—της Ρούλας Καλαρά—
Για πρώτη φορά στη ζωή μου και παρά τη θέλησή μου, βρέθηκα καθηγήτρια σε Γυμνάσιο, να έχω να χειριστώ μικρά —για τα δικα μου δεδομένα— παιδιά. Και μάλιστα, να πρέπει να τους διδάξω τραγωδία! Την Ελένη του Ευριπίδη!
Περνάει ο μακροσκελή πρόλογος… Αρχίζουν οι μονόλογοι. Εγώ διαβάζω, τα παιδιά κοιμούνται στα θρανία. Τα ξυπνάω με τις φωνές μου, τα καλοπιάνω, τα βάζω να διαβάσουν αυτά… τίποτα! Μετά από λίγο, βαρεμάρα και ύπνος. Πέρασαν κάμποσες διδακτικές ώρες στην απόλυτη ανία. Απελπίστηκα. Ήταν βέβαιο ότι δεν θα μάθαιναν τίποτα. Ούτε καν τι είναι όλοι αυτοί που μιλάνε στο έργο. Δεν ήξερα τι άλλο να κανω.
Ακόμα και σήμερα βλέπω μπροστά μου τη σκηνή στην αίθουσα…
Κοιτάζω γύρω για σανίδα σωτηρίας, ψάχνω να βρω κάτι. Και τη βλέπω: μια πράσινη, ξεθωριασμένη απ’ τον ήλιο κουρτίνα, έχει βγει απ’ τα κρικάκια της (ποιος ξέρει τι γινότανε στην τάξη στο διάλειμμα!) και κρέμεται πάνω στο πρεβάζι του παραθύρου.
Όπως στα κόμικς, άναψε στο μυαλό μου ο γλόμπος!…
Διαβάστε τη συνέχεια στο dim/art