Η στάση των οικονομικά ισχυρότερων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με πρώτη τη Γερμανία, μοιάζει τα τελευταία χρόνια να είναι τιμωρητική των παρεκκλίσεων και των κακών πρακτικών διακυβέρνησης των λιγότερο ισχυρών χωρών της Ενωσης. Ως εάν οι ισχυρές χώρες αυτές να έχουν ανακηρυχθεί σε υπέρτατους κριτές της συμπεριφοράς των αδυνάτων, κάπως σαν τους αυστηρούς καθηγητές μιας τάξης, όπου υπάρχουν απείθαρχοι μαθητές και χρειάζεται τιμωρία για να συμμορφωθούν με κανόνες, τους οποίους οι ισχυρές χώρες ουσιαστικά μονομερώς έχουν επιβάλει.
Η στάση αυτή των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών εγείρει μια σειρά από ζητήματα, όπως:
α) Από πού αντλούν το δικαίωμα της επιβολής κανόνων πολιτικής και οικονομικής συμπεριφοράς, οι οποίοι δεν έχουν, από κοινού και χωρίς καταναγκασμό, συμφωνηθεί;
β) Κατά πόσον οι ίδιες οι ισχυρές χώρες τηρούν απολύτως τους κανόνες τους οποίους προσπαθούν να επιβάλουν;
γ) Υπάρχουν πράγματι τέτοιοι απαραβίαστοι και απόλυτοι κανόνες πολιτικής και οικονομικής συμπεριφοράς που να έχουν καθολική ισχύ σ? ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση;
δ) Η επιβολή αυτών των κανόνων πολιτικής και οικονομικής συμπεριφοράς είναι ανιδιοτελής και προάγει πάντοτε το κοινό ευρωπαϊκό καλό;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι δύσκολη, γιατί δύσκολα μπορεί να διακρίνει κανείς μέσα σε μια ένωση χωρών, ποια είναι τα όρια «καλής συμπεριφοράς» μεταξύ των χωρών-μελών και πότε ακριβώς γίνεται κατάχρηση της «δεσπόζουσας θέσης» ορισμένων ισχυρών χωρών-μελών έναντι των λιγότερο ισχυρών.
Φαίνεται, όμως, ότι από τότε που άρχισε η «διάσωση» των λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών των χωρών-μελών από τις πιο ισχυρές, δηλαδή από τις αρχές του 2010, γίνεται όλο και περισσότερο σαφές ότι η παροχή οικονομικής συνδρομής δεν γίνεται πάντοτε στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης μεταξύ χωρών-μελών σε μια προσπάθεια ισότιμης συνεννόησης μεταξύ τους για το δέον γενέσθαι προκειμένου η Ευρωπαϊκή Ενωση να βγει από την κρίση. Αντίθετα, επιβάλλονται από τις ισχυρές χώρες λύσεις, οι οποίες συχνά δεν έχουν αποτέλεσμα, καθώς είναι προϊόντα μονομερούς επεξεργασίας των ισχυρών και δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικότητες και τις ιδιομορφίες των λιγότερο ισχυρών χωρών-μελών, οι οποίες όμως είναι υποχρεωμένες να τις δεχθούν και να τις εφαρμόσουν.
Για παράδειγμα, η συμμόρφωση της χώρας μας σε μια πολιτική που συνεχώς μειώνει το ΑΕΠ και αυξάνει την ανεργία και τη φτώχεια προκειμένου να μειωθούν τα ελλείμματα στον προϋπολογισμό και στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών, είναι οικονομικά αναγκαία, αλλά προκαλεί τεράστια κοινωνική καταστροφή. Προφανώς, η πολιτική αυτή μόνο τυπικά αποτελεί προϊόν κοινής επεξεργασίας μεταξύ της χώρας μας και των ισχυρών – δανειστών και εταίρων μας. Ουσιαστικά επιβλήθηκε ως μοναδική λύση, εφ? όσον η χώρα μας τα προηγούμενα χρόνια δεν είχε πράγματι ακολουθήσει τους ευρωπαϊκούς κανόνες και πρέπει τώρα όχι απλώς να επανέλθει στο «σωστό δρόμο», αλλά ταυτόχρονα να «τιμωρηθεί» γι? αυτό.
Στην περίπτωση της Κύπρου, η απόφαση για «φορολόγηση» των καταθέσεων ελήφθη (χωρίς να υπολογιστούν οι καταστροφικές συνέπειές της για την κυπριακή οικονομία και για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση), προκειμένου να υποχρεωθούν οι καταθέτες Κύπριοι και άλλοι (κυρίως Ρώσοι) να συνεισφέρουν στη διάσωση της κυπριακής οικονομίας. Η απόφαση επιβλήθηκε, μονομερώς ουσιαστικά, από τους ισχυρούς Ευρωπαίους εταίρους-δανειστές με την αιτιολογία ότι στις κυπριακές τράπεζες υπάρχουν πάρα πολλές καταθέσεις που δεν προέρχονται από χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και συνεπώς δεν θα έπρεπε να διασωθούν με ευρωπαϊκή οικονομική συνδρομή.
Η άρνηση της Κύπρου να δεχθεί τη λύση αυτή ως μοναδική, φαίνεται να τιμωρείται, καθώς σημαίνει πλήρη διάρρηξη των σχέσεών της με τους ισχυρούς Ευρωπαίους εταίρους-δανειστές της, με άγνωστες συνέπειες για την κυπριακή οικονομία και για τη γεωπολιτική ισορροπία της περιοχής.