και Γιώργος Ζαΐρης
Είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια , η ελληνική οικονομία διανύει μία περίοδο πολιτικής αστάθειας, αβεβαιότητας και συνεχούς αύξησης της ανεργίας η οποία σήμερα υπερβαίνει το 27% του ενεργού πληθυσμού, με την ανεργία στους νέους να ξεπερνά το 50%.
Το ελληνικό » παραγωγικό πρόβλημα», στο οποίο κατά μεγάλο μέρος οφείλεται η υψηλή ανεργία, δεν θα μπορούσε να συμβολιστεί καλύτερα από τη διαπίστωση ότι στη 40ετία 1970-2009 ο παραγωγικός τομέας της χώρας αυξανόταν με ρυθμό χαμηλότερο από 1% το χρόνο, ποσοστό μικρότερο κι από αυτό της γεννητικότητας. Παράλληλα , όμως, τα ποσοστά διόγκωσης του Δημοσίου τομέα ήταν τρομακτικά. Από 264.000 άτομα το 1970, σε 824.000 το 2009, ήτοι αύξηση 4% ετησίως, που σημαίνει ότι μπορεί να προσεγγίζει τα 1,2 εκατομμύρια άτομα , μαζί με τον ευρύτερο Δημόσιο τομέα.
Θα μπορούσαμε λοπόν να πούμε ότι το υπάρχον παραγωγικό μοντέλο με το οποίο πορεύεται τις τελευταίες δεκαετίες η χώρα μας είχε ως άμεση συνέπεια να :
- Προκαλεί μεγάλη και άδικη φορολογία στα εισοδήματα των φυσικών προσώπων και των επιχειρήσεων, φορολογία η οποία απλώς «κουκουλώνει» πρόσκαιρα τα ελλείματα που δημιουργούν οι εκατοντάδες χιλιάδες υπεράριθμοι δημόσιοι υπάλληλοι.
- Οδηγεί στην ανεργία διπλάσιους εργαζόμενους και « γονατίζει » από τους φόρους τις επιχειρήσεις που αναγκάζονται να περιορίσουν τις θέσεις εργασίας ή τους μισθούς των εργαζομένων
- ΠαρατείνεΙ την ύφεση στην οικονομία, γιατί ο δημόσιος τομέας διαχειρίζεται αναποτελεσματικά και σπάταλα τα χρήματα των φορολογουμένων.
Είναι , λοιπόν , μία λυση η συρρίκνωση του Δημοσίου Τόμεα ή θα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα;
Είναι γεγονός ότι η συρρίκνωση του Δημοσίου θα λειτουργήσει ευεργετικά στον Ιδιωτικό τομέα, αφού ενα μέρος της ανωτέρω σημαντικότατης εξοικονόμισης πόρων θα πάει για την απομείωση του δημόσιου χρέους, ένα άλλο θα επιστρέψει στον ιδιωτικό τομέα και ένα τελευταίο θα καλύψει τη δραστική μείωση των φόρων ,όπου θα είναι μεγάλη ανακούφιση για ενα πολύ μεγάλο ποσοστό του ελληνικού λαού.
Επιπλέον, η ανάπτυξη που θα προέλθει από τη μεταφορά πόρων από το κράτος στην ιδιωτική οικονομία, σε συνδυασμό με τα διαρθρωτικά μέτρα που έχει συμφωνήσει το ελληνικό κράτος με τους δανειστές του να λάβει, όπως η μείωση των γραφειοκρατικών εμποδίων στο επιχειρείν, η άρση των ανελαστικών ρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων κ.ο.κ. ,θα κινητοποιήσει την ελληνική επιχειρηματικότητα και ίσως καταφέρει να ανακόψει το φαινόμενο οι Έλληνες να εξακολουθούν να επενδύουν σε καφετέριες, σουβλατζίδικα και κομμωτήρια και όχι σε δραστηριότητες καινοτόμες και κυρίως με εξαγωγικό προσανατολισμό. Επιπροσθέτως , θα ενθαρρύνει τις εγχώριες και ξένες επενδύσεις , και το κυριότερο, θα αλλάξει τις οικονομικές προοπτικές των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα η οικονομία σύντομα να επιστρέψει στην ανάπτυξη.
