Το κείμενο που ακολουθεί είναι ο πρόλογος στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του William M. Downs Πολιτικός Εξτρεμισμός στις Δημοκρατίες – Η καταπολέμηση της μισαλλοδοξίας.
Η έκδοση της σημαντικής μελέτης του William M. Downs Πολιτικός Εξτρεμισμός στις Δημοκρατίες – Η καταπολέμηση της μισαλλοδοξίας εμπλουτίζει την ισχνή περί τον εξτρεμισμό βιβλιογραφία στα ελληνικά με ένα κείμενο πρωτότυπο σε θεματολογία και πλούσιο σε εμπειρικό υλικό.
Σκοπός του βιβλίου, όπως τον ορίζει ο συγγραφέας, είναι ο ακόλουθος: «Σήμερα γνωρίζουμε εξαιρετικά λίγα πράγματα για τη σχέση μεταξύ δημοκρατίας και προσπαθειών καταπολέμησης του εξτρεμισμού. Η κατανόηση του τρόπου αντίδρασης των δημοκρατιών στον κομματικό εξτρεμισμό, και οι συνέπειές της, είναι ο βασικός στόχος του βιβλίου αυτού»[1].
Προκειμένου να αναλύσει το αντικείμενό του, ο συγγραφέας εισάγει μια έννοια-κλειδί, εκείνη του κόμματος-παρία, την οποία έχει χρησιμοποιήσει και σε παλαιότερες μελέτες του[2]. Όπως υποστηρίζει, «Τα κόμματα-παρίες εμφανίζονται σε αριστερές και δεξιές εκδοχές. Ενσωματώνουν τη διάχυτη διαμαρτυρία, την αποξένωση, και την έλλειψη εμπιστοσύνης για το υπάρχον πολιτικό σύστημα, και, ενώ επιδιώκουν να επιτύχουν τους στόχους τους μέσα από τους συμβατικούς διαύλους της εκλογικής αναμέτρησης, διαθέτουν παράλληλες οργανωτικές δομές που επιδιώκουν τακτικές εξωκοινοβουλευτικού λόγου και πίεσης»[3].
Κάτω από αυτή την έννοια-ομπρέλα, περιλαμβάνει όλες τις μορφές που έχουν διάφορα «αντισυστημικά» κόμματα. Όπως επισημαίνει «το στοιχείο που μπορεί να ενώνει το φάσμα των εξτρεμιστικών, ριζοσπαστικών και εθνικο-λαϊκιστικών κομμάτων που συμμετέχουν στις εκλογές σε σύγχρονες δημοκρατίες είναι ότι το θεωρούμενο πιο μετριοπαθές κομματικό κατεστημένο τους προσάπτει μια κοινή “ταμπέλα”, αυτή του παρία. “Παρίας” είναι ένα γενικότερος όρος που περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα κομμάτων. Σε γενικές γραμμές, παρίας είναι κάποιος ή κάποια ομάδα που είναι περιθωριακή, που περιφρονείται και αποφεύγεται από την πλειονότητα. Στο λεξικό, λοιπόν, της πολιτικής, το κόμμα-παρίας είναι φαινομενικά το απαγορευμένο, πέραν του ορίου της πολιτικής αποδοχής»[4].
Αυτού του είδους τα πολιτικά κόμματα είναι οι μήτρες του πολιτικού εξτρεμισμού στις σύγχρονες δημοκρατίες. Ο συγγραφέας υιοθετεί τον ορισμό του Powell ότι «το εξτρεμιστικό κόμμα αντιπροσωπεύει ένα αίτημα ριζικής μεταμόρφωσης της κοινωνίας, είτε μέσω της επιδίωξης ενός μελλοντικού οράματος είτε μέσω της επιστροφής σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν. Αυτά τα αιτήματα αποκλίνουν από τη γενική, τρέχουσα συναινετική πολιτική. Η παρουσία τους περιορίζει σοβαρά την ικανότητα συμβιβασμού εκφρασμένων συμφερόντων στο πολιτικό σύστημα. Από αυτή την άποψη, εξτρεμιστικά είναι εκείνα τα κόμματα που προωθούν σαφώς διατυπωμένες προτάσεις που είναι αντίθετες με εκείνες που προωθούνται από τα περισσότερα άλλα κόμματα»[5].
