Είναι παγκοίνως γνωστό, ότι επιστημονικός τρόπος προσδιορισμού του ύψους των εισοδημάτων που φοροδιαφεύγουν, δεν υπάρχει. Ακόμη και εάν κάνουμε χρήση παραπλεύρων και βοηθητικών δεικτών για να προσεγγίσουμε τη φοροδιαφυγή, πάλι θα αποτύχουμε στην προσπάθειά μας, γιατί είναι άγνωστο το ύψος των κεφαλαίων που από το χώρο της φοροδιαφυγής εισέρχονται στην επίσημη οικονομία, συμβάλλοντας στη μεγέθυνση του ΑΕΠ (π.χ. εάν φοροδιαφύγω 30.000€ και αγοράσω με αυτά τα χρήματα αυτοκίνητο, ο επιχειρηματίας που μου το πούλησε θα πληρώσει ΦΠΑ, φόρο εισοδήματος νομικού προσώπου και εγώ θα πληρώνω τέλη κυκλοφορίας, τεκμήριο κ.ο.κ). Έτσι έχουμε ένα οικονομικό μέγεθος που αγνοούμε το ύψος του. Συνεπώς κάθε εξαγγελία που επί πολλές δεκαετίες ακούμε για την καταπολέμησή του, είναι κενή νοήματος, διότι εάν δεν γνωρίζεις την ακριβή έκταση ενός φαινομένου δεν μπορεί να γνωρίζεις και κατά πόσο το περιόρισες.
Ερώτηση: Μα αυτά τα αυτονόητα, δεν τα γνωρίζει η πολιτική τάξη της χώρας; Μα φυσικά τα γνωρίζει. Απλώς η φοροδιαφυγή αποτελεί το άλλοθι της κακοδιαχείρισης που αυτή η πολιτική τάξη εξασκεί. Είναι ουσιαστικά η μεταφορά ευθύνης από το χώρο του δημοσίου, στο χώρο του ιδιωτικού τομέα. Το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα έμαθε να κυβερνά τη χώρα με την παραγωγή ελλειμμάτων. Ο αναγνώστης αυτού του κειμένου ας αναρωτηθεί: Εάν σε ετήσια βάση τα έσοδα ήταν προσαυξημένα κατά 15 δισ., από την πάταξη της φοροδιαφυγής, θα είχαμε περισσότερα και καλύτερα νοσοκομεία, σχολεία, αυτοκινητοδρόμους κ.λ.π., όπως διατείνονται οι δημοσιογράφοι (κρατικοδίαιτοι οι περισσότεροι), οι πολιτικοί και κάποιοι πανεπιστημιακοί ή θα είχαμε μια Βουλή, όχι με 1.600 υπαλλήλους αλλά με 3.600 και με 24 μισθούς, θα είχαμε παραγγέλλει όχι 3 συστοιχίες TOR-M1 άλλα 13, θα είχαμε ιατροφαρμακευτική δαπάνη όχι 8 δισ. αλλά 18 δις?
Ένα σύστημα που αναπαράγεται πολιτικά με τη δημιουργία οικονομικών ελλειμμάτων, αγνοεί την ορθή διαχείριση ως ηθική αξία και ως πολιτική πρακτική. Στο συγκεκριμένο ελληνικό δημόσιο όσα έσοδα και να δώσεις θα πέσουν σε ένα απύθμενο πηγάδι. Η πολιτική τάξη της χώρας αντιμετώπισε το έλλειμμα με δυο εργαλεία: 1) Την παραγωγή χρέους και 2) με τις υποτιμήσεις του εθνικού μας νομίσματος.
Όταν την 1/1/2002, περιχαρής σύμπασα η πολιτική ηγεσία επεδείκνυε το νέο μας νόμισμα ή είχε άγνοια κινδύνου (πράγμα κακό) ή πίστευε ότι θα εφεύρισκε νέους, πρωτότυπους τρόπους για να εξαπατήσει τους ευήθεις εταίρους μας (πράγμα ακόμα χειρότερο). Οι εταίροι μας βέβαια, μόνον ευήθεις δεν ήταν. Τη συνέχεια τη ζούμε.
Έτσι νομίζω, οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας πρέπει να σταματήσουν να πιπιλίζουν την καραμέλα της φοροδιαφυγής. Έχει γίνει άνοστη και κυρίως αποπροσανατολιστική.
Ας ασχοληθούμε με την εκ βάθρων αναδιάρθρωση του κρατικού τομέα, ώστε να γίνει φιλικός για τον πολίτη και αποτελεσματικός στις λειτουργίες του. Με την «τιθάσευση» ενός απροσδιορίστου μεγέθους ας ασχοληθούν οι κρατικοδίαιτοι και ανοηταίνοντες.