», επί τρείς τουλάχιστο μήνες, «σκάλισε» συστηματικά αυτή την αναδυόμενη «ηγετική» κοινωνική ομάδα, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο τα τοπικά δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, και με την μέθοδο της αντιπαράθεσης μέχρις εξοργισμού του υποκειμένου (agent) ώστε να απελευθερώσει την έκφραση των μύχιων σκέψεων και συναισθημάτων του.. Η «προέρευνα» αυτή αποκάλυψε πολύ εύκολα έναν όχι ευκαταφρόνητο σκοτεινό κόσμο που στην ουσία διεκδικούσε χώρο στην πολιτική και, κυρίως, την πολιτισμική ηγεσία του τόπου. Το πρόβλημα των μεταναστών, δηλαδή, είχε ταχύτατα μετουσιωθεί σε ζήτημα ιδεολογικής και πολιτισμικής ηγεμονίας. Τελικά, όχι μόνο επικράτησε το ξενοφοβικό και νατιβιστικό σύνδρομο, αλλά η νέα «φωνή» της τοπικής κοινότητας επέβαλε σκληρή αυτολογοκρισία και στους υπόλοιπους πολίτες, που φοβούνται πλέον να εκφραστούν ανοιχτά ενάντια στο επικρατούν «δόγμα» και έτσι με τον τρόπο τους ρίχνουν νερό στο μύλο των φανατικών. Το ίδιο ισχύει και στα τοπικά δίκτυα εξουσίας που έχουν σχεδόν ολοκληρωτικά υποκύψει στον φόβο της «κοινής γνώμης». Τελικά, το μεταναστευτικό ζήτημα έγινε αφορμή για την επικράτηση ενός συστήματος κοινωνικής παιδείας στον ολοκληρωτισμό και την φοβική αντίληψη της πραγματικότητας ( ξενοφοβία, συνομωσιολογία, σωβινισμός, νατιβισμός, τοπικισμός κλπ.). Αυτό που είναι εξαιρετικά σημαντικό, είναι το ότι κανένας «κοινωνικά υπεύθυνος», άτομο, θεσμός ή συλλογικός φορέας, δεν συνέλαβε και δεν αντέδρασε σε αυτή την πολιτισμική καταστροφή που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Η πολιτισμική ατμόσφαιρα ως γνωστό, εκπαιδεύει αποτελεσματικότερα τα παιδιά, σε σχέση με το επίσημο τυπικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Σκαλίζοντας παραπέρα την «κατάσταση» σκόνταψα στο υπο-φαινόμενο ΔΕΞΕΦΤΑΙ. Αφορμή υπήρξε ένας διάλογος στο FB. Ο διάλογος, εν προκειμένω, επέχει θέση εργαστηριακού δείγματος και γιαυτό θα ασχοληθούμε αμέσως παρακάτω από την ανάλυση του περιεχομένου κατά πρώτο, ως είθισται. Οι ΔΕΞΕΦΤΑΙ διαφέρουν από τους τυπικούς «οργισμένους» κυρίως κατά τούτο: Δεν επικεντρώνουν τη οργή τους ονομαστικά στους θεμελιώδεις θεσμούς της Δημοκρατίας, ούτε ξεκάθαρα στις ελίτ (συνήθως οι πολίτες της κατηγορίας αυτής ανήκουν οι ίδιοι σε κάποιο στρώμα της ελίτ), αλλά στρέφουν το θυμό τους «στην όλη κατάσταση» που φαίνεται να τους μπερδεύει τόσο, ώστε να μη μπορούν να αναπτύξουν μια συστηματική κριτική θεώρηση που θα τους οδηγούσε σε μια σκληρή μεν, αλλά λογικά συνεπή κριτική των αιτιακών παραγόντων της οργής τους. Οι γενικεύσεις, εν προκειμένω τους οδηγούν στο αδιέξοδο και στην απόφαση να αυτό-αποκλειστούν στον αυτό τους και να εξαφανιστούν από την πολιτική διαβούλευση του «δήμου».
