Στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, όλα σχεδόν έμοιαζαν να εξελίσσονται θετικά για την Ευρωπαϊκή Ενωση, παρ? ότι η μεγάλη διεύρυνση δημιουργούσε ένα δύσκολα διαχειρίσιμο σύνολο. Τα πρώτα σημάδια της κρίσης στο επίπεδο της «ευρωπαϊκής» διακυβέρνησης εμφανίστηκαν με την απόρριψη του Σχεδίου Συνταγματικής Συνθήκης το 2005 με τα δημοψηφίσματα στη Γαλλία και την Ολλανδία. Οι πρώτοι τριγμοί στο οικοδόμημα είχαν ήδη αρχίσει και αρκετοί διορατικοί συγγραφείς προειδοποιούσαν ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει αβέβαιο μέλλον*.
Η ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ των δύο βασικών πυλώνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της Γαλλίας και της Γερμανίας, υπέρ της ενωμένης πλέον Γερμανίας, η συνεχιζόμενη υπονόμευση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης από τη Βρετανία, οι μεγάλες ανισότητες μετά τη διεύρυνση και η έλλειψη προσήλωσης στην ευρωπαϊκή ιδέα από τις νέες χώρες του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού, οι μεγάλες δυσκολίες στη χάραξη μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής, η αδυναμία δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής έξω από το πλαίσιο του ΝΑΤΟ, είχαν ανακόψει τη δυναμική της ευρωπαϊκής ενοποίησης, παρά την ήδη λειτουργούσα στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης νομισματική ένωση.
Το 2007 στη Λισαβόνα, με γερμανική πρωτοβουλία, υπογράφηκε νέα Συνθήκη, που περιλάμβανε τα βασικά ενοποιητικά σημεία της Συνταγματικής Συνθήκης μέσα σ? ένα κλίμα μειωμένου ενθουσιασμού για την ευρωπαϊκή ιδέα. Μέσα σ? αυτή την ατμόσφαιρα χαλάρωσης της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση το 2007-2008 στις ΗΠΑ και γρήγορα εξαπλώθηκε στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση και ιδιαίτερα η Ευρωζώνη βρέθηκαν απροετοίμαστες να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση. Κάθε χώρα-μέλος προσπάθησε περισσότερο μεμονωμένα παρά συλλογικά να εφαρμόσει πολιτικές περιορισμού των ζημιών χρησιμοποιώντας δημόσιο χρήμα για να καλύψει τα ανοίγματα του τραπεζικού τομέα και να συγκρατήσει την κατάρρευση της βιομηχανικής παραγωγής
Τ ο πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο στις λιγότερο ισχυρές οικονομίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, οι οποίες ήταν ήδη υπερχρεωμένες, καθώς, μετά την ένταξή τους στην Ευρωζώνη, μπορούσαν να δανείζονται με χαμηλά επιτόκια για να ικανοποιήσουν συσσωρευμένα, συχνά πελατειακού τύπου, αιτήματα των κοινωνιών τους για κατανάλωση ανάλογη με αυτή των χωρών του Ευρωπαϊκού Κέντρου (σε προφανή αναντιστοιχία με τις παραγωγικές τους δυνατότητες), χωρίς να μπορούν να αντισταθούν, ως ώφειλαν, εφαρμόζοντας τους κανόνες της Ευρωζώνης.
Οταν οι διεθνείς αγορές ήταν πλέον απρόθυμες να χρηματοδοτήσουν τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματά τους και να συνεχίσουν να δανείζουν τα τραπεζικά τους συστήματα με «ανεκτά» επιτόκια, οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας στράφηκαν για βοήθεια στις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου. Ομως η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης δεν άφηνε περιθώρια εκδήλωσης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, καθώς δεν υπήρχε κανένας μηχανισμός ανάληψης των χρεών των χωρών-μελών, που θα είχαν ανάγκη, από το σύνολο της Ευρωζώνης. Οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί κατασκευάστηκαν «εκ των ενόντων» για να βοηθήσουν να αποφευχθεί η ανοιχτή χρεοκοπία χωρών-μελών όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία. Η ευρωπαϊκή συνδρομή για την αναγκαία προσαρμογή επιχειρείται χωρίς κοινοτική αλληλεγγύη για να «διορθωθούν» τα λάθη οικονομικής πολιτικής. Επιχειρείται μάλλον με τιμωρητική διάθεση για να «πληρωθούν» τα λάθη που διέπραξαν οι κυβερνήσεις και οι τράπεζες των χωρών-μελών που βρίσκονται στην ανάγκη να ζητούν τώρα βοήθεια.
Ετσι, στην Ε.Ε. αυξάνεται η αμφισβήτηση θεσμών και συμπεριφορών εξαιτίας της σημερινής οικονομικής κρίσης, καθώς βυθίζει στην ύφεση και στη φτώχεια όλες σχεδόν τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Η βοήθεια που τους προσφέρει το ευρωπαϊκό κέντρο με γερμανική ηγεσία φαίνεται ότι δεν είναι ούτε αρκετή ούτε κατάλληλη για να ξεπεράσουν τα μεγάλα προβλήματά τους. Με τον τρόπο αυτό υπονομεύεται ανεπανόρθωτα η ευρωπαϊκή ιδέα και το μέλλον της Ε.Ε. γίνεται άδηλο.
* Taylor Ρ., «Το αβέβαιο μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», επιμ. ελληνικής έκδοσης: Ν. Μαραβέγιας, Αθήνα, εκδόσεις Κριτική, 2010