Η δύσκολη μετεκλογική περίοδος στη Γερμανία ξεκίνησε με την βαρύγδουπη – και καταχειροκροτούμενη – δήλωση Σουλτς ότι το SPD δεν πρόκειται να συμμετάσχει ξανά σε κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού. Ο νέος και πολλά υποσχόμενος με την εμφάνισή του, πριν ένα χρόνο περίπου, πρόεδρος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας είχε βρει ένα εύκολο πρόσχημα για να δικαιολογήσει την μεγαλύτερη σχεδόν μεταπολεμική εκλογική κατρακύλα του κόμματός του.
Οι συνέπειες της «επαναστατικής» αυτής δήλωσης είναι γνωστές. Οι Χριστιανοδημοκράτες υποχρεώθηκαν σε διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό της κυβέρνησης Τζαμάικα που οδηγήθηκαν σε πλήρες αδιέξοδο. Η Μέρκελ, παρά το ότι έπαιζε την καγκελαρία της κορώνα-γράμματα, δεν υποχώρησε στους όρους που έθεσαν οι Φιλελεύθεροι ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση, τόσο στην οικονομική πολιτική όσο και στο μεταναστευτικό, συμπλέοντας σε αρκετά σημεία με τους Πράσινους.
Ο σοσιαλδημοκράτης Πρόεδρος Φρανκ Στάινμαγερ πήρε πρωτοβουλία προκειμένου η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης να αποφύγει τις νέες εκλογές και την παράταση της ακυβερνησίας. Ο Σούλτς ξαναγύρισε «ηρωικά» στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τον μεγάλο συνασπισμό. Και η ιστορία θα καταγράψει την συνειδητή του ανευθυνότητά να προτιμήσει να νίψει τας χείρας του από το να παραδεχθεί ότι δεν κατάφερε προεκλογικά, παρά τις ευνοϊκές συνθήκες που του παρουσιάστηκαν, να πείσει τους Γερμανούς πολίτες για την αξιοπιστία των προτάσεων του κόμματός του.