Η οικονομική δυσπραγία μεγάλου μέρους του πληθυσμού ήρθε πάλι στην επικαιρότητα με αφορμή δύο έρευνες που παρουσιάστηκαν στην εκδήλωση του Ινστιτούτου Αλέξης Τσίπρας την περασμένη Τρίτη. Η μία, της Macron Analysis, δείχνει ότι η απελπισία για το παρόν (πολλοί τα βγάζουν πέρα δύσκολα) και η απαισιοδοξία για το μέλλον (αρκετοί σχεδιάζουν περικοπές δαπανών, ακόμη και σε είδη πρώτης ανάγκης) κυριεύουν όλο και περισσότερους. Η άλλη, του ΚΕΠΕ, βρίσκει ότι ο πληθωρισμός «τρέχει» γρηγορότερα για τα φτωχότερα νοικοκυριά παρά για τα πιο εύπορα – επιβεβαιώνοντας έτσι προηγούμενες έρευνες, την οικονομική επιστήμη, και την κοινή λογική: όσο χαμηλότερο το εισόδημα, τόσο μεγαλύτερο το ποσοστό του που δαπανάται για ενέργεια και τρόφιμα, δύο κατηγορίες αγαθών που ακρίβυναν πολύ τελευταία.
Η εκτίναξη του πληθωρισμού μετά την πανδημία και τη ρωσική ειβολή στην Ουκρανία δεν ήταν σίγουρα ελληνική πρωτοτυπία, ούτε άλλωστε η αποκλιμάκωσή του στη συνέχεια: παντού σχεδόν στην Ευρώπη η εξέλιξη των τιμών ακολούθησε παρόμοια τροχιά. Αλλού έγκειται η ελληνική πρωτοτυπία. Οι υψηλές τιμές στη χώρα μας σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην ολιγοπωλιακή οργάνωση πολλών αγορών. Το γάλα είναι ακριβότερο στην Ελλάδα από ό,τι στη Γερμανία επειδή (σύμφωνα με τις δικαστικές αποφάσεις) εδώ οι γαλακτοβιομηχανίες έχουν συστήσει καρτέλ, χαμηλώνοντας τις τιμές που πληρώνουν στους κτηνοτρόφους και ανεβάζοντας τις τιμές που χρεώνουν στους καταναλωτές. Και το γάλα δεν είναι εξαίρεση: σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις του ΟΟΣΑ, όσον αφορά τον βαθμό ανταγωνισμού στο λιανικό εμπόριο, η χώρα μας καταλαμβάνει την 41η θέση σε 43 χώρες. Είναι φανερό ότι τα επιχειρηματικά λόμπυ αντιστάθηκαν επιτυχώς στις πιέσεις της Τρόικας για απελευθέρωση των αγορών προϊόντων.
Συνεπώς, αντίθετα με όσα ειπώθηκαν στην εκδήλωση της περασμένης Τρίτης, η λύση για την ακρίβεια στο σούπερ μάρκετ δεν είναι «να παρέμβει το κράτος»: το κράτος παρεμβαίνει ήδη, με τον γνωστό τρόπο, λ.χ. πιέζοντας τους επιχειρηματίες να μην αυξάνουν πολύ τις τιμές. Η τόνωση του ανταγωνισμού πιθανότατα θα έριχνε τις τιμές περισσότερο και γρηγορότερα. Το πρόβλημα με τον ανταγωνισμό είναι ότι απειλεί εγχώρια συμφέροντα, καλά δικτυωμένα με το πολιτικό σύστημα.
Μερικές φορές, οι κρατικές επιδοτήσεις επιλέγονται ακριβώς ως η εύκολη λύση για να μείνει και η πίτα ολάκερη (σχετικά χαμηλές τιμές για καταναλωτές) και ο σκύλος χορτάτος (υψηλές τιμές για παραγωγούς). Κάτι τέτοιο φαίνεται να συνέβη στη διάρκεια της πρόσφατης ενεργειακής κρίσης. Στο δεύτερο εξάμηνο του 2022, οι τιμές παραγωγού στο ηλεκτρικό ρεύμα για οικιακή χρήση ήταν υψηλότερες στην Ελλάδα (0,4530 ευρώ ανά κιλοβατώρα) από ό,τι στα υπόλοιπα 26 κράτη μέλη, σχεδόν διπλάσιες του μέσου όρου της ΕΕ (0,2378). Όμως οι τιμές καταναλωτή ήταν κάτω από τον κοινοτικό μέσο όρο (0,2591 έναντι 0,2794 ευρώ ανά κιλοβατώρα).
Πώς έγινε αυτό το θαύμα; Μα φυσικά χάρη στις κρατικές επιδοτήσεις. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΟΟΣΑ, το 2022 η ελληνική κυβέρνηση για να προστατεύσει επιχειρήσεις και νοικοκυριά από την εκτόξευση του κόστους της ενέργειας ξόδεψε 4,87% του ΑΕΠ, περισσότερο από τις άλλες 40 χώρες της έρευνας, και σε μεγάλη απόσταση από την Ιταλία και την Πολωνία που ισοβάθμησαν στη δεύτερη θέση με 2,82% του ΑΕΠ. Η ελληνική απλοχεριά γίνεται ακόμη εντυπωσιακότερη αν αναλογιστεί κανείς ότι η χώρα μας συμβαίνει να έχει υψηλότερο δημόσιο χρέος (πάντοτε ως ποσοστό του ΑΕΠ) από τις άλλες χώρες.
Βέβαια, η οικονομική δυσπραγία έχει και άλλες αιτίες. Η χωρίς κανόνες επέκταση των βραχυπρόθεσμων μισθώσεων έχει κάνει τα ενοίκια απλησίαστα. Η άνοδος των τιμών των ιδιωτικών αγαθών έχει συμπέσει με τη μείωση της ποιότητας (και της διαθεσιμότητας) των δημόσιων αγαθών: συγκοινωνίες, περίθαλψη, εκπαίδευση. Παράλληλα, ο εγκλωβισμός της οικονομίας στο παραγωγικό μοντέλο της «φτηνής ανάπτυξης», μαζί με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, κρατά χαμηλούς τους μισθούς.
Η ατζέντα οικονομικής πολιτικής που προκύπτει από τα παραπάνω είναι πραγματιστική, όχι ιδεολογική: η οικονομία χρειάζεται περισσότερο ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων, αλλά (λελογισμένη) ρύθμιση στις αγορές κατοικίας και εργασίας. Ενίσχυση του κράτους, ώστε να παρέχει καλύτερα δημόσια αγαθά. Και φυσικά, αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου.
Θα μπορέσει το πολιτικό σύστημα να ανταποκριθεί;
Πηγή: www.kathimerini.gr