Μέσα σε αυτό το τυπικό ερευνητικό σενάριο, εξελίχθηκε ο παρακάτω διάλογος (μέσω FB), ανάμεσα στον υποφαινόμενο (ερευνητής – Ε) και το υποκείμενο (agent) της έρευνας (υποκείμενο – Υ). Ο Υ είναι μεσήλικας, επιστήμονας στον τομέα της Υγείας, ενεργός πολίτης με διακριτική ανάμιξη στα τοπικά κοινά, ευρυμαθής και φιλαναγνώστης. Η αφορμή ήταν η οργάνωση συγκέντρωσης πολιτών με πρωτοβουλία του συνόλου περίπου των επαγγελματικών οργανώσεων, των τοπικών αρχών και της τοπικής Εκκλησίας, για να διατρανώσουν την απαίτησή τους να «λυθεί» το μεταναστευτικό για το νησί, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις για την τρόπο που προτείνονταν. Για να μη μακρύνει το κείμενο αυτό και χάσει το επίκεντρό του, παραπέμπω στην εξής δημοσιογραφική περιγραφή που κατά την άποψη μου αποδίδει σχετικά αντικειμενική εικόνα των συμβάντων. Στο ερευνητικό σενάριο, η δημοσιογραφική περιγραφή ως τεκμήριο σημειώνεται με το σύμβολο Δ.
Εν όψει της συγκέντρωσης, ο Υ αναρτά στην ιστοσελίδα του κείμενο με το οποίο δικαιολογεί την συμμετοχή του, παρά τις παροτρύνσεις φίλων του να μη το κάνει, για να μη υποστηρίξει με την παρουσία του το καλπάζον κλίμα μισαλλοδοξίας στο νησί. Για λόγους οικονομίας λόγου και χρόνου, δημοσιεύουμε το κείμενο του Υ καθώς και τις παρεμβάσεις του Ε με διαφορετική γραμματοσειρά και παρεμβάλουμε με άλλη τον αναλυτικό σχολιασμό του από τον Ε. Η ανάλυση, όπως σημειώθηκε εν προομοίω, τείνει στην ανάδειξη της περί ου λόγος «οργισμένης» έκφρασης κοινωνικής δυσφορίας καθώς επίσης να επισημάνει σε πρώτη μορφή τις προεκτάσεις που ενοιολογούν πληρέστερα το φαινόμενο.
Υ: Το κάλεσμα στη συγκέντρωση για το προσφυγικό σηκώνει πολλή κουβέντα. Πράγματι ο καθένας μοιάζει ότι θα συμμετάσχει για τους δικούς του (διαφορετικούς) λόγους. Οι χαρακτηρισμοί και οι ταμπέλες περισσεύουν τα τελευταία χρόνια στο νησί μας, χωρίζοντάς μας όλο και πιο πολύ. Αυτή τη φορά λείπουν από το κάλεσμα προκλητικές κραυγές που θα έδιναν και το «χρώμα» της συμμετοχής. Δεν έχει πολλή σημασία (πια) αν συμφωνούμε απόλυτα στις διατυπώσεις. Όλοι ξέρουμε ότι είναι αποτέλεσμα συμβιβασμών και … συμψηφισμών. Το σημαντικό (νομίζω πως) είναι, ότι το αιτούμενο είναι το ίδιο για όλους: Είτε πρόσφυγας είσαι είτε μετανάστης, είτε ντόπιος είτε ξένος, είτε μαύρος είτε άσπρος είτε μελαμψός, είτε αγαπούλης είτε φοβικός, είτε «μικιάκιας» είτε «πατριώτης», είτε «φασίστας» είτε «προοδευτικός», όπως και να το πάρεις, όπως και να το πεις, με ή χωρίς εισαγωγικά, από όπου και να το πιάσεις, η κατάσταση είναι τραγική.»