Αξίζει εδώ να επισημανθεί ότι, ιδίως σε χώρες με πολλά εκλογικά επιτυχημένα κόμματα-παρίες, όπως η Ελλάδα, είναι χρήσιμη, επιπρόσθετα, η κατηγοριοποίηση που προτείνει ο Mudde, σε εξτρεμιστικά κόμματα που είναι εχθροί του δημοκρατικού πολιτεύματος per se, και σε ριζοσπαστικά κόμματα που εχθρεύονται τη φιλελεύθερη δημοκρατία, χωρίς να αμφισβητούν τις θεμελιώδεις αρχές της[6]. Μια τέτοια κατηγοριοποίηση υπαγορεύεται και από την ανάγκη διαφοροποίησης της τακτικής αντιμετώπισης ανάμεσα σ’ ένα κόμμα που είναι ανοιχτά υπέρ του ολοκληρωτισμού και σ’ ένα κόμμα που είναι ριζοσπαστικό[7].
Έχοντας ορίσει το αντικείμενό του, ο συγγραφέας προχωρεί στην κωδικοποίηση των αντιδράσεων των καθιερωμένων κομμάτων απέναντι στα κόμματα αυτά, στη βάση εμπειρικών δεδομένων από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Καταγράφει μια ευρύτατη παλέτα αντιδράσεων με διαφορετικά, εν πολλοίς, αποτελέσματα στις χώρες που εφαρμόστηκαν. Από την καταγραφή αυτή είναι σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια γενική θεωρία για τη βέλτιστη αντίδραση των φιλελεύθερων δημοκρατιών απέναντι στον πολιτικό εξτρεμισμό και στα κόμματα-παρίες.
Αντίθετα, εκείνο που εισφέρει, είναι μια καταγραφή και αποτύπωση των διαθέσιμων επιλογών και των αποτελεσμάτων που είχαν στις χώρες που εφαρμόστηκαν. Οι διαθέσιμες επιλογές είναι πολλές: αγνόηση, απομόνωση, αφομοίωση, συνεργασία, περιορισμός και απαγόρευση. Από αυτές μπορούν να προκύψουν τέσσερις τύποι στρατηγικών άμυνας, όπως τις προσδιόρισε ο Capoccia – μαχητικότητα (βραχυπρόθεσμη, επιθετική), εκκαθάριση (μακροπρόθεσμη, επιθετική), ενσωμάτωση (βραχυπρόθεσμη, διαλλακτική), και εκπαίδευση (μακροπρόθεσμη, διαλλακτική)[8].
Προκειμένου να εξευρεθεί και να εξηγηθεί η βέλτιστη πρακτική ανά χώρα, ο συγγραφέας προκρίνει «μια προσέγγιση που βασίζεται στην επεξηγηματική δύναμη τριών παραγόντων – δηλαδή, του ιστορικού πλαισίου, του θεσμικού πλαισίου και των ανταγωνιστικών θεωρήσεων της δημοκρατίας»[9]. Αξίζει να αναλύσουμε περισσότερο αυτούς τους τρεις παράγοντες.
Η επιλογή του συγγραφέα να περιλάβει το ιστορικό πλαίσιο ως μια από τις τρεις παραμέτρους που πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα κόμματα-παρίες, προκαλεί έκπληξη. Και αυτό γιατί, συνήθως, οι μελετητές που προέρχονται από τον χώρο των Πολιτικών Επιστημών τείνουν να υποτιμούν τις ιστορικές προϋποθέσεις που περιβάλουν τα πολιτικά φαινόμενα. Ο συγγραφέας υποστηρίζει για αυτή του την επιλογή ότι «η ιστορία έχει σημαντική επιρροή, και μπορεί ουσιαστικά να ορίσει το μέγεθος της απειλής που συνιστά ένα κόμμα-παρίας», αναφέροντας ότι «η ιστορία δεν μπορεί να αγνοείται, ακόμη κι αν είναι δύσκολο να μοντελοποιηθεί. Η ιστορία μπορεί “να παίζει σημαντικό ρόλο” ακόμη κι όταν τα γεγονότα είναι μακρινά και φαινομενικά ξεχασμένα. Πράγματι, όταν ένα γεγονός δεν αποτελεί πλέον μέρος της κοινής μνήμης “συνεχίζει να αφήνει ίχνη, ιδιαίτερα εάν οι αντιδράσεις στο γεγονός αυτό έχουν θεσμοθετηθεί”»[10].
Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ο τρόπος που οι φορείς στα σύγχρονα πολιτικά συστήματα απαντούν σε μισαλλόδοξα αλλά θεσμοθετημένα κόμματα είναι ενδεικτικός της δημοκρατικής αυτογνωσίας και της ιστορικής μνήμης μιας χώρας»[11].
