Μια ανταπάντηση στον κ. Ζαρέτο
Κύριε Ζαρέτο,
Δεν είμαι ούτε μέλος, ούτε οπαδός, ούτε ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ. Θα συμφωνούσα με το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής που κάνετε στο ΣYΡΙΖΑ. Μόνο που δεν θα εκφραζόμουν με αυτό το, ας τον πω, καταγγελτικό ύφος. Θα προσπαθούσα να διαυγάσω τούς «κόσμους σημασιών» και τις αντιφατικές «τάξεις του λόγου» μέσα και διαμέσου των οποίων τα διάφορα ρεύματα του ΣΥΡΙΖΑ νοηματοδοτούν τις πολιτικές τους επιλογές, με την (μάλλον ψεύτικη) ελπίδα ότι θα συνδράμω σε έναν στοχασμό και σε μια διαβούλευση που ενδεχομένως θα οδηγήσει σε αλλαγές.
Ωστόσο, στο άρθρο μου δεν αναφέρθηκα στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο σκοπός μου ήταν άλλος.
Πρώτον, να ξεκινήσω μια συζήτηση γύρω από αυτό που βλέπω ως το αδιέξοδο της κεντροαριστεράς (ή της σοσιαλιστικής, σοσιαλδημοκρατικής, μεταρρυθμιστικής, κυβερνώσας αριστεράς): το ότι προσπαθεί να βρει λύσεις για την ελληνική (και ευρωπαϊκή) κρίση μέσα στον «κόσμο σημασιών» και την «τάξη του λόγου» που δημιούργησε και θεσμοθέτησε ο νεοφιλελευθερισμός – συγκροτώντας έτσι μια αντικειμενική πραγματικότητα στην Ευρώπη και στον κόσμο, αναπαραγόμενη από σχέσεις εξουσίας, η οποία επίσης προκαθορίζει το τι είναι ρεαλιστικά εφικτό και τι όχι. Το ότι δηλαδή προσπαθεί να βρει «ρεαλιστικές» λύσεις μέσα σε αυτήν την «αντικειμενική πραγματικότητα». Θα επανέλθω εκτενέστερα σε αυτά τα θέματα σε μελλοντικό άρθρο μου.
Στο άρθρο μου που μας αφορά ισχυρίστηκα, και δεν πρωτοτυπώ σε αυτό, ότι αυτή η τάξη του νεοφιλελεύθερου λόγου οδήγησε στην κρίση του 2008, και την Ευρώπη σε μια βαθειά κρίση η οποία συνεχίζεται και σήμερα με την μορφή του αποπληθωρισμού, ο οποίος συμπεριλαμβάνει και χώρες εκτός ευρώ, όπως η Σουηδία, και για τον οποίον δεν υπάρχουν ούτε καν θεωρητικές λύσεις μέσα στην τάξη του νεοφιλελεύθερου λόγου. Εξ ου και η πρωτοφανής – και απελπισμένη, όπως την ονόμασαν οι κριτικοί – απόφαση της Εθνικής Τράπεζας της Σουηδίας να μειώσει το επιτόκιο στο μείον 0,1% – που σημαίνει ότι οι τράπεζες θα πληρώνουν για να καταθέσουν τα χρήματά τους στην Εθνική Τράπεζα. Ισχυρίστηκα επίσης, χωρίς πάλι να πρωτοτυπώ, ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να βγει από αυτήν την κρίση χωρίς να αλλάξει έστω και κάποιες πλευρές αυτής της τάξης του λόγου της – αυτό άλλωστε ζητούν και οι αμερικανοί – και ότι η κρίση της Ελλάδας και όλων των άλλων χωρών της περιφέρειας δεν μπορεί να ξεπεραστεί χωρίς το ξεπέρασμα της Ευρωπαϊκής κρίσης.