Ε: Σύγχυση εννοιών, σύγχυση αιτιών για την υποκειμενική εξέγερση (οργή αδιαμόρφωτη). Η απαρίθμηση των ποικίλων οπτικών (Το σημαντικό (νομίζω πως) είναι, ότι το αιτούμενο είναι το ίδιο για όλους: Είτε πρόσφυγας είσαι είτε μετανάστης, είτε ντόπιος είτε ξένος, είτε μαύρος είτε άσπρος είτε μελαμψός, είτε αγαπούλης είτε φοβικός, είτε «μικιάκιας» είτε «πατριώτης», είτε «φασίστας» είτε «προοδευτικός», όπως και να το πάρεις, όπως και να το πεις, με ή χωρίς εισαγωγικά ) Για να αναδείξουμε την ακραία αντίφαση των οπτικών ας επισημάνουμε ως παράδειγμα την έννοια που δίνει στο «τραγικό» ο «σκηνίτης» μετανάστης που ζει σε συνθήκες ακραίων κλιματολογικών συνθηκών σε αυτοσχέδια σκηνή με την αντίστοιχη ενοιοδότηση του ίδιου όρου από τον «φοβικό» ή τον «φασίστα» που αντιμετωπίζει τους μετανάστες ως σκοτεινή απειλή. Πώς ισορροπεί ο ΔΕΞΕΦΤΑΙ πάνω σε αυτή την εννοιολογική κινούμενη άμμο; Η απάντηση δίνεται στη συνέχεια της παραδειγματικής ανάρτησης, ως εξής:
Υ: (Οι υπογραμμίσεις του Ε) «Όσοι ζούμε εδώ, μέσα ή έξω από το … camp, καταλαβαίνουμε τι λέω και δεν χρειάζεται να την περιγράψω. Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιεί την Ελλάδα σαν «αποθήκη ανθρώπων» και η Ελλάδα χρησιμοποιεί έτσι ακριβώς το ίδιο το νησί μας. Κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους δικαιούνται μια καλύτερη μοίρα από τον εγκλεισμό σε ένα άθλιο στρατόπεδο! Κάποιοι άλλοι αξίζουν μόνο σωφρονισμό εδώ η στη χώρα τους! Έτσι γίνεται σε όλες τις κοινωνίες! Όμως… και οι ακρίτες της Σάμου αξίζουν έναν κάποιο σεβασμό!»
Ε: Εδώ γίνεται φανερή η σύγχυση στόχων με την αναζήτηση «υπευθύνων» για ετερόνομα κρίματα και ευθύνες. Αποδίδεται ανήθικη πρόθεση στην «Ευρωπαϊκή Ένωση» που «χρησιμοποιεί» την Ελλάδα σαν «αποθήκη ανθρώπων» αλλά και στην …Ελλάδα «που χρησιμοποιεί έτσι ακριβώς το ίδιο το νησί μας», σάμπως το νησί να μη ανήκει στην Ελλάδα. Εδώ συμπλέκεται ο λαϊκιστικός αντιευρωπαϊσμός, με την πιο ακραία μορφή νατιβισμού (τοπικισμός). Η αλήθεια είναι, βέβαια, διαφορετική. Η μεν ΕΕ συνεχώς προσπαθεί να εφαρμόσει ένα σχέδιο διασποράς των λαθρομεταναστών μεταξύ των χωρών – μελών της, και βρίσκει ακριβώς τις ίδιες αντιδράσεις με εκείνες που επικαλείται για τον εαυτό του ο Υ, η «Ελλάδα», δηλαδή η κεντρική μας κυβέρνηση που κι αυτή συνεχώς προτείνει λύσεις για την ομαλή διαχείριση του κύματος των μεταναστών και προσφύγων, τις οποίες, όμως, συνεχώς απορρίπτει η «τοπική κοινωνία» στη οποία προφανώς ανήκει ο Υ. Λογικά και πραγματολογικά, μπορούμε κάλλιστα να κατηγορήσουμε τόσο την ΕΕ όσο και την «Ελλάδα» για ατελεσφορία, αλλά με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να τεκμηριώσουμε την κακή τους πίστη και εξ αυτής ενοχή τους. Το λογικό χάσμα του Υ αντικατοπτρίζει φανερά το σύνδρομο ΔΕΞΕΦΤΑΙ: Δυσφορία και οργή χωρίς ξεκάθαρο, παρά μόνο με προσχηματικό, στόχο: Δεν ξέρω (και δεν φροντίζω να μάθω) τι ακριβώς μου φταίει, και γιαυτό «τα φορτώνω» όλα σε φαντασιακούς «εχθρούς». Χωρίς να το θέλω γίνομαι έτσι τροφός του λαϊκισμού που ακολουθεί την γνωστή κακόβουλη πορεία του (Βλ. Pascal Ory, Peuple Souverain, για τη σχέση λαϊκισμού/φασισμού).