Σε ό,τι αφορά το θεσμικό πλαίσιο, ο συγγραφέας καταγράφει μια σειρά από θεσμικές ρυθμίσεις που έχουν χρησιμοποιηθεί από τα καθιερωμένα κόμματα, προκειμένου να δυσχεράνουν την αύξηση της πολιτικής επιρροής στα κόμματα-παρίες. Τέτοιες ρυθμίσεις μπορούν να είναι η αλλαγή στους εκλογικούς κανόνες και τα εκλογικά συστήματα, η υιοθέτηση πλειοψηφικών συστημάτων, η εδαφική κατανομή της εξουσίας, το μέγεθος και η πόλωση του κομματικού συστήματος.
Τέλος, ο τρίτος παράγων, οι ανταγωνιστικές θεωρήσεις της δημοκρατίας, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, δεδομένου ότι πρόκειται για μια συζήτηση που δεν έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Υπάρχουν δύο θεμελιώδεις εκδοχές της δημοκρατίας, που αντιμάχονται. Η εκδοχή της διαδικαστικής δημοκρατίας και εκείνη της ουσιαστικής δημοκρατίας. Η μεταξύ τους διαμάχη προκύπτει από το «οδυνηρό δίλημμα» της ανοχής ή όχι στον εξτρεμισμό[12]. Με τα λόγια του συγγραφέα, «ο διαδικαστικός δημοκράτης πιστεύει στην αντίληψη ότι “ο ορθολογικός λόγος διασφαλίζει την ελευθερία” και βασίζεται στον “ελεύθερο λόγο για την αντιμετώπιση του αντιδημοκρατικού λόγου”.[13] Η δημοκρατία έχει να κάνει με κανόνες, θεσμούς, και λήψη αποφάσεων που δεν επιβάλλουν το περιεχόμενο των αποτελεσμάτων τους. Για τον διαδικαστικό δημοκράτη, το να κάνει οτιδήποτε άλλο –ακόμη και στο όνομα της υπεράσπισης της φιλελεύθερης τάξης– είναι σαν να παραιτείται από τη δημοκρατία χωρίς αιτιολόγηση»[14]. Κλασική περίπτωση διαδικαστικής δημοκρατίας είναι οι ΗΠΑ.
Αντίθετα, ο Macklem ορίζει την ουσιαστική, τη «μαχητική δημοκρατία» ως «μέτρα αποτροπής της ειρηνικής ένταξης στην εξουσία εκείνων που διαθέτουν πολιτικές ατζέντες που εάν εφαρμόζονταν, θα διέλυαν την ίδια τη δημοκρατία»[15]. Στηριζόμενη σε αυτό που ο Muller προσδιορίζει ως «συνταγματικό πατριωτισμό»[16], η μαχητική δημοκρατία θα χρησιμοποιήσει όλα τα νόμιμα μέσα προκειμένου να προστατεύσει και να διατηρήσει τη φιλελεύθερη τάξη[17]. Κατά τον Minkenberg, ο οποίος σωστά χαρακτηρίζει τη μεταπολεμική Γερμανία ως πρότυπο μαχητικής δημοκρατίας, η προσέγγιση αυτή συνεπάγεται «ένα επιμελημένο σύνολο εργαλείων κρατικής καταστολής που μπορούν να χρησιμοποιούνται εναντίον ανεπιθύμητων πολιτικών δρώντων»[18].
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Macklem «ένα κράτος δικαιούται να ενεργεί με μαχητικό τρόπο ενάντια σε ομάδες και άτομα που επιδεικνύουν βίαιη συμπεριφορά με σκοπό την προώθηση ή εφαρμογή των πεποιθήσεών τους ή που ασκούν το δικαίωμα της ατομικής και πολιτικής ελευθερίας με τρόπο που συνιστά άμεση απειλή για την ικανότητα μιας συνταγματικής δημοκρατίας να διασφαλίσει την ατομική και πολιτική ελευθερία των άλλων»[19].
Αξίζει πάντως να επισημανθεί ότι, ενώ η επιλογή της ουσιαστικής, της μαχητικής δημοκρατίας μοιάζει ελκυστική σε πολλούς που πιστεύουν στα ιδανικά της δημοκρατίας, στην πράξη, πολλά από τα μέσα που χρησιμοποιεί δεν έχουν αποδειχθεί και τόσο αποτελεσματικά, με την εξαίρεση ίσως της Γερμανίας, που είναι κοντά στον ιδεότυπο αυτού του τύπου της δημοκρατίας. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο συγγραφέας, «ενώ είναι σαφές ότι καμία στρατηγική από μόνη της δεν δίνει την απάντηση για την καταπολέμηση του κομματικού εξτρεμισμού στις δημοκρατίες, τα στοιχεία από επιλεγμένες χώρες δείχνουν ότι οι στρατηγικές της απομόνωσης, του εξοστρακισμού, και της δαιμονοποίησης αποδεικνύονται απρόσμενα αναποτελεσματικές όσον αφορά στην αποκατάσταση της δημοκρατικής τάξης, ή στον περιορισμό των απειλών κατά της δημοκρατικής τάξης που εκπορεύονται από τον κομματικό εξτρεμισμό»[20].
