Κατράμι, τέναγος η αναδίφηση, σαν περιμένει κανείς να βγάλει συμπέρασμα, να κρατά τη διδαχή και να την προωθεί ως θέλγητρο και ζέλμπα. Μούργκα οι ερμηνείες, άμμος κινούμενη οι απόλογοι, δύστοπη χώρα η Ιστορία. Για αυτό κι εγώ διστάζω, και τη δοκιμή μου περιαυτολογία καλώ —άλλωστε διατρίβω εν ελλείμματι τέλους και σκοπού, πώς να πάρω στάση ιστορούντος; Έτσι, και στο τρίτο μέρος της προσέγγισής μας για το Εικοσιδύο (μία λέξη, ένας όρος, πολλαπλές και ποικίλες δισδαίμονες και δυσδαιμονικές συνάφειες μαζί). Χάριν υπόσχεσης.
Το 22 είναι η πραγματική ημερομηνία αφετηρία τής σύγχρονης Ελλάδας. Άλλη Ελλάδα και ελληνισμός προ 22, άλλη η Ελλάδα του σήμερα και ο ελληνισμός όπως βιώνεται πλέον μετά το 22. Δεν πρόκειται φυσικά νέτα σκέτα για γενεσιουργό ημερομηνία ούτε απλώς για ιδρυτική ηρωίνη. Αποτελεί το συσταθέν γεγονός, στο οποίο συνέβαλε η διαφωτιστική πορεία τού ελληνικού κράτους από δημιουργίας του στις στάχτες τις πνευματικής εθνεγερσίας του κατά τη συμπλοκή της με το δεσποτικό καταστρεπτικό αίτημα της Μεγάλης Ιδέας, που επισυνάφθηκε στην Ψωροκώσταινα αμέσως μετά το Πρωτόκολλο του Λονδίνου ως απότοκη ρομφαία της αντίδρασης στα Φώτα.
Αν αναζητήσουμε τελικό νικητή στην αναμέτρηση Επανάστασης και Μεγάλης Ιδέας, είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε την επικράτηση της πρώτης, εφόσον το 22 μέσα από την τρομώδη ήττα και την αυτοσυνειδησία που συγχρονικά εισέφερε ενσωμάτωσε την Ελλάδα στην κανονικότητα της νεοτερικότητας 100% —κι αυτό φαίνεται στις εντάξεις και τις επιρροές τού Μεσοπολέμου και του Μεταπολέμου. Η Ελλάδα στάθηκε «ιστορικά» πιο ευρωπαϊκή από πλείστες ευρωπαϊκές χώρες, με σαφώς ευρωπαϊκότερη ιστορική πορεία, όπως π.χ. οι Πορτογαλία και Ισπανία, ή ακόμη και η Σουηδία. Είναι ατυχής η σύγκριση που επιχείρησε (και επέβαλε, ίσως εκκινώντας από οριενταλισμό ή από τον αδήλωτο εθνικισμό που πάντα χαρακτήριζε ένα τμήμα τής ιντελιγκέντσιας της ανανεωτικής αριστεράς ο σπουδαίος Νίκος Πουλαντζάς) μεταξύ Ελλάδας και αμφοτέρων των πρώτων. Αν υπάρχει (κάτι που ακόμη ισχύει) μία χώρα ικανή για συγκρίσεις και καταγραφή αποκλίσεων εν προκειμένω, αυτή προφανώς είναι η Τουρκία, για λόγους που εξηγήσαμε και στο προηγούμενο μέρος της παρούσας, ένα κράτος με έκδηλα επαναστατικότερα νεοτερικά ιστορικά χαρακτηριστικά από αυτά των Ιβηρικών, μολονότι μακράν ανολοκλήρωτο ως προς τη νεοτερικό στάτους που κατέχει.
Ο επικράτης Διαφωτισμός έφερε τη Δημοκρατία και τους θεσμούς της, όχι λιγότερο ισχυρούς από εκείνους που επικράτησαν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Κατέρρευσαν όχι μόνο για «ελληνικούς» λόγους αλλά ακριβώς γιατί συγχρονίστηκαν με την υπόλοιπη Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο πως σε αντίθεση με αυτήν την υπόλοιπη Ευρώπη η Ελλάδα άντεξε ώστε τουλάχιστον υπό την ηγεσία της επιστραμμένης μοναρχίας να μείνει σταθερά στο στρατόπεδο του νεοτερισμού σε όλη τη διάρκεια του Β’ ΠΠ, κάτι που μόνο το ΗΒ μπορεί να καυχάται, και μάλιστα με λιγότερες ταλαντεύσεις από την πολιτική ηγεσία τής Αλβιόνας.
Το 22 «αφελλήνισε» τον Ελληνισμό, αφού για πρώτη φορά η έννοια της ελληνικότητας συνδέθηκε τόσο στενά γεωγραφικά και εθνικά με μία κρατική μορφή και συγκεκριμένη ταυτότητα, ενώ η Διασπορά έπαψε να παίζει κάποιο διακριτικό ρόλο που να διακιολογεί το κεφαλαίο στην καταγραφή της στην ορολογία. Αντί συγκεντρωτισμού η Ελλάς τράπηκε εις ελληνικότητα σε ομογενοποιητικό διαδικαστικό καταναγκασμό προς όλα τα επίπεδα.
Οι νεοδούλοι επήλυδες πρόσφυγες και οι νεοσκλάβοι των Νέων χωρών υποβλήθηκαν με τον αστυνομικό βούρδουλα (ασχέτως ακόμη και αν αποδέχονταν δίχως διαφοροποιήσεις και μειονοτισμούς την «ελληνικότητα» —για τις μειονότητες, εθνοτικές, πολιτισμικές και εθνικές ουδείς λόγος: η μέγκενη έσφιξε ασφυκτικά και ακόμη καλά κρατεί) και την απειλή της περιθωριοποίησης που ξεκινούσε από την αποβολή από τη σχολική τυποποιητική διαδικασία σε μια άνευ όρων και προηγουμένου μεταλλακτική εκστρατεία ομογενοποίησης, λήθης και υποβιβασμού, αφού πρώτα εθνοκαθάρθηκαν με μεγάλες απώλειες λόγω φρικώδους (ισοδύναμης της πολεμικής σύρραξης και των αμελέ ταμπουρού) θνησιμότητας στους δύο κρισιμότερους ηλικιακούς για την αναπαραγωγή ταυτότητας τομείς: τις νεαρές ηλικίες και εκείνες των πρεσβυτέρων. Έτσι ανακόπηκε τόσο η αναπαραγωγική ορμή όσο και η μεταβίβαση ταυτότητας. Για αυτό σήμερα η κοινή ελληνική ταυτότητα αποδέχεται από το θησαυρό των προσφυγικών και νέο-νεολλαδίτικων ταυτοτήτων ως δόκιμη προς ενσωμάτωση την επείσακτη … «κουζίνα» στην νέα, αναγκαστική, πατρίδα.
Φωτεινή εξαίρεση και συνέχεια της διαφωτιστικής γραμμής ενός Κοραή υπήρξε στην Ελλάδα το κίνημα του γλωσσικού ανθρωπισμού —αποκαμωμένου πια και αυτού, όπως κάθε τί λαμπρού στην αποδρομή τής Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, βλ. εδώ τη θλιβερή προ διετίας αποτίμησή μας στη Δυστυχή Ήττα τού Δημοτικισμού. Με τη σημαντική σκευή και προετοιμασία τών δημοτικιστών (ειδική μνεία στη μεγάλη μορφή του Ψυχάρη), με την παιδαγωγική προετοιμασία του ανεπανάληπτου για τα περιφερειακά ευρωπαϊκά δεδομένα Εκπαιδευτικού Ομίλου και με τη θαρραλέα, άδολη, ακομμάτιστη, επίμονη καθοδήγηση στα δημοτικά πράγματα ενός Μανόλη Τριανταφυλλίδη επιδιώχθηκε η ομαλή ένταξη υπό τη σκέπη τής ανθρωπιστικής παιδείας όλων των μελών τής νέας πολύμορφης κοινωνίας. Απαύγασμα των προσπαθειών στάθηκε η Νοελληνική Γραμματική τού Μανόλη Τριανταφυλλίδη, το μνημειώδες έργο, οι ευγενείς σκοποί του οποίου (παρά τις αριστερές και δημοκρατικές του καταβολές) έφτασαν να πείσουν ακόμη και το βασιλικό ζεύγος, ώστε λίγες μόνο μέρες πριν την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα το Υπουργείο Παιδείας (1941) να εκδώσει επίσημα για τα σχολεία το κοινωνικά ενοποιητικό και ειρηνοποιό αυτό έργο.