Οι λογικές αντιφάσεις και συγχύσεις περί τα πράγματα της παραπάνω μορφής, οδηγούν τον Υ στην αποκορύφωσή τους, όπως έκδηλα περιγράφεται στη συνέχεια της ανάρτησή του:
Ε: «Δεν καταλαβαίνω γιατί να περιφρονούμε τον φόβο, τις ανάγκες, τη γνώμη τους (μας), εξωθώντας τους με το ζόρι σε ακραίες (ένθεν κακείθεν) θέσεις!!! Όλοι, ντόπιοι και μετανάστες, όλοι οι άνθρωποι, δικαιούνται να νιώθουν ασφάλεια, να ζουν με αξιοπρέπεια, να μην πεινάνε, να μη φοβούνται, να μη ζουν μες στις λάσπες, να εργάζονται, να έχουν υγειονομική περίθαλψη, να ονειρεύονται, να μπορούν να παλέψουν για το μέλλον των παιδιών τους! Όσες επιφυλάξεις κι αν έχουμε λοιπόν για τις διατυπώσεις και για τα κομ(μ)ατα, συμμετέχουμε στην απεργία. Δεν είναι ο Σεβαστάκης «φασίστας» επειδή λέει στη Βουλή ότι η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο! Δεν είναι ο Βετας «λαθροαγαπούλης» επειδή έδωσε το λόγο σε ένα μετανάστη στη συγκέντρωση του! Ας αφήσουμε λιγάκι στην άκρη το εθνικό μας σπορ της διχόνοιας και ας δούμε κατάματα τι λέει η αλήθεια, η λογική και η καρδιά. Ας είμαστε όλοι εκεί. Αριστεροί και δεξιοί. Φοβισμένοι και ψυχοπονιαρηδες. Ψύχραιμοι και φανατισμένοι. «Προδότες» και «φασίστες». «Προοδευτικοί» και «οπισθοδρομικοί». Ντόπιοι και μετανάστες.»
Ε: Ώστε ο «φόβος», εν προκειμένω, είναι ένα ουδέτερο και ομοιογενές φαινόμενο που εξισώνει τον φοβισμένο λαθρομετανάστη που τρέχει κυνηγημένος να σωθεί από την σφαγή, με τον ξενοφοβικό ρατσιστή που βλέπει τον όποιο «άλλο» ως εξ ορισμού επικίνδυνο και εκβλητέο. Σε μια ακραία προέκταση, μια τέτοια σύγχυση εννοιών πού θα οδηγούσε, άραγε, στην ανάλυση της περίπτωσης του φοβισμένου Εβραίου καταδιωκόμενου από τους Ναζιστές σχέση με τον φοβισμένο Ναζί που θεωρεί ότι βλάπτεται από την ίδια την ύπαρξη των Εβραίων; Εκλεκτικές συγγένειες στάσεων που τόσο αποτελεσματικά έχει περιγράψει η Hanna Arendt στο βιβλίο της « Η Κοινοτοπία του Κακού».
Μια έμμεση, αλλά αρκετά σαφής απάντηση, στις παραπάνω αντιφάσεις, έδωσε τελικά η κραυγαλέα διάψευση των «ελπίδων» του Υ από τα ίδια τα πράγματα. Ας την δούμε:
Υ: «Ναι! Θα είμαι κι εγώ εκεί!
Σαν ΑΝΘΡΩΠΟΣ που δεν αντέχει, δεν ανέχεται πια όλη αυτή την εκμετάλλευση ιδεών και (κυρίως!) συν-ανθρώπων… Θα αποφύγω τα πανό που θα προσπαθήσουν να με καπελώσουν. Θα αδιαφορήσω για τις ντουντούκες που θα προσπαθήσουν να πνίξουν τη φωνή μου και τη φωνή του διπλανού μου. Θα είμαι εκεί! Υπερασπιζόμενος την ανθρωπιά μου και τον τόπο μου. Ελπίζω να βρεθούμε!