Τα Κόμματα-Παρίες στην Ελλάδα
Έχοντας σκιαγραφήσει τις βασικές θεωρητικές παραδοχές του συγγραφέα και τα αναλυτικά εργαλεία που χρησιμοποιεί στην εργασία του, αξίζει να προσπαθήσουμε να δούμε, με αυτή την οπτική γωνία, τα κόμματα-παρίες στην Ελλάδα και τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν από τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα κατά την περίοδο της κρίσης που άρχισε στα τέλη του 2009 και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Στο μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα, ελάχιστα ήταν τα κόμματα-παρίες που εμφανίστηκαν πριν από την κρίση. Τα εξτρεμιστικά ακροδεξιά και ακροαριστερά πολιτικά κόμματα είχαν πάντα ασήμαντη πολιτική επιρροή και αξιοθρήνητα εκλογικά αποτελέσματα. Μία από τις εξαιρέσεις ήταν το ΛΑΟΣ, που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός Λαϊκιστικού Ριζοσπαστικού Δεξιού κόμματος[21], που εμφανίστηκε πριν από την κρίση, τον Σεπτέμβριο του 2000, συγκέντρωσε 2,20% των ψήφων στις εθνικές εκλογές του 2004, χωρίς να ξεπεράσει το εκλογικό όριο και να εισέλθει στη Βουλή, κάτι που επέτυχε το 2008, με 3,80% των ψήφων. Συγκέντρωσε το υψηλότερο ποσοστό του, 5,63%, στις εκλογές του 2009, πήρε μέρος στην Κυβέρνηση Συνεργασίας υπό τον Λουκά Παπαδήμο (από 11/11/2011 έως 10/02/2012) και έκτοτε κατέρρευσε πολιτικά και εκλογικά[22].
Στην περίπτωση του ΛΑΟΣ τα καθιερωμένα κόμματα στην Ελλάδα, αντέδρασαν με τον πρέποντα τρόπο. Πρότειναν τη συμμετοχή του στην πολιτική εξουσία και λειτούργησαν ως καταλύτης στην εκλογική εξαφάνισή του[23].
Παράλληλα, ένα κόμμα-παρίας που απορρόφησε τμήμα των ψηφοφόρων της Ριζοσπαστικής Δεξιάς ήταν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες (ΑΝΕΛ). Το κόμμα ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 2012 από τον Πάνο Καμμένο, τον οποίο ακολούθησαν 9 ανεξάρτητοι βουλευτές που είχαν εκλεγεί με τη Νέα Δημοκρατία. Με κεντρικό όχημα την προβολή του από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το κόμμα αυτό συγκέντρωσε το ποσοστό-έκπληξη 10,60% στις εκλογές του Μαΐου του 2012, επιτυγχάνοντας να εκλέξει 33 βουλευτές και να είναι τέταρτο κόμμα στη Βουλή. Στις εκλογές που έγιναν τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, το ποσοστό των Ανεξαρτήτων Ελλήνων περιορίστηκε στο 7,50%, εκλέγοντας 20 βουλευτές.
Το κόμμα πέρασε μια περίοδο εσωτερικών εντάσεων και διασπάσεων που οδήγησαν σ’ ένα ισχνό 3,40% στις ευρωεκλογές του 2014, και στην εκλογή ενός ευρωβουλευτή. Στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2015, τον Ιανουάριο και τον Σεπτέμβριο, το κόμμα των Ανεξαρτήτων Ελλήνων όχι μόνον κατάφερε, παρά τις αντίθετες δημοσκοπικές προβλέψεις, να ξεπεράσει το εκλογικό όριο του 3%, συγκεντρώνοντας 4,75% τον Ιανουάριο και 3,69% τον Σεπτέμβριο, αλλά και πήρε μέρος, ως ελάσσων κυβερνητικός εταίρος στις δύο κυβερνήσεις συνασπισμού που δημιουργήθηκαν, με μείζονα εταίρο τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στα δεξιά του πολιτικού φάσματος στην Ελλάδα της κρίσης, εμφανίστηκε δυναμικά ένα ακόμα κόμμα-παρίας, η Χρυσή Αυγή, με σαφή φιλοφασιστικά χαρακτηριστικά[24]. Έχοντας ιδρυθεί το 1980, περιθωριακό κόμμα πριν από την κρίση, με ασήμαντη πολιτική επιρροή και ισχνά εκλογικά αποτελέσματα, έκανε για πρώτη φορά αισθητή την παρουσία του στις δημοτικές εκλογές του 2010, εκλέγοντας έναν σύμβουλο στον δήμο Αθηναίων. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες εκλογικές επιτυχίες. Στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 2012[25] συγκέντρωσε ποσοστό 6,97%, τον Ιουνίο του 2012 ποσοστό 6,92%, στις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2014 ποσοστό 9,39%, στις εθνικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 ποσοστό 6,28% και στις αντίστοιχες εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 ποσοστό 6,99%, επιτυγχάνοντας σε αυτές τις δύο εκλογές να είναι τρίτο κόμμα στο ελληνικό κοινοβούλιο. Όλα αυτά, παρά τη σύλληψη του αρχηγού της Νίκου Μιχαλιολάκου και στελεχών του κόμματος με την κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης, ύστερα από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Η δίκη για αυτή την υπόθεση είναι σε εξέλιξη.