Κι όμως, οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα δεν επέτρεψαν παρά στις δύο μεταρρυθμίσεις, του 64 και του 76, σταδιακά να εισαγάγουν και να επιβάλουν αυτό που ένωνε την κοινωνία και έκανε επήλυδες και νέους υπηκόους ίσους στο χώρο της εκπαίδευσης και του πνεύματος (και απαρτίωσε η εποπτείας του μεγάλου Εμμ. Κριαρά επανάσταση του μονοτονικού, που τόσο ο Ι. Κακριδής όσο και ο ίδιος ο Τριανταφυλλίδης ολόψυχα είχαν εισηγηθεί). Έτσι, αποφύγαμε (για λίγο) κρεολές και πίτζιν γλώσσες δούλων, όπως αυτές των «προγόνων» μας της δεύτερης και των αρχών τής πρώτης χιλιετίας ΠΚΕ, που φαίνεται πως δημιούργησαν τις αρχαιοελληνικές διαλέκτους. Αντί Κριαρά, Κακριδή, Μαρωνίτη, σήμερα ήδη από τα τέλη της δεκαετίας τού 90 επιβλήθηκε ο ανεπιστήμονας Μπαμπινιώτης και οι ακόμη επωδυνότεροι/ες και επονείδιστοι/ες, η ρεβάνς του Σκότους.
Δεν είναι μόνο θεσμική η τελμάτωση της Δημοκρατίας μας. Ούτε αποτελεί, ιδίως μέσω του Κυπριακού και των άλλων «εθνικών» και τόσο υπερθεματισμένων ζητημάτων απλή ανάμνηση η Μεγάλη Ιδέα στην παρούσα συγκυρία. Είναι πνευματική η προσκόλληση μας στη σισύφεια κατάσταση, αυτοκτονική, παραλογική. Από το 22 ξεκίνησε αντίστροφη κίνηση αποκατάστασης των όρων επανεμφάνισης της Μεγάλης Ιδέας με οραματικές διαστάσεις, εθνικές αλυτρωτικές επιδιώξεις, αμφισβήτηση της Δημοκρατίας, υποτίμηση της νεοτερικότητας και της προόδου, ανάλωση σε έναν υποτελή στην ήττα και στην εσωτερική φεουδαρχία κυκεώνα, αποπνικτική εσωστρέφεια και αυτοκατάφαση. Η ευρωπαϊκή ένταξη της χώρας δεν αρκεί από μόνη της να αναστείλει την επέλαση του μεγαλοϊδεατισμού, ο οποίος συνέτεινε με ολοένα αυξανόμενη επιρροή στη διδακτική και φρικιαστική πομφόλυγα του 15.
Οι Μακρυγιάννηδες δεν παραμονεύουν. Μας καθορίζουν εδώ και δεκαετίες. Απειλούν και πατρονάρουν κυβερνήσεις. Διενεργούν δημοψηφίσματα, συλλέγουν υπογραφές, πληρούν πλατείες και ψηφοδέλτια, καταδιώκουν πρόσφυγες και προσφεύγουν στο όραμα της κοινωνίας κυρίων και δούλων, αφού στους τελευταίους, μετανάστες, πρόσφυγες, φτωχούς κλείνουν τις θύρες τής εκπαίδευσης, πρώτα πρώτα έχοντας πετύχει να τους περιθωριοποιήσουν με τη Γραμματική τής νεοκαθαρεύουσας και με την αρλουμποδιδασκαλία τών αρχαίων από το πρωτότυπο σε δωδεκάχρονα παιδιά.
Να θυμηθούμε: ο νεοελληνικός Διαφωτισμός όπως και ο ευρωπαϊκός δεν υπήρξαν οριενταλιστικοί. Τα κράτη στην πορεία κατέστησαν, και σε αυτό το παράδειγμα της Ελλάδας στάθηκε αφετηριακό (πρβλ. τη Σφαγή τής Χίου τού Ντελακρουά με τους μαύρους «κακούς» αλλά και τη Μάστιγα της Ασίας τού Χόρτον). Εξού και η πλουραλιστική δημοκρατία πρέπει να μετατραπεί σε πολύτροπη όχι απλώς πολύσημη, ώστε να αποβεί πολιτικά υπέρτερη, γόνιμη και ικανή να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις τού δεσποτισμού. Πολύσημη βέβαια σημαίνει: μονοδιάστατη κρατικά νομισματικά, πολυδιάστατη θεσμικά δικαιωματικά εθνικά κοινωνικοεθνοτικά. Εχθρός της κοινότητας και της τοπικότητας σε όφελος των ενώσεων προσώπων και των ελεύθερων συνεργασιών πέρα από ιδιότητες και κληρονομούμενες ταυτότητες. Στη χώρα μας ζητούμε μια Δ’ Ελληνική Δημοκρατία, που θα έχει διακριτή συμμετοχή στην ολοκλήρωση τής Ευρώπης Ομοσπονδίας, η οποία θα αποτελεί λειτουργικό τμήμα τής Ενωμένης Δύσης, αναγκαίου υπόβαθρου της Παγκόσμιας Ενότητας. Αλλιώς Ρωσία.