Ε: Πρόκειται για μια έμμεση έκφραση της γενικής οργισμένης κραυγής τύπου ΔΕΞΕΦΤΑΙ, που παρά ταύτα, συνοδεύεται από ελπίδα για κάτι καλλίτερο, για να μη μένει ξεκρέμαστα άγονη. Δυστυχώς, η απάντηση δόθηκε από την ίδια την πραγματικότητα (συγκέντρωση) και περιγράφεται ξεκάθαρα από το τεκμήριο που μας προσφέρει ο Δ:
Δ: «Η κινητοποίηση με πάγωσε, γιατί το «Εξω οι πρόσφυγες», η ξενοφοβία και ο ρατσισμός πέρναγαν, σε κλίμα ομοψυχίας, με ένα κέλυφος ανθρωπισμού και αλληλεγγύης».
Ε: Ας δούμε, τέλος, το υπόλοιπο του διαλόγου ανάμεσα στον Ε και στον Υ που εξ αντικειμένου χρησίμευσε για το «στρώσιμο» του σεναρίου με τρόπο που να διευκολύνει την συναγωγή συμπερασμάτων. Η ανάλυση του υπολοίπου διαλόγου διευκολύνει επίσης και την προδιαγραφή μιας ερευνητικής κατεύθυνσης που θα διευκόλυνε τους τύπου ΔΕΞΕΦΤΑΙ οργισμένους, να βάλλουν τον εαυτό του στις ράγες του ενεργού πολίτη. Η μετατόπιση του οργισμένου στη θέση του ενεργού πολίτη είναι ο μοναδικός δρόμος από όπου θα μπορούν να μετασχηματίσουν την «γενική οργή» τους σε εποικοδομητική συμμετοχή στον «δήμο» σε αναζήτηση του κοινού «καλού».
Στην αρχική παρέμβασή του ο Ε επιχειρεί μια a priori πρόγνωση (με βάση τις προφανείς «αλήθειες» που δέχεται) ως προς την τελική έκβαση της προαναγγελθείσας συμπεριφοράς του Υ και έχει ως εξής (υπογραμμίσεις του Ε):
Ε : Επειδή όχι μόνο δεν πιστεύω στην δυνατότητα θετικού αποτελέσματος μιας μάζωξης όπου «καθένας έχει το δικό του λόγο» χωρίς να προτείνεται μια επεξεργασμένη θέση που θα μπορούσε να εκφράσει συνθετικά όλες αυτές τις οπτικές (αν είναι λογικά εφικτό να συνθέσεις την οπτική «πετάξετε τους μαύρους στη θάλασσα» με τη θέση «να τηρηθούν οι διεθνείς κανόνες διαχείρισης των προσφύγων») αλλά ξέρω ότι αυτά τα ξεσπάσματα θολού θυμικού τελικά καταλήγουν σε οχλοκρατικές ψυχοθεραπείες που φτάνουν μέχρι να κάψουν εργαζόμενους μέσα στον χώρο εργασίας τους, ΚΑΝΩ ΕΚΚΛΗΣΗ στους υπεύθυνους συμπολίτες μας να αφήσουν το ξέσπασμα του τυφλού θυμικού τους και να βρουν τρόπο να κινητοποιήσουν την ικανότητα του εγκεφάλου μας να λύνει δύσκολα προβλήματα. Οι κενές συναισθηματικές συμπαραστάσεις στο κακομαθημένο κοινό αίσθημα, (κακομαθημένο, με την έννοια του προδιαμορφωμένου από την προϊστορία του ζητήματος) μόνο ζημιά κάνουν και προσθέτουν την επικοινωνιακή ισχύ τους στους πιο αδίστακτους, που ξέρουμε ποιοι είναι και τους αναδείχνουν σε τοπικούς μικροηγέτες. Υ, μη δανείζεις την καλή πίστη σου δε λάθος ρεύματα. Είναι κρίμα.
Στη «πρόγνωση» αυτή, ο Υ απαντά ως εξής:
Υ: Αγαπημένε και σεβαστέ μου Ε Δεν παίρνω αψήφιστα καμιά έκκληση, πόσο μάλλον όταν διατυπώνεται από ανθρώπους που εκτιμώ. Όμως, θα μου επιτρέψετε (είμαι σίγουρος) να διαφωνήσω τόσο στο περιεχόμενο, όσο και (κυρίως) στον τρόπο διατύπωσης του σχολίου σας. Η επεξεργασμένη πρόταση (και η υλοποίησή της) θα έπρεπε να έχει γίνει από τους τεχνοκράτες του υπουργείου.»
