Οι γραμμές αυτές βγήκαν αυθόρμητα καθώς η μνήμη μου ήταν στραμμένη πένθιμα στον Λεωνίδα Λουλούδη που πρόωρα χάσαμε. Ήταν κι αυτός, ένας από τους αφανείς ήρωες της μικρής ακαδημαϊκής κοινωνίας μας, που αυτοί μόνοι κρατούν την πυρά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ζωντανή σε πείσμα των ποικιλώνυμων πυροσβεστών της.
Ο πολύς κόσμος μαθαίνει ν’ αναγνωρίζει τον ακαδημαϊκό χώρο, από την μία μέσα από τα προβεβλημένα αστέρια του, από την άλλη από τα ταλαιπωρημένα θύματα της βίας και της δημόσιας ακηδίας και, τέλος, από το πλήθος των αφιονισμένων «εκπροσώπων» που προσπαθούν να διατηρήσουν την εξουσία τους με τα λάβαρα της υποτιθέμενης εξεγερμένης αριστεράς. Έτσι σχηματίζεται η δημόσια εικόνα των πανεπιστημιακών μας. Είναι, όμως, μια άδικη και διεστραμμένη εικόνα. Για να αποκατασταθεί ο ρεαλισμός της εικόνας χρειάζεται να την διευκρινίσουμε. Οι πρώτοι, δεν έχουν ανάγκη ιδιαίτερης μνείας αφού με τα ερευνητικά (κυρίως) κατορθώματά τους κατάφεραν να τιμήσουν την ελληνική ακαδημαϊκή οικογένεια διεθνώς. Τα μέσα ενημέρωσης, διψασμένα για ήρωες, τους τιμούν κραυγαλέα, και ευτυχώς δεόντως στην περίπτωση αυτή. Παίρνουν έτσι την τιμή που τους αξίζει, μαζί με την αναγνώριση της συμβολής τους από την παγκόσμια οικογένεια των ομοιοεπαγγελματιών τους. Οι τρίτοι, βρίσκονται καθημερινά στην δημοσιότητα, άλλοτε ως τιμητές του «συστήματος» και άλλοτε ως θρηνούντα θύματά του. Πολλές φορές δείχνουν και την αυθαίρετη «γροθιά» τους, πράγμα που συγκεντρώνει αμέσως τα φώτα της δημοσιότητας από τα Μέσα, που διψούν για θέματα εντυπωσιασμού και βίας για να πουλήσουν την πραγμάτεια τους. Όσο για τους δεύτερους, αυτοί είναι που με την παρουσία τους αποκαλύπτουν το σημαντικό ανθρώπινο υπόστρωμα του ακαδημαϊκού μας χώρου, που όχι μόνο τραβάει το κουπί, αλλά αντιμετωπίζει την βία και την ακηδία ως επιβράβευση. Ανήκουν σε έναν ακαδημαϊκό πληθυσμό που οι φύλακες των πυλών της δημοσιότητας συστηματικά αποκρύπτουν και ενεργοποιούνται μόνο από τα κραυγαλέα σημειακά παθήματά τους, και κυρίως από τη βία που ασκείται συχνά εναντίον τους. Πρέπει να γρονθοκοπηθεί ή να χτιστεί ένας καθηγητής για να θυμηθούμε ότι υπάρχουν οι αφανείς αυτοί ήρωες και παλεύουν για να κάνουν το καθήκον τους με καρτερία.