Ποιά ρεαλιστική λύση μέσα σε αυτήν την αντικειμενική πραγματικότητα επιδιώκει η κεντροαριστερά – εκτός από τον μύθο της ανάκαμψης που αναπαράγεται στην Ελλάδα (για την ελληνική κρίση) και στην Ευρώπη (για την ευρωπαϊκή κρίση) εδώ και τρία χρόνια; Ποιο είναι το θετικό όραμα της κεντροαριστεράς;
Δεύτερον, ισχυρίστηκα ότι η στρατηγική της ελληνικής ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ είναι άκρως ορθολογική, ότι προτάσσει μια άλλη τάξη του λόγου η οποία όμως είναι μέσα στο πλαίσιο του «κόσμου σημασιών» και των θεσμών της ευρωπαϊκής ένωσης, ένας λόγος που η Ευρώπη τον έχει ανάγκη για να ξεπεράσει και την δική της κρίση. Αν θέλετε, κατά την γνώμη μου, τον λόγο αυτό που πρέπει να αρχίσει να αρθρώνει η ευρωπαϊκή αριστερά, αν θέλει να αλλάξει την Ευρώπη. Από μια ριζοσπαστική αριστερή προοπτική (του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα) θα μπορούσε κανείς να κάνει κριτική σε αυτόν τον λόγο ως «μετριοπαθή», κατά το «Μια Μετριοπαθής πρόταση για την επίλυση της κρίσης του ευρώ» του Βαρουφάκη. Η μετριοπάθεια αποβλέπει σε λύσεις μέσα στο πλαίσιο των υπαρχόντων θεσμών (στηριγμένη στην θεωρητική ιδέα ότι οι θεσμοί που κτίζονται μέσα στο πλαίσιο μιας τάξης του λόγου έχουν μια σχετική αυτονομία ως προς την τάξη αυτή του λόγου, και έτσι μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για άλλους σκοπούς).
Καθώς έγραφα αυτές τις γραμμές παρακολούθησα το άκρως ανορθολογικό και άκρως αντιδημοκρατικό τελεσίγραφο του EUROGRUP – και η άκρως ορθολογική, διαλλακτική και μέσα στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού «παιχνιδιού», τοποθέτηση του κ. Βαρουφάκη. Ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχτούν τα πράγματα, ανοίγεται μια δυνατότητα η φιλελεύθερη τάξη του λόγου που κυριαρχεί στην Ευρώπης και αυτή που προτάσσει η Ελλάδα να γίνουν αντικείμενο στοχασμού και διαβούλευσης των ευρωπαίων πολιτών στον ευρωπαϊκό δημόσιο χώρο – αν υπάρχει ένας τέτοιος χώρος και αν υπάρχουν τέτοιοι πολίτες. Δεν ρωτήθηκαν για παράδειγμα οι γερμανοί πολίτες αν ήθελαν να αναλάβουν την ευθύνη για το ελληνικό χρέος, αντί να επιβαρυνθούν οι ιδιοκτήτες των τραπεζών που ανταγωνιζόντουσαν να δανείσουν την Ελλάδα (κάτι που σκανδαλωδώς ονομάστηκε αλληλεγγύη); Την δυνατότητα η πολιτική θέληση να αντικαταστήσει τις τεχνοκρατικές λύσεις, οι οποίες αναγκαστικά κινούνται μέσα στο πλαίσιο της κυρίαρχης τάξης του λόγου. (Μόλις άκουσα την δήλωση του κ. Μοσκοβισί ότι τώρα θα πρέπει να αφήσουμε τις ιδεολογίες και να κυριαρχήσει η λογική! Η νεοφιλελεύθερη τάξη του λόγου έγινε λογική. Αυτός άλλωστε είναι και ο θεωρητικός προσδιορισμός μιας τάξης του λόγου – ιδέες, συνυφασμένες με σχέσεις εξουσίας δημιουργούν μια πραγματικότητα η οποία μεταξύ άλλων προσδιορίζει και το τι είναι λογικό. Οτιδήποτε έξω από αυτήν την τάξη του λόγου εκλαμβάνεται ως παράλογο.)
Επαναλαμβάνω ότι κατά την γνώμη μου, όλο αυτό το παιχνίδι που παίζεται τώρα γύρω από τον όρο «παράταση» αφορά στις τρεις κόκκινες γραμμές που έβαλε η ελληνική κυβέρνηση: τα εργασιακά, οι ιδιωτικοποιήσεις και το πλεόνασμα του προϋπολογισμού. Και οι τρεις αφορούν στην καρδιά της νεοφιλελεύθερης τάξης του λόγου. Είναι πολιτικό σκάνδαλο να ισχυρίζεται ο κ. Σόιμπλε ότι δεν κατάλαβε τις ελληνικές θέσεις. Κατά την γνώμη μου, η ελληνική κυβέρνηση δεν πρέπει να υποχωρήσει ως προς αυτές τις γραμμές, υποχρεώνοντας την πολιτική Ευρώπη να πάρει θέση – και την ευθύνη για τις συνέπειές της, «ότι και αν σημαίνει αυτό».