Εδώ ο Υ προβαίνει σε τρεις λογικές υπερβασίες: (α) Δέχεται αυθαίρετα ότι η επεξεργασία και εφαρμογή προτάσεων για ένα ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος ανήκει αποκλειστικά «στους τεχνοκράτες του Υπουργείου (την δημόσια διοίκηση;). Παραβλέπει έτσι, ότι για να ενεργήσουν οι «τεχνοκράτες», εφόσον τους θεωρούμε «πολιτικά ουδέτερους» θα πρέπει να προηγηθεί η εντολή του πολιτικού σώματος, που κατά την παραδοχή του ίδιου του Υ είναι το συγκεντρωμένο πλήθος (παραφθαρμένη αντίληψη της άμεσης δημοκρατίας, όπως θα δούμε παρακάτω). Ως νοητική άσκηση, σκεφτείτε την εξής περίπτωση: Κάποιοι εκ των συγκεντρωμένων θέλουν «οι ξένοι να πεταχτούν στη θάλασσα», ενώ άλλο επιθυμούν να διαχειριστεί το θέμα υπεύθυνα η Πολιτεία τηρώντας τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στις δύο αυτές εκδοχές του ζητήματος, που φαινομενικά προβάλλει ενιαίο, ποια πρέπει να διαλέξουν ο «τεχνοκράτες»; (β) Αποκρύβει, ή αγνοεί, ότι η όποια «μαζική» έκφραση ενός ζητήματος, αναπόφευκτα συνεπάγεται προεπεξεργασία και προδιαμόρφωση του ίδιου του αιτήματος. Καμία μαζική εκδήλωσε δεν γίνεται χωρίς «συνθήματα». Επομένως, ήδη η νεφελώδεις θυμική έκφραση ενός ετερώνυμου πλήθους, ή θα καταλήξει σε εσωτερική «σύγκρουση» ή θα οδηγήσει σε εκπομπή κοινών συνθημάτων που «ικανοποιούν» όλους αλλά όχι και την λογική των πραγμάτων. Το σύνθημα «είμαι οργισμένος και δε με νοιάζει πως, αρκεί κάποιος να λύσει το πρόβλημα που μου προκαλεί οργή» είναι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο πολιτικό σύνθημα. Τα πογκρόμ κάπως έτσι επωάστηκαν στην Ιστορία. Τέλος (γ) η ίδια θέση παραβιάζει, εν προκειμένω, την περί των πραγμάτων αλήθεια. Οι «τεχνοκράτες» κατά διαστήματα έχουν προτείνει διάφορες λύσεις. Όλες απορρίφτηκαν δια βοής από την «τοπική κοινωνία» και τα πράγματα οδηγούνται σε μία και μοναδική θέση: «πάρτε τους όλους από εδώ» που για άλλους σημαίνει «ρίξτε τους στη θάλασσα» και για άλλους «στείλτέ τους κάπου αλλού» (το άκρως αντικοινωνικό σύνδρομο ΝΙΜΒ (όχι στη δική μου αυλή). Και ό Υ συνεχίζει ως εξής:
Υ:. «Εμείς, μόνο να διαδηλώσουμε τη δυσαρέσκειά μας για τη διαφαινόμενη ανυπαρξία της πρότασης αυτής μπορούμε, να διαμαρτυρηθούμε για την ανεπάρκεια ή την απροθυμία των καθ ΄υλην αρμοδιων. Οι λαϊκές συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις ποτέ δεν διατύπωναν «τεκμηριωμένη πρόταση», ποτέ δεν παρήγαγαν «νηφάλια σκέψη».
