Το «πολλαπλό βιβλίο» - ακόμη μια φορά - στην ελληνική εκπαίδευση

Κωνσταντίνος Α. Ζώκος 14 Ιαν 2023

Μια ακόμη φορά - στο τέλος της περασμένης χρονιάς - εμφανίστηκε στο προσκήνιο κυβερνητικών προτάσεων το «πολλαπλό βιβλίο», από την υπουργό που είναι υπεύθυνη για την ελληνική εκπαίδευση. Αναφέρεται ως «μία ακόμη σημαντική μεταρρύθμιση», η οποία «δίνει τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς να επιλέγουν το βιβλίο από το οποίο επιθυμούν να διδάξουν στην τάξη» και τίθενται ως στόχοι της ενέργειας αυτής «η απομάκρυνση από το ένα και μοναδικό βιβλίο και την αποστήθιση, ο συνδυασμός πηγών από τους μαθητές και η περαιτέρω ανάπτυξη της κριτικής τους σκέψης». Μάλιστα, παρουσιάστηκε από κύκλους του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) ως «εκπαιδευτική τομή μεγάλης κλίμακας, εξαιρετικά σύνθετη και δύσκολη στην υλοποίησή της» [1].

Είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι το εγχείρημα δεν είναι καινούργιο: το «πολλαπλό βιβλίο», με την ίδια ή ανάλογη μορφή ως πρόταση παρουσιάστηκε κατά τη δεκαετία του 1990, από το ΠαΣοΚ και φυσικά υλοποιήθηκε ακριβώς με τη διαδικασία που αναφέρεται από την ανακοίνωση της κ. Υπουργού, καθώς η επιλογή και τότε έγινε «ανάμεσα στα εγκεκριμένα βιβλία». Η πρόταση και η εφαρμογή της κατά τη δεκαετία του 1990, έγινε ως μέρος της εκπαιδευτικής αλλαγής που, τότε, το ΠαΣοΚ προώθησε, με τη σύνταξη - για πρώτη φορά - Ενιαίου Πλαισίου Προγραμμάτων Σπουδών και με βάση τα επιμέρους προγράμματα σπουδών των διαφόρων γνωστικών αντικειμένων, τα οποία προηγήθηκαν, της συγγραφής των «νέων βιβλίων».

Βέβαια, τότε, υπήρξε έντονος προβληματισμός για τη μορφή της «πολλαπλότητας» του σχολικού βιβλίου, ο οποίος θα μπορούσε να μεταφερθεί και στη πρόσφατη πρόταση της Υπουργού που είναι αρμόδια για την εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής της Κυβέρνησης. Δυο από τις κύριες διαδρομές του προβληματισμού που εμφανίστηκαν (και λογικά μπορεί να προβληματίζουν και σήμερα) είναι:

Θα υπάρξει συγγραφή δυο ή περισσοτέρων σχολικών βιβλίων για τα διάφορα γνωστικά αντικείμενα. Από αυτά, οι διδάσκοντες το γνωστικό αντικείμενο εκπαιδευτικοί,

(α) θα επιλέξουν το ένα, το οποίο - αυτό και μόνο - θα διδάσκονταν στη σχολική μονάδα που το επέλεξε;

(β) θα μπορούσαν να αντλούν στοιχεία από όλα τα «εγκεκριμένα βιβλία» και για να διαμορφώσουν τη δική τους - κατάλληλη για κάθε μαθητικό περιβάλλον - διδακτική προσέγγιση, είτε ατομικά είτε ως σχολική μονάδα;

H έννοια της πολλαπλότητας εμφανίζεται να μην υπηρετείται ή να υπηρετείται ατελώς στο πλαίσιο του ερωτήματος (α), αφού στην περίπτωση αυτή θα υπάρχει μόνο ένα βιβλίο - αυτό που επιλέγεται από τους εκπαιδευτικούς - και θα παραμένει ουσιαστικά το μοναδικό βιβλίο που θα (εξ)υπηρετεί το έργο των εκπαιδευτικών. Τα άλλα, αυτά που δεν θα επιλεγούν «από τα εγκεκριμένα βιβλία», από τα πράγματα θα υποχωρήσουν ως οντότητες εκπαιδευτικής διαδικασίας, αφού το έργο θα μπορεί να εξυπηρετηθεί από το βιβλίο που θα επιλεγεί. Το (πολιτικό) «πλεονέκτημα» σε αυτή την περίπτωση είναι ότι αυτή η ατελής πολλαπλότητα του βιβλίου μπορεί να «κουμπώσει» σε όποια εκπαιδευτική διαδικασία και κυρίως σε αυτή που μέχρι τώρα είναι κυρίαρχη στο εκπαιδευτικό σύστημα.

