To μαντρί του μακαρίτη  Ευ. Αβέρωφ – Τοσίτσα

Νίκος Γκιώνης 22 Μαρ 2017

 

Η  περίφημη φράση του Αβέρωφ, πως όποιος φεύγει από το μαντρί τον τρώει ο λύκος κι αν γλυτώσει  γυρίζει πίσω, πρωτοειπώθηκε κάπου στα 1954 όταν με αφορμή κάποια εκλογική παραλλαγή, που πρότεινε  η ΕΡΕ  του Κ. Καραμανλή αποχώρησαν από αυτήν ο Γ. Ράλλης  και  ο Π. Παπαληγούρας. Έκτοτε ο μακαρίτης Αβέρωφ –Τοσίτσας την έλεγε συχνά – πυκνά  σε διασπαστικές κινήσεις της ΕΡΕ  ή  της ΝΔ, ενώ απέκτησε ως επιτυχημένη ρήση στοιχεία καθολικότητος  από όλα τα κόμματα, κυρίως τα κατά  καιρούς μεγάλα. Κι όταν λέμε μεγάλα εννοούμε ποσοστά από 30%  και πάνω.

Ο Αβέρωφ, Τρικαλινής καταγωγής, μετά  την υιοθεσία του από τον Μετσοβίτη Τοσίτσα, έγινε κατ’ απονομήν  δημότης Μετσόβου και εδήλωνε  ανάμεσα στα άλλα επαγγέλματα πλην πολιτικής  και αυτό του τσέλιγκα. Για του λόγου το αληθές ξεκαλοκαίριαζε περιπατώντας  στο Μέτσοβο, με χρήση γκλίτσας.

Τα πρώτα μετεμφυλιοπολεμικά  έτη, ο πρωτογενής τομέας παραγωγής της Ηπείρου μα κυρίως του Νομού Ιωαννίνων, έσφυζε από την παραγωγικότητα  προϊόντων αιγοπρόβειας  προελεύσεως,  αν δε περιδιάβαινες το Μέτσοβο του 1970 έβλεπες μεγάλες στάνες – μαντριά, άφθονα αιγοπρόβατα  και πληθώρα παρασκευασμάτων με πηγή το γάλα. Το μεγάλο μαντρί το διοικούσε ο τσέλιγκας – δερβέναγας, που έκαμε και τις συμφωνίες παραγωγής  και ενοικιάσεως χορτολιβαδικών εκτάσεων προς βρώση των ζωντανών.

Κάποιοι φιλόδοξοι μικροτσέλιγκες, κουραζόντουσαν από την δεσποτική ηγεμονία του αρχιτσέλιγκα, στην δούλεψη του οποίου ανήκαν  και μαζί με λιγοστά αιγοπρόβατα, που τους ανήκαν «φεύγαν την τύχη τους να κάμνουν», που γράφει κι ο ποιητής  Στέργιος Νικολάου, συνήθως προς την Άρτα ή άλλες  πρόσφορες περιοχές της Ηπείρου. Στήναν το μαντρί – πολύ μικρότερο του αρχικού – και δούλευαν διπλάσια για  να τα καταφέρουν. Ο αιγοπρόβειος συγκεντρωτικός μονοπωλιακός καπιταλισμός, δεν τους το επέτρεπε κι έτσι οι πολλοί γύρναγαν μισοταπεινωμένοι, ευτυχείς  που δεν κατασπαράχτηκαν από λύκους, μεταφορικώς ή  κυριολεκτικώς.

Τα χρόνια  πέρναγαν και κάποτε περί το 1985 , λένε οι Μετσοβίτες πως ο γέροντας – πιά – Αβέρωφ – Τοσίτσας τους εξήγησε , πως ο φορντισμός στην έγγεια εκμετάλλευση  μίκρυνε τα μαντριά , καλυτέρεψε τις συνθήκες  ασφαλείας  από λύκους και λοιπά απειλητικά σαρκοβόρα , το δε Τοσίτσειον Τυροκομικόν Ίδρυμα παρουσιάζει με λιγότερα αιγοπρόβατα περισσότερα και καλύτερα τυροκομικά , πολλά εκ των οποίων  εξαγώγιμα.

Ούτε λύκοι – ήταν και η ακόρεστη δασική υλοτομία , που τους περιόρισε – , ούτε  ζοφεροί φαντομάδες – φαντάσματα  της νυκτός. Μειώθηκαν κάπως οι χορτολιβαδικές εκτάσεις για το αλανιάρικο φαγητό των αιγοπροβάτων , αλλά λύσεις βρέθηκαν .

Τα μικρά μαντριά μεγάλωναν λελογισμένα, ενώνονταν ή συνεταιρίζονταν  κι ο παλιός αρχιτσέλιγκας δεσπότης δεν υπήρχε. Υπήρχαν βιώσιμες οικογενειακές επιχειρήσεις, που τροφοδοτούσαν το Τοσίτσειο.

Και οι λύκοι των μαντριών; ε , καλά αυτό ήταν και υπερβολικό παρόλα ταύτα αφορούσε σε συμπαγείς μονάδες – κόμματα υψηλών ποσοστών, όχι του 5 ή του 6. Τι σχέση έχουν τα μαντριά και τα πολιτικά; μα για πολιτική λέω τόσην ώρα, χρησιμοποιώντας αιγοπρόβατα στον λόγο.

Αν ζούσε – μια εικασία είναι – είμαι σίγουρος, πως ο πανέξυπνος αρχιτσέλιγκας  της Δεξιάς παρατάξεως, δεν θα χρησιμοποιούσε την ρήση του, γιατί τα πολιτικά – κοινωνικά στάτους άλλαξαν.

Κι όποιος έχει και  οφείλει να πεί το κάτι τις άλλο, μπορεί να το κάνει φεύγοντας , μένοντας , διαφωνώντας , κάνοντας κόμμα , όπως μα όπως νομίζει .

Και σήμερα τα κόμματα δεν είναι μαντριά – σε μεγάλο βαθμό – και οι λύκοι δεν είναι παρά τρομακτικές παραμυθίες – εκβιαστικά διλήμματα  από ένα ανίδεο παρελθόν.

Όποιος μπορεί και θέλει , τολμάει  χωρίς τις παλαιές συναισθηματικές ιστορικότητες , λύκους , ύαινες θα σας γελάσω ….ίσως και τίποτα, παρά μόνον ο φόβος του απότακτου παρία.

Τώρα τέτοια δεν υπάρχουν, γι ΄αυτό  κάντε το σαν τον Γάλλο Εμμανουήλ, τον υποψ. Πρόεδρο: τολμήστε…