Αναμφίβολα, το πλέον επιτυχημένο κόμμα-παρίας πριν από την κρίση στην Ελλάδα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Με μακροχρόνια παρουσία στην ελληνική πολιτική σκηνή, από το 1989, με τη μορφή της εκλογικής συμμαχίας ανάμεσα στην ΕΑΡ και το ΚΚΕ, και την ονομασία Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου, μετεξελίχθηκε στη σημερινή μορφή του ως ΣΥΡΙΖΑ το 2004, που έγινε ενιαίο κόμμα τον Ιούλιο του 2013.
Κινούμενος όλα αυτά τα χρόνια μεταξύ εκλογικής φθοράς και αφθαρσίας, με κύριο στόχο, στις περισσότερες εκλογικές αναμετρήσεις που πήρε μέρος, να ξεπεράσει το όριο του 3%, είδε τα εκλογικά του ποσοστά να εκτοξεύονται μετεωρικά στις εκλογές του Μαΐου του 2012, συγκεντρώνοντας ποσοστό 16,78%, που έγινε 26,89% στις εκλογές του Ιουνίου της ίδιας χρονιάς, εξασφαλίζοντας στον ΣΥΡΙΖΑ τη θέση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ακολούθησαν τα θριαμβευτικά αποτελέσματα του Ιανουαρίου του 2015, με ποσοστό 36,34% και του Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς με ποσοστό 35,46%, (παρά την αποχώρηση πλειάδας κορυφαίων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που αρνήθηκαν να ψηφίσουν το τρίτο Μνημόνιο και δημιούργησαν το κόμμα της Λαϊκής Ενότητας, που απέτυχε να εισέλθει στο κοινοβούλιο) που οδήγησαν και στις δύο περιπτώσεις σε σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τους Ανεξάρτητους Έλληνες[26].
Τα Καθιερωμένα Κόμματα στην Ελλάδα
Τα όσα προαναφέρθηκαν συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι τα καθιερωμένα κόμματα στην Ελλάδα απέτυχαν παταγωδώς να αντιμετωπίσουν την επέλαση από τα κόμματα-παρίες, σε αντίθεση με όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που εξετάζει στο βιβλίο του ο Downs. Στις χώρες αυτές, τα συστημικά κόμματα, χρησιμοποιώντας μια πλειάδα τακτικών και στρατηγικών επιλογών, έχουν κατορθώσει να αποτρέψουν την άνοδο εξτρεμιστικών κομμάτων στην εξουσία, ή να την ελέγξουν θεσμικά, όπως στην περίπτωση της Ελβετίας. Εξαίρεση σε αυτή την επιτυχημένη αντιμετώπιση είναι η περίπτωση της Ουγγαρίας[27].
Το γεγονός και μόνο ότι τα δύο συστημικά κόμματα, (ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία) που στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2009 είχαν συγκεντρώσει μαζί 77,39% (43,92% ΠΑΣΟΚ, 33,47% Νέα Δημοκρατία), έξι χρόνια αργότερα, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, μετά βίας συγκέντρωσαν μαζί 34,38% (ΠΑΣΟΚ 6,28%, Νέα Δημοκρατία 28,10%), λιγότερο από το μισό ποσοστό του 2009, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τρία κόμματα-παρίες προ κρίσης, πρωταγωνιστούν την εποχή της κρίσης, με τα δύο από αυτά να συμμετέχουν στην κυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ) και το τρίτο (Χρυσή Αυγή) να κατέχει την τρίτη θέση στο κοινοβούλιο, δείχνουν το μέγεθος της αποτυχίας των συστημικών κομμάτων.
