Μεά την προκήρυξη των εκλογών, δέχομαι συχνά το ερώτημα για το ποια στάση θα κρατήσω ως δήμαρχος Αθηναίων απέναντι στα κόμματα. Το πραγματικό ερώτημα, όμως, είναι το αντίστροφο: Ποια θα είναι η πολιτική των κομμάτων απέναντι στην Αθήνα και γενικότερα απέναντι στην Τοπική Αυτοδιοίκηση;
Γιατί, πέρα από τις τετριμμένες ηχηρές διακηρύξεις υπέρ της «αυτοτέλειας» κ.λπ. της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δεν έχει διατυπωθεί καμία, έστω και στοιχειωδώς συγκροτημένη πολιτική για την Τοπική Αυτοδιοίκηση και ειδικότερα για την Αθήνα.
Ωστόσο, οποιοδήποτε σοβαρό μεταρρυθμιστικό εγχείρημα πρέπει αναγκαστικά να ξεκινήσει από την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αυτό που στην πραγματικότητα χρεοκόπησε, στο επίπεδο των διοικητικών θεσμών, είναι το κεντρικό κράτος, το οποίο μολονότι αποσυντίθεται σταθερά, διατηρεί στο ακέραιο την αλαζονεία του· όχι μόνον αδυνατεί να ανταποκριθεί στον ρόλο που κανονικά του ανήκει, δηλαδή να χαράσσει στρατηγική, αλλά παρακρατεί ζηλότυπα και την καθημερινή διοικητική διαχείριση, με αποτέλεσμα να μην ανταποκρίνεται ούτε στο ένα ούτε στο άλλο. Επιπλέον, και τις ελάχιστες αρμοδιότητες που έχουν οι δήμοι, το κράτος επιμένει να τις ελέγχει ασφυκτικά μέσα από ελεγκτικούς μηχανισμούς και ένα νομοθετικό κυκεώνα, που το μόνο που παράγουν είναι κωλυσιεργία, ευθυνοφοβία και διαφθορά.
Λίγοι όμως έχουν συνειδητοποιήσει ότι αυτό που κατά βάση αντέχει ακόμη στη δημόσια διοίκηση είναι οι δήμοι. Αν στρέψουμε το βλέμμα γύρω μας, θα δούμε ότι παρά τις πρωτόγνωρες σε έκταση περικοπές σε μέσα και ανθρώπινους πόρους, οι δήμοι επιτελούν σήμερα ένα αξιοσημείωτο έργο κοινωνικής αλληλεγγύης, διασφαλίζοντας παράλληλα και τις παραδοσιακές υπηρεσίες στους δημότες τους. Φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο το γεγονός ότι οι δήμοι, αυτά τα διαβόητα «φυτώρια διαφθοράς και πελατειασμού», διεκδικούν σήμερα περισσότερη αυτονομία. Ομως ακριβώς ο ίδιος λόγος για τον οποίο χθες οι δήμοι κατείχαν τα πρωτεία της διοικητικής παθογένειας, μπορεί να είναι σήμερα το επιχείρημα για να αποτελέσουν το όχημα της μεγάλης διοικητικής μεταρρύθμισης. Την εποχή των δανεικών και των διορισμών εκτός ΑΣΕΠ, ήταν εύλογο οι δήμοι να πρωτοστατούν, καθώς βρίσκονταν πιο κοντά στην κοινωνία. Διεκπεραιώνοντας το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινής συναλλαγής με τον πολίτη (αδειοδοτήσεις, βεβαιώσεις, πολεοδομίες κ.λπ.), οι δήμοι υπέκυπταν με μεγαλύτερη ευκολία στους πειρασμούς της φαυλότητας και του πελατειασμού. Σήμερα όμως, που ο βερεσές και οι διορισμοί στο Δημόσιο έχουν κοπεί με το μαχαίρι, οι δήμοι εμφανίζουν μεγαλύτερη ευκολία προσαρμογής, ακριβώς γιατί μπορούν να αφουγκράζονται ευκρινέστερα τις ανάγκες της κοινωνίας και προπάντων λογοδοτούν εκ των πραγμάτων καθημερινά στον πολίτη. Χθες δεν υπήρχε λογοδοσία, γιατί λειτουργούσε το ρουσφέτι. Σήμερα όμως κανένας δήμαρχος δεν μπορεί να κυκλοφορήσει ελεύθερα στην πόλη του, εάν δεν κάνει σωστά τη δουλειά του. Σε αντίθεση με τους υπουργούς, οι δήμαρχοι δεν μπορούν να μένουν κλεισμένοι στα γραφεία τους και να προσποιούνται ότι δουλεύουν παράγοντας απλώς νομοσχέδια.
Συνοψίζοντας, δεν θα υπάρξει ουσιαστική διοικητική μεταρρύθμιση, εάν δεν απογαλακτιστούν οι δήμοι από την κεντρική εξουσία. Πρώτον, να αποκτήσουν αυτοτέλεια οικονομική. Οπως συμβαίνει στις περισσότερες προηγμένες χώρες του κόσμου, πρέπει να τους παραχωρηθεί η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας. Αυτό θα τονώσει την ευθύνη τους απέναντι στους δημότες τους και θα αποτρέψει την αθέμιτη συναλλαγή με την κεντρική πολιτική εξουσία. Δεύτερον, η οικονομική αυτοτέλεια πρέπει να συνοδευτεί από θεσμική ανεξαρτησία. Να αποκτήσουν ουσιώδεις εξουσίες οι δήμοι και να καταργηθούν οι επάλληλοι προληπτικοί έλεγχοι, που σε συνδυασμό με τη βραδύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης στραγγαλίζουν κάθε δημιουργική πνοή στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Κλείνω με ένα ενδεικτικό παράδειγμα. Στον Δήμο της Αθήνας, σε συνεργασία με μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας και αξιοποιώντας ευρωπαϊκούς πόρους ΕΣΠΑ, εκπονήσαμε επιτέλους ένα στρατηγικό σχέδιο για την πόλη, ένα Σχέδιο Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης (ΣΟΑΠ). Για να αποκτήσει θεσμική μορφή το Σχέδιο, πρέπει να εκδοθεί Κοινή Υπουργική Απόφαση με τις υπογραφές δεκαεπτά (ναι, δεκαεπτά!) υπουργών. Για όποιον διαθέτει στοιχειώδη λογική, είναι προφανές ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η χώρα δεν το αντέχει.
Να λοιπόν τι ζητάει η Αθήνα από τα πολιτικά κόμματα.