Είναι συνηθισμένες οι κουβέντες στις παρέες αυτών που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροαριστεροί, μεταρρυθμιστές, σοσιαλδημοκράτες, αυτές τις ημέρες, με το ερώτημα: «Τι θα ψηφίσεις; Τι ψηφίζουμε;». Κουβέντες που περιγράφουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο την εικόνα που παρουσιάζει σήμερα αυτός -ο πιο μεγάλος στην ελληνική κοινωνία- πολιτικός χώρος. Ένας χώρος που θα μπορούσε, σε μια τόσο κρίσιμη για τη χώρα μας εκλογική αναμέτρηση, να αποτελέσει την εναλλακτική λύση στον λαϊκισμό, που προέρχεται από τα δεξιά και τα αριστερά, σκορπίζοντας τη σκόνη των μύθων και των ψευδαισθήσεων, αντί ουσιαστικές λύσεις. Αντ’ αυτού, συνθλίβεται ανάμεσα στον δικομματισμό, που μπορεί να ξεκίνησε μικρός, αλλά γιγαντώνεται μέρα με τη μέρα, προβάλλοντας αδιέξοδα μηνύματα.
Το χειρότερο απ’ όλα είναι πως αντί να στήνονται τα μέτωπα απέναντι σ’ αυτόν τον αντιπαραγωγικό και αδιέξοδο για τη χώρα δικομματισμό, σκάβονται χαρακώματα μεταξύ των διάφορων φορέων που δημιουργήθηκαν στο χώρο της ευρύτερης κεντροαριστεράς ή του κέντρου. Άνθρωποι, φίλοι, σύντροφοι που έκαναν όνειρα από κοινού και αγωνίστηκαν, κοιτάζονται με καχυποψία και αντιπαλότητα, με αιχμές και «απορίες», πώς και γιατί μ’ αυτόν ή τον άλλον, ή πώς συνυπάρχουν ο τάδε με την τάδε σε κοινό φορέα. Για τον τελευταίο αυτόν ισχυρισμό, θα πρέπει να θυμίσω πως ο Γιώργος Καμίνης κατόρθωσε να συμπεριλάβει στον συνδυασμό του για την Αθήνα, πολίτες από την ανανεωτική αριστερά, έως και φιλελεύθερους του Κέντρου, θέτοντας ως κοινό παρανομαστή τη λογική και τις μεταρρυθμίσεις. Και τα πηγαίνει πολύ καλά.
Στήνονται λοιπόν τα χαρακώματα, προκειμένου ο φορέας που επέλεξε ο καθένας να ψηφίσει, να πάρει μισή ή μία μονάδα παραπάνω, λες και αυτό είναι το ζητούμενο για τη μεγάλη Δημοκρατική Παράταξη της Μεταρρύθμισης, του ορθολογισμού και των φιλελεύθερων αξιών που ονειρευτήκαμε.
Και όλα αυτά, διότι στις διάφορες προσπάθειες που προηγήθηκαν για την ανασυγκρότηση του χώρου, επικράτησε το Εγώ των ηγετών, ή των εν δυνάμει ηγετών, που οδηγήθηκαν από προσωπικές στρατηγικές και αναλώθηκαν σε περιδινήσεις γύρω από τον εαυτό τους, αντί να δουν τη μεγάλη εικόνα, την ενότητα και τη σύνθεση για τη δημιουργία του Τρίτου Πόλου, που θα ήταν σήμερα η πραγματική εναλλακτική λύση.
Ακόμη πιο απογοητευτικό είναι πως πολύ συχνά δεν τηρούμε ούτε αυτά που θεωρούμε ότι αποτελούν συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς μας. Ο διάλογος, γινόταν και γίνεται με μεγάλη δυσκολία, συχνά με έλλειψη ανοχής στη διαφορετική άποψη. Πολύ περισσότερο αυτήν την προεκλογική περίοδο. Συχνά -και κυρίως μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα- βλέπουμε ο ένας τον άλλον ως αντίπαλο, αγνοώντας πως μετά τις 25 Ιανουαρίου, όπως και να ‘χουν τα πράγματα, θα χρειαστεί να ξανακαθίσουμε γύρω από ένα τραπέζι και να συζητήσουμε για το μέλλον αυτού του χώρου, για το μέλλον της χώρας. Διότι, όσο ο μεγάλος αυτός χώρος των Δημοκρατικών, Μεταρρυθμιστικών και Προοδευτικών δυνάμεων παραμένει κατακερματισμένος, οι πολίτες θα έχουν να επιλέγουν μεταξύ Σαμαρά και Τσίπρα, ή ομοίων τους…
Τι θα ψηφίσουμε λοιπόν, στις 25 του Γενάρη;