Αδύναμη ωστόσο εμφανίζεται η ελληνική οικονομία να αξιοποιήσει την εσωτερική υποτίμηση στην κατεύθυνση αφενός, της μεγαλύτερης αύξησης των εξαγωγών και αφετέρου , της υποκατάστασης των εισαγωγών από την εγχώρια παραγωγή. Οι εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής επιχειρηματικότητας, σε συνδυασμό με την αποεπένδυση στη βιομηχανία ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης, αφαίρεσαν ουσιαστικά τη δυνατότητα να αποτελέσει η εξωστρέφεια το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της ελληνικής οικονομίας και η ύφεση να μετατραπεί σε εφαλτήριο για την περίφημη ανασυγκρότηση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Εάν, λοιπόν, εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή, η αξία των ελληνικών εξαγωγών δεν έχει καταφέρει, δυστυχώς, να σπάσει ακόμη το φράγμα των 17 δισ. ευρώ. Την ίδια ώρα, η μη σημαντική υποκατάσταση των εισαγωγών από τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα, καθιστά την ελληνική οικονομία ευάλωτη όχι μόνο σε εσωτερικούς παράγοντες, όπως η σημερινή απουσία ρευστότητας , αλλά και σε εξωτερικούς.
Δυστυχώς , λοιπόν , τα σοβαρά και χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα παραμένουν υπαρκτά και συνδέονται με την χαμηλή διαρθρωτική ανάπτυξη, τον υπερχρεωμένο ιδιωτικό τομέα καθώς και με ένα μη βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα. Σε συνδυαμό λοιπόν με όλα τα παραπάνω που αναφέρθηκαν, πώς είναι δυνατόν ή μάλλον σε πόσα χρόνια είναι δυνατον, μία χώρα σαν την Ελλάδα να ορθοποδήσει και να βασιστεί σε ένα παραγωγικό μοντέλο που θα της προσφέρει πραγματική και όχι εικονική ανάπτυξη.
Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το παραγωγικό μοντέλο δεν άλλαξε τα χρόνια της κρίσης, και αυτά που πέρασαν και αυτά που διανύουμε, και δεν πρόκειται βέβαια να αλλάξει, καθώς η χώρα στερείται προορισμού και κατεύθυνσης καθώς και προσανατολισμού και στόχευσης. Δεν υπάρχει στρατηγικό σχέδιο στην οικονομία , δηλαδή προς τα πού πρέπει να πορευθεί η χώρα καθώς και τι προιόντα πρέπει να επιλέξει ώστε να έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και να είναι διεθνώς εμπορεύσιμα, ικανά να σταθούν στις διεθνείς αγορές π.χ. τα προιόντα μεταλλουργίας, τα χημικά, τα τυποποιημένα τρόφιμα , οι start uppers κ.ά Ηθελημένα η πολιτεία όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης έκανε το εντελώς αντίθετο , στόχευε δηλαδή σε «κουρασμένα» προιόντα που είχαν άμεση σχέση με το δημόσιο, σε μια απελπισμένη προσπάθεια του κομματικού συστήματος να εξυπηρετήσει συγκεκριμένες πελατειακές ομάδες αλλά όχι την κοινωνία.
Ενδιαφέρθηκαν λοιπόν ποτέ οι πολιτικοί μας για την προάσπιση του συλλογικού συμφέροντος αντί της προάσπισης ατομικών -ιδιοτελών συμφερόντων ομάδων πίεσης ;
Η απάντηση είναι όχι γιατί μέσω αυτού του τρόπου το πολιτικό σύστημα εξασφάλιζε την κομματική αναπαραγωγή του. Σημειωτέον ,επίσης, ότι οι αγορές στην Ελλάδα ήταν και παραμένουν υπανάπτυκτες καθώς και άμεσα εξαρτημένες από την κρατική πολιτική, τις προμήθειες ή τις απορρυθμίσεις του δημοσίου . Για αυτό και πρέπει να αναδυθεί μία υγιής, νέα και έξυπνη επιχειρηματικότητα. Από την άλλη , είναι ευρέως γνωστό ότι η αναγέννηση έρχεται μέσα από μία δημιουργική καταστροφή . Μήπως , λοιπόν, είναι καιρός να «ψάξουμε» και να κυνηγήσουμε και εμείς, δηλαδή η Ελλάδα, αυτή τη τροχιά ανάπτυξής όπου μέσα από ένα βίωσιμο παραγωγικό μοντέλο θα δοθεί το έναυσμα για ανταγωνιστικότητα και ανάπτυξη;