Πριν 2-3 χρόνια ήμουν στη Θεσσαλονίκη και στο τελευταίο κτίριο της Πλατείας Αριστοτέλους αριστερά, δίπλα στη θάλασσα, στον πιο ψηλό του όροφο, στο πιο όμορφο διαμέρισμα του, το γωνιακό, είδα να λικνίζεται νωχελικά απολαμβάνοντας τις θωπείες του νοτιά, η ελληνική σημαία. «Ποια δημόσια υπηρεσία βρίσκεται σε τόσο προνομιακή θέση, βρε παιδιά;» ρώτησα τους ντόπιους της παρέας, γιατί κάτι εξακολουθεί να μου λέει μέσα μου ότι μόνο τα δημόσια κτίρια έχει νόημα να φέρουν σημαία. «Υπηρεσία; Το σπίτι του Τσοχατζόπουλου είναι!», με πληροφόρησαν.
Πιθανόν ο κ. Τσοχατζόπουλος να είχε σηκώσει την εθνική σημαία γιατί ανέκαθεν ανήκε στο λαϊκό και πατριωτικό ΠαΣοΚ, εγώ όμως ένιωσα ευγνωμοσύνη εκείνη τη στιγμή: ένιωσα πως ψιλοκατοικούσα στο διαμέρισμα αφού κυμάτιζε εκεί το σύμβολο του λαού και του έθνους στα οποία μετέχω. Θεώρησα το φλάμπουρο ειλικρινή δήλωση ότι στο δημόσιο ανήκει στην πραγματικότητα αυτό το διαμέρισμα, με δημόσιο χρήμα αγοράστηκε – και ας μην είναι από αυτά για τα οποία φυλακίστηκε ο «Άκης», όπως αγαπησιάρικα τον αποκαλούσαν όλοι την εποχή της δόξας του. Προφανώς από τους μισθούς του αγοράστηκε και αυτό, όπως και ό,τι άλλο του ανήκει, αν του ανήκει κάτι και δεν είναι όλα ιδιοκτησίες εξωχώριων εταιριών που του τα νοικιάζουν σε φιλικές τιμές.
Μετέχουμε δια της σημαίας, λοιπόν, στο βιός του παρολίγον πρωθυπουργού της χώρας καίτοι καμιά ενοχή δεν υπάρχει: όλοι μαζί στο ΚΥΣΕΑ αγοράσαμε τα υποβρύχια, λέει ο Α. Τσοχατζόπουλος· όλοι μαζί τα φάγαμε τα δανεικά, λέει ο Θ. Πάγκαλος. Όχι μόνο με τα υποβρύχια είναι όλα εντάξει αλλά και κάποια από τα σπίτια της Εργατικής Εστίας φρόντισε να πάνε σε ψηφοφόρους του ο κ. Τσοχατζόπουλος. Ούτε ο κ. Πάγκαλος διόριζε μόνο την οικογένεια στο δημόσιο, κάποιοι ψηφοφόροι του επωφελήθηκαν, καθόλου δεν αμφιβάλλω. Δεν είναι «μοναχοφάηδες» οι πολιτικοί μας, αν έκανε ο «Άκης» μόνος του τον γάμο στο George V, είναι επειδή απαγορεύεται η πολυγαμία. Αν επί χρόνια δεν παρελάμβανε τα υποβρύχια η ΝΔ, έφταιγε το ότι ήσαν κακοφτιαγμένα – θυμάστε τα δημοσιεύματα για τον «Παπανικολή» που γέρνει; Προφανώς, οι μίζες είχαν τοποθετηθεί μονόμπαντα· κάποια στιγμή έγινε το θαύμα, κατανεμήθηκαν σωστά τα φορτία, ισορρόπησε ο «Παπανικολής», ενετάχθη στον εθνικό στόλο, κυματίζει περήφανη η σημαία πάνω του όταν δεν είναι σε κατάδυση.
Κλέφτες οι πολιτικοί, βοά το φασισταριό, δεξιό και αριστερό. Οι βασιλιάδες και οι αυτοκράτορες δεν χρειάστηκε να κλέψουν ποτέ γιατί έτσι ή αλλιώς δικός τους ήταν όλος ο δημόσιος πλούτος· και αν έκλεβαν οι αυλικοί ή οι γραφειοκράτες, τον βασιλιά έκλεβαν, όχι την πατρίδα. Με τη δημοκρατία μόνο μπορεί να υπάρχουν κλοπές και κλέφτες· αν θυμηθούμε τι συνέβαινε στην αθηναϊκή κοιτίδα της, τα έργα και τις ημέρες σεβαστών προσωπικοτήτων όπως ο Θεμιστοκλής αλλά και αλητών όπως ο Αλκιβιάδης, καταλαβαίνουμε πως δεν υπήρξαν ποτέ τέλειες δημοκρατίες – διαφέρουν όλες στο βαθμό ατέλειας, η δική μας παίρνει άριστα στα ελαττώματά της.
Οι δημοκράτες πολιτικοί μας νομοθέτησαν για τους εαυτούς τους δικαιώματα αντίστοιχα με τα βασιλικά: να μη διώκονται, να μη δικάζονται, να προστατεύονται από χιλιάδες αστυνομικούς, να εξυπηρετούνται από ακόμη περισσότερες χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους· αλλά και θνητών δικαιώματα νομοθέτησαν για τους εαυτούς τους, καλούς μισθούς, ακόμη καλύτερες συντάξεις. Διατήρησαν το κράτος τριτοκοσμικό για να μπορούν να το ελέγχουν κόμματα και πολιτικοί σαν μικροί βασιλιάδες – και όλα αυτά τα άθλια που έκανε ανέκαθεν ο δικοματισμός, βόλευαν και την Αριστερά στο όνομα της τέλειας δημοκρατίας που θα εγκαθιστούσε: τα επαναστατικά κόμματα έπρεπε να επωφελούνται από τις πολιτικές παροχές προς τους αστούς πολιτικούς για να γίνονται δυνατότερα και να ανατρέψουν το φαύλο καθεστώς – γιατί είναι άλλης ποιότητας άνθρωποι αυτοί των αριστερών κομμάτων.
Άλλης ποιότητας άνθρωποι δεν υπάρχουν: στα μεγάλα σύνολα και στις μεγάλες διάρκειες θα συναντήσουμε σε ίδιες περίπου αναλογίες κλέφτες και έντιμους, έξυπνους και ηλίθιους, δίκαιους και άδικους, άξιους και γελοίους. Για τα κόμματα του δικομματισμού μαθαίνουμε το ποιόν τους από τον τρόπο που διοικούν αλλά για τα κόμματα που έχουν βολευτεί δεκαετίες τώρα στην αντιπολίτευση δεν μαθαίνουμε τίποτα – έπρεπε να περάσουν 60 χρόνια για να παραδεχθεί ο Λεωνίδας Κύρκος ότι η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του ΚΚΕ την εποχή του εμφύλιου ήσαν άνθρωποι «γελοίοι, χωρίς καμιά παιδεία … όμως εκείνη την εποχή τους έβλεπα τους ανθρώπους αυτούς σαν γίγαντες». Όταν υπάρχει αδιαφάνεια, πίσω από αξίες σεβαστές και γιγάντια κινήματα κρύβονται συχνά ανήθικοι άνθρωποι και πολιτικοί νάνοι.
Το θέμα δεν είναι να βρεθούν άλλης ποιότητας πολιτικοί – το θέμα είναι αν υπάρχουν οι θεσμοί που εμποδίζουν τους κλέφτες ηλίθιους γελοίους και άδικους να έχουν το επάνω χέρι. Στη χώρα μας δεν υπάρχουν, για τούτο βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, όχι επειδή έχουμε τους χειρότερους πολιτικούς ούτε επειδή είμαστε ο χειρότερος λαός. Απαιτούνται διαρθρωτικές αλλαγές για να πάψουν οι πολιτικοί μας να απολαμβάνουν δημοκρατικότατα την ιερότητα που είχαν οι ελέω Θεού βασιλείς που καταργήθηκαν εν ονόματι της δημοκρατίας.