Τι δεν έκαναν καλά τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα στη διάρκεια της κρίσης; Γιατί γιγαντώθηκαν τα κόμματα-παρίες; Χρησιμοποιώντας τα αναλυτικά εργαλεία του Downs, και ιδιαίτερα την επεξηγηματική δύναμη τριών παραγόντων – δηλαδή, του ιστορικού πλαισίου, του θεσμικού πλαισίου και των ανταγωνιστικών θεωρήσεων της δημοκρατίας–, μπορούμε να επισημάνουμε ότι και στους τρεις αυτούς παράγοντες, τα συστημικά κόμματα διέπραξαν σοβαρότατα πολιτικά λάθη.
Ξεκινώντας από το ιστορικό πλαίσιο, θα μπορούσε να επισημανθεί ότι η επιλογή του συντηρητικού κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, υπό την ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά, να προσχωρήσει στην αντιμνημονιακή ρητορεία και να την πυροδοτήσει, από τις αρχές του 2010 μέχρι τα τέλη του 2011, είναι ενδεικτική της άγνοιας του ιστορικού φορτίου που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία[28].
Μια κοινωνία γαλουχημένη με φαντασιώσεις εθνικής υπεροχής και ηρωικού παρελθόντος[29], ανάδελφης εθνικής ταυτότητας, διαχρονικής αυτοθυματοποίησης[30] και διχαστικού παρελθόντος, πάντα πρόθυμη να επινοήσει εχθρούς και να τους στοχοποιήσει, από τον «αμερικάνικο ιμπεριαλισμό» της μεταπολίτευσης μέχρι τον αντιευρωπαϊσμό και τον αντιγερμανισμό της κρίσης[31], είδε το συντηρητικό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, παραδοσιακά φιλοδυτικό και φιλοευρωπαϊκό, να υιοθετεί τη ρητορεία των περιθωριακών ακραίων, ελπίζοντας να την ενσωματώσει. Η ιδεολογική ραχοκοκαλιά των συντηρητικών πολιτών θρυμματίστηκε ανεπανόρθωτα[32]. Η ιδεολογική ηγεμονία παραδόθηκε αμαχητί στις αντιμνημονιακές δυνάμεις, με τη συνέργεια και του ΠΑΣΟΚ, που με την ηγεσία του Γιώργου Παπανδρέου υπονόμευε ιδεολογικά τις πολιτικές του επιλογές.
Ο Αντώνης Σαμαράς έπαιξε με τη φωτιά (την αντιμνημονιακή ρητορεία) και κάηκε. Το αποτέλεσμα ήταν όταν η Νέα Δημοκρατία έκανε τη συστημική στροφή, από τα απόνερα αυτής της στροφής να προκύψουν δύο κόμματα-παρίες: Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και η Χρυσή Αυγή. Παράλληλα, το ΠΑΣΟΚ, ευάλωτο ιστορικά και ιδεολογικά δεδομένου ότι είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν κατά κόρο αυτή την εθνικιστική ρητορεία, φυλλορροούσε προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όταν, μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 και τον σχηματισμό τρικομματικής κυβέρνησης (Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ), ήταν φανερό ότι η δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ έπαιρνε διαστάσεις χιονοστιβάδας, τα συστημικά κόμματα αρνήθηκαν να αλλάξουν το θεσμικό πλαίσιο, προκειμένου να δυσκολέψουν την πρόσβαση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Η προφανής και απόλυτα λογική θεσμική παρέμβαση θα ήταν η αλλαγή του απαράδεκτου μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, που είχε θεσμοθετηθεί υπό άλλες συνθήκες και σε άλλες συγκυρίες. Παρά τις επίμονες προτάσεις του τότε επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελου Βενιζέλου, ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς αρνήθηκε κάθε σχετική συζήτηση, με την αιτιολογία ότι μια τέτοια απόφαση θα έδειχνε ηττοπάθεια. Το αποτέλεσμα είναι μια συμμαχική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξαρτήτων Ελλήνων να είναι σήμερα στην εξουσία με πλειοψηφία 155 εδρών στις 300, έχοντας συγκεντρώσει στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 το ιδιαίτερα χαμηλό συνολικό ποσοστό του 39,15% (35,46% ΣΥΡΙΖΑ, 3,69% Ανεξάρτητοι Έλληνες) χάρις στο μπόνους των 50 εδρών που παραμείνει ακόμα και σήμερα αναλλοίωτο.
