Πέντε χρόνια στον στενό κορσέ που μας φορέθηκε με το Μνημόνιο,
νοιώθει κανείς ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα. Οι παθογένειες παραμένουν, η νοοτροπία στη χώρα ελάχιστα έχει αλλάξει και οι κυβερνώντες, κυρίως, συνεχίζουν να κάνουν αυτό που έκαναν, επι δεκαετίες και διόγκωσαν τις αδυναμίες και τα προβλήματα της. Η τρόικα βρίσκει την ευκαιρία να μας “τσιγαρίζει”,με υπεροπτικό,τρόπο και να εξαρτώμεθα από τίς διαθέσεις της.Αλλά δίνουμε αφορμές. Ας δεί κανείς τη λογική με την οποία η κυβέρνηση αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα κι οι άλλοι φορείς (ΜΜΕ), χειρίζονται το ζήτημα της διάθεσης του πλεονάσματος που επετεύχθη.
Ο Α. Σαμαράς και ο κυβερνητικός εταίρος του, Ε. Βενιζέλος, υπόσχονται και πάλι παροχολογία, με την απόφαση για ενίσχυση των ενστόλων και των χαμηλοσυνταξιούχων, ενω τα κόμματα της αντιπολίτευσης ζητούν ενίσχυση όσων ζούν κάτω ή στο όριο της φτώχειας. “Οχι” λέει, η απεχθής τρόικα. “Να τα ρίξετε στην ανάπτυξη χρηματοδοτώντας την ενίσχυση της απασχόλησης για να μειωθεί η ανεργία”. Μήπως κι έχουν λίγο δίκιο αλλά δεν μπορεί να το πεί κανείς; Ετσι φαίνεται.Τουλάχιστον σ΄ορισμένα. Τόσο οι κυβερνώντες όσο και η αντιπολίτευση θέλουν άμεσα αποτελέσματα για να εισπράξουν την ψήφο των ευεργετηθέντων, ενόψει των Ευρωεκλογών.Κι όχι μεταρρυθμίσεις ουσίας για να μπούν τα πράγματα μια και καλή στη θέση τους. Αν κάνουμε, ας πούμε, ότι μας λέει η τρόικα, δήλαδή να εφαρμόσουμε την κινέζικη παροιμία- αν δωσεις σε κάποιον να φάει ψάρι, ψάρι θα φάει, το ίδιο και την επόμενη φορά,μα άν τον μάθεις να ψαρεύει θα τρώει κάθε μέρα- τα αποτελέσματα δεν θα εξαργυρωθούν στη κάλπη των Ευρωεκλογών. Θα χρειαστούν κάποιο χρόνο και κόπο και το πολιτικό σύστημα δεν επιθυμεί να περιμένει γιατί θα πρέπει, μέχρι τότε αναγκαστικά, να αποτινάξει τον κακό του εαυτό. Γιατί ποιο είναι περισσότερο ωφέλιμο. Να πάρουν μια μικρή αύξηση οι ένστολοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι για να πληρώνουν τους υπέρογκους φόρους και ακριβά τη διαβιώσή τους ή να χρηματοδοτηθεί μια ουσιαστική μεταρρύθμιση στη Παιδεία ώστε να νοικοκυριά να μην πληρώνουν δίς στα φροντιστήρια ή να σπάσουν τα σκληρά καρτέλ στην αγορά ώστε το καλάθι των καθημερινών αγαθών να γίνει φθηνότερο; Επειδή δεν θέλουν οι αρμόδιοι, φωνάζουν τον ΟΟΣΑ να βγάλει την εργαλειοθήκη του και να ξεχαρβαλώσει τα πάντα. Να έχουν χρήματα για να πληρώνουν την κοινωνική ασφάλεια ή να εκσυγχρονιστούν θεσμικά και οικονομικά τα ταμεία για νοιώθουν ασφάλεια και σταθερότητα οι συνταξιούχοι και οι εργαζόμενοι κι όσοι εκ των ανέργων σταδιακά θα επιστρέψουν στην εργασία έστω και με χαμηλότερες αποδοχές;
Δυστυχώς το πάθημα της κρίσης φαίνεται να μην μας γίνεται μάθημα.
Οι παθογένειες που μας υποχρέωσαν να καταπίνουμε μέρα μέρα το Μνημόνιο για να σταθεί η χώρα στα πόδια της συνεχίζουν κραταιές. Ο τρόπος λειτουργίας του πολιτικού συστήματος- στο οποίο, ας γίνει κατανοητό, συμμετέχουν, όχι μόνο τα κόμματα ,η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, αλλά και το δικαστικό σύστημα , οι δήμοι και οι περιφέρειες, οι συνδικαλιστικοί φορείς, τα ΜΜΕ, κ.α- με έμφαση στην αλληλοεξυπηρέτηση και τις πελατειακές σχέσεις και οι δομές της ελληνικής οικονομίας(π.χ κρατικοδίαιτος καπιταλισμός, αντιπαραγωγικό κράτος, ανάπτυξη με επιδοτήσεις κ.λ.π) παραμένουν, σχεδόν αναλλοίωτα.
Κι εδώ αναδεικνύεται και η μεγάλη ευθύνη όλων των φορέων , κινήσεων προσώπων κι όποιων άλλων στη Κεντροαριστερά. Αντί να συζητήσει αυτά τα μεγάλα ζητήματα στην καρδιά των οποίων βρίσκονται οι Μεταρρυθμίσεις και πώς θα μπούν οι βάσεις για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, εξαντλείται σε αφυδατωμένα σχήματα Ελιάς ή υπερχειλισμένα “Ποτάμια”. Το δρόμο τον δείχνει τηρουμένων βέβαια των αναλογιών η κυβέρνηση ο Ρέντσι , στην Ιταλία. Προχωράει σε σημαντικές φοροαπαλλαγές στα μικρομεσαία εισοδήματα, μειώνει το φόρο για τίς επιχειρήσεις, αυξάνει τον φόρο στους ιδιώτες μετόχους και κόβει τίς σπατάλες του Δημοσίου. Τα λεφτά που εξοικονομεί τα ρίχνει στα δημόσια σχολεία και στη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Δηλαδή κάνει το αντίστροφο από την παροχολογία. Μόνο που εκεί έχει συμμάχους. Τους μεγάλους και μικρούς επιχειρηματίες και το κόμμα της νέας Δεξιάς, με το οποίο συγκυβερνά. Εδώ, όμως, που να γίνουν αυτά; Εθνική συννενόηση δεν υπάρχει. Πολύ περισσότερο διάθεση για συννενόηση στο χώρο της Κεντροριστεράς. Ο Φώτης Κουβέλης το επεδίωξε, για να μην ξεχνιόμαστε, και στην τρικομματική κυβέρνηση. Να γίνει “μέτωπο” ΠΑΣΟΚ -ΔΗΜΑΡ για να κυριαρχούσε ο Σαμαράς. Ο Ε. Βενιζέλος δεν το δέχθηκε. Κατά συνέπεια είναι δύσκολο με τη ψυχρότητα, μετά τα όσα έγιναν, για την Ελιά, να βρεθεί κοινός τόπος. Εκτός κι αν επέλθει η “σοφία” με αφετηρία το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών!