Η κρίση βαθαίνει, «οι ειδικοί» συνεχίζουν τον χαβά τους. Ο διάλογος διεξάγεται με όρους αδιανόητους και σε συνθήκες μάλλον δοκιμαστικού σωλήνα, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε, στον ίδιο βαθμό όλοι μας, ό,τι μας έχει συμβεί.
Θα ήθελα κατ’ αρχάς να σημειώσω κάποιες παραμέτρους και όρους του διαλόγου, που νομίζω διαμορφώνουν ένα πλαίσιο ισοτιμίας πλέον μεταξύ μας, αλλά κυρίως μπορούν να βοηθήσουν να βγουν καινούργιες ιδέες, να βγουν καινούριες προτάσεις, απ’ αυτές που έχει ανάγκη ο τόπος για να ξεκολλήσει από το τέλμα.
Θα πρέπει να αντιληφθούμε, αρκετοί από εμάς, ιδίως εξουσίαν ασκήσαντες, ότι πρέπει να μετέλθουμε της νηστείας του λόγου. Επειδή οι ψιθυριστές συγγνώμες και τα δεν ήξερα αλλά να…ωσάν μυξοπαρθένες, δεν βοηθούν καθόλου να ανακτήσουμε, τουλάχιστον τη μεταξύ μας, επικοινωνία, χωρίς δεύτερες σκέψεις και αμφιβολίες. Επίσης, θα πρέπει να ανακαλύψουμε τον νέο πολιτικό λόγο που μπορεί να γίνει κατανοητός στις σημερινές συνθήκες και να μην εγείρει αντιρρήσεις και κυρίως την αποδοκιμασία τού «Τα ίδια και τα ίδια, μας πρήξατε τα….». Πρέπει να ξεχάσουμε τα φθαρμένα λόγια που νομίζουμε ότι αναβρύζουν γνώση και τεχνοκρατισμό, ενώ στην ουσία είναι αέρας φρέσκος και παπαρολογία. Να εγκαταλείψουμε τις γενικότητες και να γυρίσουμε στο συγκεκριμένο, όσο μικρό κι αν είναι και δεν ταιριάζει ίσως στο μεγαλείο μας… Σε αυτό βοηθάει η σιωπή, ξέρετε. Γιατί ξανάρχεσαι στα συγκαλά σου και δεν εκσφενδονίζεις προφορικά και γραπτά, ό,τι να’ ναι .
Μία λύση περί πάντων και δια πάντα και μάλιστα στις σημερινές συνθήκες και δια την χώραν μας ολάκερη, ματαιοπονεί όποιος αναζητά.
Στις σημερνές συνθήκες, νομίζω, όλα γύρω έχουν αλλάξει, έχουν αποκτήσει άλλα χαρακτηριστικά, που πρέπει να σεβαστείς με απόλυτο τρόπο, εάν δεν θες να σε φτύσει με άλλο τρόπο, βίαιο, η κοινωνία.
Πράγματι, νοιώθω ότι αλλάζουμε, δεν παίρνω όρκο βέβαια αλλά έτσι νομίζω, σήμερα. Δεν είναι απλή επιθυμία μου, είναι συνθήκη που την βιώνεις σιγά-σιγά, όσο απομακρύνεσαι από τη σαλαμούρα και ανοίγει η επαφή και το ζύμωμα ξανά με την κοινωνία. Ναι, υπάρχουν δυνάμεις που έχουν συνειδητοποιήσει την αμετροέπεια που πέρναγε από άκρο σε άκρο τον λόγο μας και τα δήθεν οράματά μας, που όσο σήμερα τα σκέφτεσαι, αισθάνεσαι την γραφικότητα που μας χαρακτήριζε τόσα χρόνια και εμείς νομίζαμε πως ήμαστε και κάποιοι.
Είχε πει ο Χρόνης Μίσσιος, καλή του ώρα, τότε: Ποια κοινωνίας θέλαμε να σώσουμε ρε; Εμείς, που την ίδια μας τη ζωή την είχαμε βουλιάξει στη μιζέρια και την κακομοιριά και σιχαινόμασταν την χαρά και την ελευθερία της ζωής; Δεν το έλεγε μόνο στη γενιά του, το έλεγε και σε μας φωναχτά, για να μας τραντάξει. Όπως και ο Λεωνίδας. Όταν μίλησε για τους ξεγάνωτους τενεκέδες και την κουμμουνιστική ηγεσία, δεν ομιλούσε μόνο για την τότε, το τώρα τον πονούσε πολύ περισσότερο.
Μη νομίσει κανείς ότι προσπαθώ να παίξω τον ρόλο του τιμητή ή του ξύπνιου, ούτε για αστείο. Απλώς αγωνιώ γιατί από αρλούμπα σε αρλούμπα οδεύοντας ο λόγος, εμείς θαρρούμε πως ανακαλύπτουμε και πάλι την Αμερική. Λέγοντας περί την ύβρη και το μέτρο που χάσαμε και επειδή το φάντασμα του Δαρείου δεν πρόκειται να εμφανιστεί, γιατί μας γύρισε την πλάτη προ πολλού, πρέπει να καταλάβουμε πως η Ελλάδα, για να σταθεί πρέπει να γίνει Ελλάδα. Δεν μπορεί να γίνει ούτε Αυστρία, ούτε Σουηδία, αλλά ούτε και Αλβανία, ούτε και Βουλγαρία και άλλα τέτοια γραφικά.
Το πρόβλημα πολλών από αυτούς που αναμειγνύονται στο διάλογο για τη σωτηρία μας, είναι ότι μπορεί και να μην αγάπησαν ποτέ αυτό που ήταν η Ελλάδα και αυτό που πρέπει να ξαναγίνει με όρους φυσιολογικούς και όχι με άλματα και κυρίως όχι με φούμαρα. Γιατί αυτός ο λαός δεν ήταν πάντα, από γεννησιμιού του, τεμπέλης, ούτε άξενος, ούτε ψευταράς, ούτε τίποτε τέτοιο. Και παρήγαγε πράγματα και καλά και όμορφα και πάλι θα το πράξει, όχι γιατί είμαι ηλίθια αισιόδοξος, αλλά εγώ ως λύση για το πρόβλημα μόνον αυτό βλέπω και όσο μπορώ θα το παλεύω και θα σπρώχνω προς τα εκεί. Λύσεις μπορεί να προσφέρουν και οι μικρές οάσεις ανάσας, μέσα στο πατιρντί του τίποτε. Ας τις σκάψουμε όσοι θέλουμε, μπορούμε και μας αρέσει να παλεύουμε.