Ε : Εδώ αναπαράγεται μια ιστορικά και κοινωνιολογικά εσφαλμένη αντίληψη για τον ρόλο των μαζών. Οι μάζες χωρίς καθοδήγηση και προηγούμενη ιδεολογική προετοιμασία, δεν παρήγαγαν ποτέ αυτόνομο αποτέλεσμα. Είτε δρουν για την σωτηρία της πατρίδας, είτε επιδίδονται σε σφαγές και πλιάτσικο, πάντα κάποια ηγετική ομάδα ή κάποια ηγεμονεύουσα προδιαμορφωμένη ιδέα θα τις καθοδηγεί. Η λογική υπερβασία φαίνεται και από την τελευταία φράση (Οι λαϊκές συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις ποτέ δεν διατύπωναν «τεκμηριωμένη πρόταση», ποτέ δεν παρήγαγαν «νηφάλια σκέψη». ) Αν έτσι είναι, τότε τι προσφέρουν ο λαϊκές ετερόνομες συγκεντρώσεις; Το λογικό και πραγματολογικό λάθος συνεχίζεται και στις επόμενες φράσεις. Γράφει ο Υ:
Υ: ««Έστω και έτσι» όμως, αποτέλεσαν πολλές φορές στην ιστορία τη σπίθα ή τη … χιονοστιβάδα για την εξέλιξη. Κάποιες φορές η εξέλιξη αυτή ήταν σε αχαρτογράφητα νερά, ακριβώς επειδή το αιτούμενο δεν ήταν απόλυτα σαφώς διατυπωμένο ή επειδή κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν τη σύγχυση και την … αναστάτωση. Αλίμονο αν αυτό μας οδηγεί σε σκέψεις απαγόρευσης του συνέρχεσθαι! Αλίμονο αν η έκφραση της λαϊκής ή κοινωνικής δυσαρέσκειας βαπτιστεί «οχλοκρατική ψυχοθεραπεία«! Όσο για τους «αδίστακτους μικροηγέτες», είμαι απολύτως σίγουρος ότι θα είναι εκεί. Πάντα ήταν όπου υπήρχε «κοινό» για να «δειχτούν»! Πάντα θα ζουν για ένα πρόσκαιρο χειροκρότημα και πάντα θα το εκ-βιάζουν. Πάντα θα ποντάρουν στην εκμετάλλευση του θυμικού των εν δυνάμει ψηφοφόρων τους! Αν φοβόμουν τόσο μην και θεωρηθεί ‘ότι τους «δανείζω την καλή μου πίστη», θα έπρεπε να κλειστώ (ακόμα περισσότερο) στο σπίτι μου και στον εαυτό μου, θα έπρεπε να βυθιστώ (ακόμα περισσότερο) στα βιβλία, στις σκέψεις μου και τη μελαγχολία, θα έπρεπε να παραιτηθώ (τελείως!) από την όποια συμμετοχή μου στα κοινά..»
Ε: Στο παραπάνω κείμενο πρέπει να σημειώσουμε τις εξής λογικές υπερβασίες: (α) Θεωρεί ο Υ δεδομένο ότι κάθε «σπίθα» οδηγεί σε θεμιτά αποτελέσματα ακόμη και σε αχαρτογράφητα νερά. Επομένως, για παράδειγμα, η Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου δικαιώνει τους σφαγείς, επειδή η κτηνωδία των ζηλωτών άνοιξε (;) τα μάτια για τον θρησκευτικό φανατισμό! Όχι, δα. (β) Εκφράζεται με λογικό άλμα μια εσφαλμένη γενίκευση. Η κριτική στον ρόλο της μαζοποίησης του πολιτικού σώματος οδηγεί, δήθεν, στην ….απαγόρευση του συνέρχεσθε! Η υπερβολή είναι τόσο φανερή, ώστε δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό.
Τέλος, η κατακλείδα της ανάρτησης, αποκαλύπτει την βασική αδυναμία του συνδρόμου ΔΕΞΕΦΤΑΙ: Ανεπεξέργαστο, οδηγεί συνήθως στην απόσυρση από την κοινωνία των πολιτών. Είναι, όμως, αυτή η καλλίτερη λύση είτε για τον Υ είτε για την κοινωνία. Στο ερώτημα αυτό υπάρχουν πιο εποικοδομητικές και κοινωνικά υπεύθυνες απαντήσεις. Η Ιστορία και ο Πολιτισμός μας δίνουν πολλά και πειστικά παραδείγματα.