Στο πλαίσιο του ερωτήματος (β), η έννοια της πολλαπλότητας είναι περισσότερο πλήρης και πιο εμφανής, αφού στην περίπτωση αυτή δεν θα υπάρχει μόνο ένα βιβλίο αλλά περισσότερα και ο εκπαιδευτικός θα μπορεί - χρησιμοποιώντας όλα «τα εγκεκριμένα» βιβλία ή πακέτα - να συγκροτεί πρωτότυπες και ξεχωριστές διδακτικές προσεγγίσεις, αναπτύσσοντας πρωτοβουλίες για την (εξ)υπηρέτηση του έργου του. Το (πολιτικό) «μειονέκτημα», όμως, σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι, η πλήρης πολλαπλότητα του σχολικού βιβλίου ή πακέτου, θα μπορούσε να αλλάξει με επαναστατικό τρόπο την εκπαιδευτική διαδικασία, οδηγώντας όλο το σχολείο σε μια ουσιαστική και σχεδιασμένη πραγματική αλλαγή.

Όταν εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το «πολλαπλό βιβλίο», κατά τη δεκαετία του 1990 από την κυβέρνηση του ΠαΣοΚ, επιλέχθηκε η εφαρμογή να είναι στο πλαίσιο που θέτει το ερώτημα (α). Έτσι, δημιουργήθηκαν περισσότερα από ένα διδακτικά πακέτα (όχι απλά βιβλία), από αυτά - τα εγκεκριμένα - αφού τέθηκαν στην κρίση επιλογής των εκπαιδευτικών των σχολικών μονάδων, επιλέχθηκε ένα και αυτό τελικά (εξ)υπηρέτησε το έργο των δασκάλων των διαφόρων γνωστικών αντικειμένων. Η πολλαπλότητα του διδακτικού υλικού, από τα πράγματα φαίνεται πως τελικά δεν επηρέασε επί τα βελτίω την εκπαιδευτική διαδικασία, δεν άλλαξε σχεδόν τίποτε και το εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς καμιά βελτίωση συνέχισε την πορεία πτώσης για να φτάσει στην σημερινή του κατάσταση. Η έννοια της πολλαπλότητας εκφυλίστηκε και στο τέλος το σύστημα επανήλθε στην προηγούμενη κατάσταση την οποία υποτίθεται ότι ήθελε να ανατρέψει

Φαίνεται πως η πρόταση της σημερινής Υπουργού της Εκπαίδευσης, της κ. Κεραμέως, με τον τρόπο που παρουσιάστηκε, ούτε χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία ούτε μπορεί να θεωρηθεί καινοτόμος. Φαίνεται ότι και πάλι ακολουθείται το πλαίσιο εκείνο που έχει το (πολιτικό) «πλεονέκτημα» της εφαρμογής σε μια εκπαίδευση υποβαθμισμένη, χωρίς να αλλάζει κάτι, παρά τις διακηρύξεις ότι με αυτό ο μαθητής/τρια θα απομακρυνθεί «από το ένα και μοναδικό βιβλίο και την αποστήθιση». Έτσι, η εκτίμηση είναι πως δεν θα υπάρξει «ο συνδυασμός πηγών από τους μαθητές και η περαιτέρω ανάπτυξη της κριτικής τους σκέψης» και αυτό, μάλιστα, θα πρέπει να συνδυαστεί με τον κυρίαρχο μηχανισμό που έχει υποτάξει το σχολικό σύστημα σε μια κατάσταση πτώσης: το φροντιστήριο. Εδώ, όμως, τα πράγματα μπερδεύονται, αφού εμπλέκονται πλέον και άλλα ζητήματα που συνδέονται με την οικονομία, την ανεργία, την κοινωνική αλλοτρίωση κά..

Αναφορές:

[1] https://www.amna.gr/home/article/699285/ - Άντληση 09/01/2023, 23:45