Βεβαίως, όλα τα παραπάνω μπορούν να αμφισβητηθούν – αυτό σημαίνει διάλογος.
Ναι, είναι αλήθεια κ. Ζαρέτο, όσο ζούμε μαθαίνουμε. Ωστόσο μάθηση, με την βαθύτερη έννοια της παιδείας, προϋποθέτει μια ικανότητα αμφισβήτησης του κόσμου σημασιών και των τάξεων του λόγου μέσα και διαμέσου των οποίων μαθαίνουμε. Αμφισβήτηση δεν σημαίνει απόρριψη αλλά στοχασμό (για το παρόν, στην βάση των επιλογών του παρελθόντος) και διαβούλευση (για το μέλλον), ατομική και συλλογική.
Ίσως κ. Ζσρέτο θα πρέπει να στοχαστείτε και να διαβουλευτείτε γύρω από το εξής ερώτημα: γιατί εκλάβατε την (μάλλον αποτυχημένη) προσπάθειά μου να ανοίξω έναν διάλογο ως προσωπική καταγγελία ότι είστε φιλελεύθερος; Και γιατί αυτή η ανάγκη να αμυνθείτε (σε μια κατηγορία που δεν έγινε) με το ύφος του αγανακτισμένου;
Δεν σας κρύβω κ. Ζαρέτο ότι και εγώ φλέρταρα με αυτήν την ιδέα, ότι επιτέλους οι ευρωπαίοι θα μας υποχρεώσουν να αλλάξουμε, επιτέλους μας βάζουν χέρι. Ένα φλερτ που επίσης υποκινούνταν από την θεωρητική θέση ότι καμιά κοινωνία στην ανθρώπινη ιστορία δεν άλλαξε τον κόσμο σημασιών της, τις τάξεις του λόγου της που συγκροτούσαν την πραγματικότητά της και τις σχέσεις εξουσίας που την αναπαρήγαγαν, χωρίς μια βαθιά οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση. Επιτέλους λοιπόν, να η ευκαιρία – και ήμουν σχεδόν έτοιμος να χαιρετίσω τους γερμανούς ευεργέτες μας (πιθανόν να απώθησα το γεγονός ότι ήδη τους χαιρετούσα). Σε έναν δεύτερο στοχασμό και διαβούλευση ήμουν όμως υποχρεωμένος να αναγνωρίσω δύο πράγματα. Το πρώτο σας το ανέφερα ήδη: δεν μπορεί η Ελλάδα να ξεπεράσει αυτήν την κρίση αν δεν την ξεπεράσει και η Ευρώπη και ότι η κρίση δεν ξεπερνιέται χωρίς αλλαγές στην κυρίαρχη τάξη του λόγου. Το δεύτερο είναι τούτο: Δεν κατάφερε ποτέ, στην ιστορία της ανθρωπότητας, μια κοινωνία να αλλάξει προς κάτι θετικότερο χωρίς ένα θετικό, έστω και ουτοπικό, όραμα για το μέλλον. Μια βαθειά οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση χωρίς θετικό όραμα οδηγεί πάντα στην καταστροφή. Αυτό το πρόβλημα το έχει σήμερα όχι μόνον η ελληνική και ευρωπαϊκή αριστερά αλλά και ολόκληρη η Ευρώπη (θα επανέλθω επί του θέματος).
Για σκεφτείτε κ. Ζαρέτο το εξής πιθανό σενάριο: η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ του ΣΥΡΙΖΑ, με το μετριοπαθέστατο όραμα της ανάκτησης της αξιοπρέπειας και της αλλαγής της ευρωπαϊκής πολιτικής μέσα στο πλαίσιο των υπαρχόντων θεσμών, να μεταρρυθμίσει την Ελλάδα – μέσα σε έξη μήνες υποσχέθηκε ο κ. Τσίπρας τους Γερμανούς –, με την μεταρρυθμιστική αριστερά να παρακολουθεί και να καταγγέλλει!