Εκείνοι και εκείνες που μένουν στη δημόσια αφάνεια, λοιπόν, παρά την αδιαμφισβήτητη φεγγοβολή τους μέσα στον περιορισμένο χώρο του σιναφιού μας, είναι οι αφοσιωμένοι στο καθήκον τους και στην ποιότητα της επιτέλεσής του, χωρίς κορώνες και εκτυφλωτικές λάμψεις. Είναι εκείνοι που οι μεν φοιτητές και φοιτήτριες τους αναγνωρίζουν και τους προσαγορεύουν ως «δάσκαλους», οι δε συνάδελφοί τους τους σέβονται επειδή με την καθημερινή δουλειά τους κρατούν τα καζάνια των πανεπιστημίων σε πίεση επαρκή για να διατηρήσουν τα ιδρύματά το όνομά τους. Είναι εκείνοι που αντιτάσσουν καθημερινά τα στήθη τους στις πολιορκητικές συντεχνίες, τις κομματικές φατρίες και τους ιδεολογικούς μουζαχεντίν που κάνουν τη ζωή αφόρητη στα πανεπιστήμιά μας. Είναι εκείνοι που δίνουν την αφορμή σε κάποιους Γαβρόγλου να θρηνούν για την «ήττα της αριστεράς» στα πανεπιστήμια, που στην ουσία είναι ήττα των φατριών που αναπαράγονται με ιδεολογικό προκάλυμμα. Αυτούς, η κοινωνία δεν του ξέρει, τα Μέσα δεν τους τιμούν και πολλοί από εμάς του θεωρούμε ως δεδομένους. Αυτούς θέλω να τιμήσω με τις γραμμές αυτές που περιγράφουν το πεδίο της καθημερινής μάχης όπου μάχονται αγόγγυστα, αφοσιωμένα και ταπεινά αλλά, ευτυχώς, αποτελεσματικά ακόμη.
Ο τυπικός συνάδελφος που επιμένει στο καθήκον του έχει ν’ αντιμετωπίσει μόνο παράλογα εμπόδια και καμία ενθάρρυνση παρά εκείνη που πηγάζει είτε από την συνείδησή του είτε από την αναγνώριση της δουλειάς του στον κλειστό κύκλο των συναδέλφων του και στο μικρό ποσοστό των φοιτητών/τριών που τιμούν την ιδιότητά τους. Δουλεύουν με γλίσχρους μισθούς που δεν τους επιτρέπουν να οργανώσουν τη ζωή τους με την άνεση που απαιτεί η νηφαλιότητα που επιβάλλει το επάγγελμα τους. Παλεύουν για την αυτονόητη έρευνά τους, χωρίς σχεδόν στήριξη από αναγκαίους θεσμούς και κονδύλια. Δουλεύουν χωρίς γραμματειακή υποστήριξη, χάνοντας αναρίθμητες ώρες από την παραγωγική απασχόλησή τους. Δημιουργούν χωρίς δεδομένα πρότυπα αφού οι διοικήσεις ασχολούνται αποκλειστικά με οικονομικά και στενά διοικητικά καθήκοντα. Λοιδορούνται από τους συντεχνιακούς εγκάθετους, βιάζεται η λογική τους από τους τυχοδιωκτικούς πολλές φορές πειραματισμούς του εποπτεύοντος υπουργείου, διαγκωνίζονται με ποικιλώνυμες φατρίες για να επιβιώσουν και στο τέλος-τέλος έχουν να παλέψουν με μια θάλασσα αδιάφορων φοιτητών και φοιτητριών που θεωρούν ότι αδίκως βρέθηκαν εκεί που τους έριξε το παράλογο σύστημα εισαγωγής. Το τελευταίο, που εντείνεται στα περιφερειακά πανεπιστήμια, είναι το μεγάλο δράμα του ακαδημαϊκού δασκάλου. Καλείται να διδάξει και να συνεγείρει μια τάξη, ένα αμφιθέατρο ή ένα εργαστήριο που αποτελείται από ψυχικά εξαντλημένα νεαρά άτομα. Νεαρούς και νεαρές υπάρξεις που είτε δεν είναι φτιαγμένες για πανεπιστημιακές σπουδές, είτε το φέρουν βαρέως ότι το «σύστημα» τους έριξε εκεί που τους έριξε είτε, τέλος, έχουν αφιονιστεί με τα μηδενιστικά συνθήματα μιας υποτιθέμενες αριστεράς που στην ουσία αποτελεί ιδεολογικό απόστημα της συντηρητικής μηδενιστικής απελπισίας.
Και όμως, οι συνάδελφοι επιμένουν. Και πετυχαίνουν πολλά από αυτά που κανείς δεν θα τους πει έστω και ένα «μπράβο». Αυτούς θέλω να τιμήσω για το ήθος, το θάρρος, την επιμονή και την εγκαρτέρησή τους και να τους πω πόσο υπερήφανος αισθάνομαι που για μια ολόκληρη ζωή συγκατοικούσα και συναγωνιζόμουν μαζί τους.