Τέλος, η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, δεν έχει ποτέ στοχαστεί εάν θα πρέπει να είναι μια διαδικαστική ή μια ουσιαστική δημοκρατία. Για την ακρίβεια είναι μια ιδεολογικά ανυπεράσπιστη δημοκρατία. Από το 1974 και μετά, στα πλαίσια μιας αριστερόστροφης πολιτικής ρητορείας, η «αστική» δημοκρατία περιφρονήθηκε, λοιδορήθηκε, απαξιώθηκε[33]. Ακόμα και σήμερα στην Ελλάδα, 65% της γενιάς των millennial στην Ελλάδα, δηλαδή όσων έχουν γεννηθεί από το 1981 μέχρι το 2000, δηλώνουν θαυμαστές της Ρωσίας και του Βλαντιμίρ Πούτιν, που είναι επικεφαλής ενός ανελεύθερου και αντιδημοκρατικού πολιτικού καθεστώτος[34], ενώ 30% των κατοίκων αυτής της χώρας πιστεύουν ότι «τα πράγματα ήταν καλύτερα στη δικτατορία»[35].
Όπως είχα χαρακτηριστικά επισημάνει, «οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις που μιλούσαν για την ανάγκη εμβάθυνσης της δημοκρατίας και τη θεσμική της ολοκλήρωση ήταν, όντως, μειοψηφικές στο πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ανιχνευτεί στον δημόσιο λόγο της μεταπολίτευσης μια ιδεολογικά συγκροτημένη υπεράσπιση της φιλελεύθερης-αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, παρόμοια με εκείνη που διατρέχει τα κείμενα των υπερασπιστών της στον δυτικό κόσμο, που με κάθε ευκαιρία υπογραμμίζουν το Our Democracy (η Δημοκρατία ΜΑΣ)»[36].
Συμπερασματικά, στην Ελλάδα της κρίσης, τα καθιερωμένα κόμματα αποδείχθηκαν κατώτερα των περιστάσεων. Αγνόησαν το ιστορικό φορτίο της χώρας, που είναι ένα θερμοκήπιο ανορθολογισμού, αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε θεσμικές ρυθμίσεις που θα δυσκόλευαν την πρόσβαση στην εξουσία σε κόμματα-παρίες και παραιτήθηκαν από το δικαίωμα υπεράσπισης της δημοκρατίας, είτε στη διαδικαστική είτε στην ουσιαστική της μορφή.
Αποτέλεσμα, δύο έως πρόσφατα κόμματα-παρίες να είναι στην εξουσία, οδηγώντας την Ελλάδα σε πρωτόγνωρες περιπέτειες, παρά τη «ρεαλιστική» στροφή μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου του 2015, όπου το αποτέλεσμα του ΟΧΙ με ποσοστό 61,31 % μετατράπηκε σε ΝΑΙ σε όλα, λίγες ημέρες αργότερα.
Το παρόν βιβλίο του Downs μπορεί να είναι ένας πολύτιμος οδηγός για σκέψη, εάν, όταν και εφόσον η Ελλάδα μπορέσει να γίνει μια κανονική χώρα. Δύσκολο, έως ακατόρθωτο, αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
[1] William M. Downs Πολιτικός Εξτρεμισμός στις Δημοκρατίες – Η καταπολέμηση της μισαλλοδοξίας, σελ. 40.
[2] Δες William M. Downs, “Denmark’s Referendum on the Euro: The Mouse that Roared… Again”, West European Politics, 24:1, 2001.
[3] William M. Downs Πολιτικός Εξτρεμισμός στις Δημοκρατίες… σελ. 57.
[4] William M. Downs Πολιτικός Εξτρεμισμός στις Δημοκρατίες… σελ. 57.
[5] Bingham Powell, “Extremist Parties and Political Turmoil: Two Puzzles”, American Journal of Political Science, 32:2, 1986.
[6] Δες Cas Mudde (επιμ.), Political Extremism, Sage, 2013.
[7] Paul Lucardie, “Prophets, Purifiers and Prolocutors: Towards a Theory on the Emergence of New Parties”, Party Politics, vol. 6 no. 2, April 2000.
[8] William M. Downs Πολιτικός Εξτρεμισμός στις Δημοκρατίες… σελ. 77.
[9] Όπ. παρ. σελ. 41.
[10] Όπ. παρ. σελ. 110.
[11] Όπ. παρ. σελ. 115.
[12] Δες Meindert Fennema, “Legal Repression of Extreme Rights Parties and Racial Discrimination” στο Ruud Koopmans – Paul Statham, (επιμ.) Challenging Immigration and Ethnic Relations Politics. Comparative European Perspectives, Oxford University Press, 2000.