Και ως τώρα δεν έχω ακούσει από κανένα κόμμα να προτείνει τέτοιες διαρθρωτικές αλλαγές – το είδαμε και στην τροπολογία για την χρηματοδότηση των κομμάτων που υπερψηφίστηκε από 155 μόνο βουλευτές και από δύο μόνο κόμματα αλλά θα επωφεληθούν από τις ρυθμίσεις και οι 300 και όλα τα κόμματα. Κανείς δεν παραιτείται από τα εις βάρος μας προνόμιά του. Ο κ. Μάνος που επί του θέματος απευθύνθηκε στην ΕΕ, 30 χρόνια τώρα μας λέει ότι χρειάζεται «μικρότερο κράτος» αλλά ποτέ δεν παραιτήθηκε ως βουλευτής από την κουστωδία υπαλλήλων που του χορηγεί το κράτος. Εκατό χρόνια τώρα το ΚΚΕ καταγγέλλει το «μαύρο χρήμα» που ενισχύει τα «αστικά κόμματα», αλλά ανέχεται την κατάσταση και δεν θέλει να αλλάξει γιατί του επιτρέπει να διαχειρίζεται αδιαφανώς και επικερδώς το δικό του «κόκκινο χρήμα».
Δεν υπάρχει πια δημόσιο χρήμα να μοιραστεί (πάντως για να κλαπεί, υπάρχει, ας το θυμόμαστε αυτό) και είναι γελοίο να εμφανίζονται κόμματα που μας υπόσχονται τρία χρόνια μετά «λεφτά υπάρχουν» – η πίτα φαγώθηκε. Δύο πράγματα έχουν να μοιράσουν τα κόμματα πια: σημαίες ή μεταρρυθμίσεις. Σημαίες γαλάζιες έως βαθύ μπλε, σχεδόν μαύρο, του πατριωτισμού και του εθνικισμού, σαν αυτή στο διαμέρισμα της Θεσσαλονίκης. Έχουν σηκωθεί πάμπολλες, έχω τρομάξει, ποτέ δεν υπήρχαν τόσες πολλές στη χώρα. Σημαίες από ροζ ως κατακόκκινες, της δικαιοσύνης και της εξέγερσης και της εκδίκησης που θα τα κάνουν όλα σωστά και δίκαια, που θα μοιράσουν και θα τιμωρήσουν, γιατί είναι άλλης ποιότητας κόμματα και άνθρωποι αυτοί που τα υπόσχονται – και θα περιμένουμε 60 χρόνια να μάθουμε την αλήθεια.
Σημαίες πολλές, παντού· έτοιμες να κρεμαστούν σε ψηλά μπαλκόνια και καλοζυγισμένα υποβρύχια – άλλοι υπόσχονται να τις στήσουν σε κατειλημμένα κτίρια, άλλοι σε λαϊκά δικαστήρια, άλλοι και πάνω από τις αγχόνες της Πλατείας Συντάγματος. Για μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές που θα εμποδίζουν τους κλέφτες να κλέβουν και τους ανάξιους να αναδεικνύονται, που θα περιορίσουν την αυθαιρεσία των πολιτικών, τη δυνατότητά τους να μεταχειρίζονται το δημόσιο χρήμα σαν να είναι ιδιωτικό και το κράτος σαν να είναι οικογενειακή επιχείρηση – τέτοιες κουβέντες δεν έχω ακούσει από τους πολιτικούς φορείς ως τώρα.
Μπορεί και να είναι άχρηστες γιατί η χώρα θα κηδευτεί σε φέρετρο, τυλιγμένη με τη σημαία που της αξίζει. Εντάξει, όλα είναι μάταια σε αυτή την περίπτωση. Αλλά αν δεν μας πνίξουν οι σημαίες, δεν πρέπει να δούμε πώς θα ζήσουμε, πως θα οργανώσουμε τη συμβίωσή μας;