[13] Δες Judith Wise, “Dissent and the Militant Democracy: The German Constitution and the Banning of the Free German Workers Party”, University of Chicago Law School Roundtable, 5:301, 1998.
[14] William M. Downs Πολιτικός Εξτρεμισμός στις Δημοκρατίες…σελ. 114
[15] Δες Patrick Macklem, “Militant Democracy, Legal Pluralism, and the Paradox of Self-Determination”, International Journal on Constitutional Law, 4:3, 2006.
[16] Δες Jan-Werner Muller, “On the Origins of Constitutional Patriotism”, Contemporary Political Theory, 5, 2006. Την έννοια του «συνταγματικού πατριωτισμού», την πρότεινε ο Habermas στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Δες και Jurgen Habermas, Ο μεταεθνικός αστερισμός, Πόλις, 2003.
[17] William M. Downs Πολιτικός Εξτρεμισμός στις Δημοκρατίες… σελ. 78.
[18] Δες Michael Minkenberg, “Repression and Reaction: Militant Democracy and the Radical Right in Germany and France”, Patterns of Prejudice, 40:1, 2006.
[19] Δες Macklem, όπ. παρ.
[20] William M. Downs Πολιτικός Εξτρεμισμός στις Δημοκρατίες… σελ. 65.
[21] Δες Πέτρος Παπασαραντόπουλος, «Το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση: η Δημοκρατία σε κίνδυνο;», στο Μύθοι και Στερεότυπα της Ελληνικής Κρίσης, Επίκεντρο, 2012.
[22] Δες Στάθης Τσιράς, Έθνος και ΛΑ.Ο.Σ. – Νέα Άκρα Δεξιά και Λαϊκισμός, Επίκεντρο, 2012.
[23] Δες Παπασαραντόπουλος, «Το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση …», όπ. παρ.
[24] Δες Δ. Χαλικιοπούλου – Σ. Βασιλοπούλου, Η «Εθνικιστική Λύση» της Χρυσής Αυγής: Κρίση του έθνους-κράτους και άνοδος της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα, Επίκεντρο, 2015.
[25] Δες Πέτρος Παπασαραντόπουλος, «Το Big Bang της Χρυσής Αυγής», στο Μύθοι και Στερεότυπα της Ελληνικής Κρίσης, Επίκεντρο, 2012.
[26] Δες Cas Mudde, ΣΥΡΙΖΑ: Η αποτυχία της λαϊκιστικής υπόσχεσης, Επίκεντρο, 2015.
[27] Δες Takis S. Pappas, “Populist Democracies: Post-Authoritarian Greece and Post-Communist Hungary”, Government and Opposition, 49:01, 2014.
[28] Δες Κώστας Κωστής, Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας: Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους 18ος-21ος αιώνας, Πόλις, 2013.
[29] Δες Δημήτρης Ψυχογιός, Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία, Επίκεντρο, 2013.
[30] Δες Στέλιος Ράμφος, Η λογική της παράνοιας, Αρμός, 2011.
[31] Δες Στάθης Ν. Καλύβας, Καταστροφές και θρίαμβοι: Οι 7 κύκλοι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, Παπαδόπουλος, 2015.
[32] Δες Πέτρος Παπασαραντόπουλος, «Ο ακροδεξιός νατιβισμός του Αντώνη Σαμαρά», στο Μύθοι και Στερεότυπα της Ελληνικής Κρίσης, Επίκεντρο, 2012.
[33] Δες Πέτρος Παπασαραντόπουλος, «Οι αρνητές της Δημοκρατίας», The Books’ Journal, τχ. 51, Ιανουάριος 2015.
[34] Δες έρευνα του Ινστιτούτου Ερευνών Pew, http://www.pewresearch.org/fact-tank/2015/02/11/european-millennials-cool-toward-russia/ (ανάκτηση 25 Οκτωβρίου 2015).
[35] Δες μηνιαίο βαρόμετρο της Metron Analysis στις 21 Απριλίου 2013. Δημοσκόπηση-σοκ: Το 30% θεωρεί πως «στη Χούντα ήταν καλύτερα τα πράγματα»,http://newpost.gr/post/ 209425/dimoskopisi-sok-to-30-theorei-pos-sti-xounta-itan-kalutera-ta-pragmata. Επίσης το 59% των ερωτηθέντων θεωρεί πως σε θέματα ασφάλειας η κατάσταση επί χούντας ήταν καλύτερη, και το 46% πιστεύει πως τότε η κατάσταση διαβίωσης ήταν καλύτερη.
[36] Δες Παπασαραντόπουλος, «Οι αρνητές της Δημοκρατίας», όπ. παρ.