Θυμόμαστε την συνάντηση Μακρόν-Μέρκελ, λίγο πριν την υπογραφή του Brexit, όπου ο Μακρόν ζήτησε από την Μέρκελ να κρατήσει η Κομισιόν σκληρή στάση στο θέμα της αλιείας στην θάλασσα της Μάγχης. Μάλιστα στον Γαλλικό τύπο είχε γραφτεί την επόμενη ημέρα της συνάντησης, ότι η Μέρκελ το αποδέχτηκε με αντάλλαγμα να μην επιμείνει η Γαλλία στην επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, για την παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου στην ΑΟΖ και την παραβίαση της δυνητικής ΑΟΖ της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο, στην Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ που ακολουθούσε σε λίγες ημέρες.
Πράγματι έτσι έγινε, η Κομισιόν απαίτησε κάποιες παραχωρήσεις από την Βρετανία στο θέμα της αλιείας και τις πήρε, και ο Μακρόν δεν επέμενε στην επιβολή άμεσα κυρώσεων. Την απόφαση αυτής της Συνόδου Κορυφής, τον Δεκέμβρη, η Τουρκία την χαρακτήρισε ισορροπημένη.
Τις προηγούμενες ημέρες είχαμε δύο γεγονότα, που για πολλούς φάνηκαν παράξενα.
Το πρώτο στην Μάγχη, συγκεκριμένα στην νήσο Τζέρσεϋ, πού βρίσκεται σε απόσταση 14 μιλίων από τις Γαλλικές ακτές και περίπου 85 μίλια από τις Βρετανικές, ανήκει όμως ουσιαστικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρ ότι έχει ενισχυμένη αυτονομία.
Το δεύτερο γεγονός στα θαλάσσια όρια μεταξύ Ιταλίας και Λιβύης, όπου υπάρχει διαφωνία μεταξύ των δύο χωρών σε θέματα αλιείας.
Στην πρώτη περίπτωση μάθαμε ότι η Βρετανία παραχώρησε πέντε χρόνια μεταβατική περίοδο σε αλιευτικά σκάφη της Γαλλίας, τα οποία είχαν άδεια από τις αρχές της νήσου Τζέρσεϋ να έχουν την δυνατότητα να αλιεύουν στην θαλάσσια ζώνη μεταξύ 6 και 12 μιλίων. Η σύγκρουση που οδήγησε τις δύο χώρες να εκδώσουν σκληρές ανακοινώσεις η μία για την άλλη και να στείλουν πολεμικά σκάφη στην περιοχή, δημιουργήθηκε, γιατί μονομερώς οι αρχές της νήσου Τζέρσεϋ, αύξησαν τις προϋποθέσεις για την έκδοση αδειών στα αλιευτικά της Γαλλίας.
Η ένταση εκτονώθηκε, είναι βέβαιο όμως ότι θα έχει συνέχεια, αφού οι Γαλλία θα επανέλθει βάζοντας την Κομισιόν να εκβιάσει την Βρετανία με την ποσότητα των αλιευμάτων που θα επιτρέπεται να εξάγει χωρίς δασμούς η Βρετανία στις χώρες της ΕΕ.
Στην δεύτερη σύγκρουση, που είχε και πυρά από Λιβυκό πολεμικό σκάφος ενάντια στα Ιταλικά αλιευτικά, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν Ιταλοί ψαράδες, καταλάβαμε ότι: Μια μικρή διαλυμένη χώρα, με προσωρινή κυβέρνηση, πρώην αποικία μάλιστα της Ιταλίας, αρνείται να δεχτεί την πρακτική που επί χρόνια ακολουθούν οι Ιταλοί ψαράδες, να ψαρεύουν δηλαδή σε θαλάσσιες περιοχές που ανήκουν στην Λιβύη, παρ ότι δεν έχουν οριοθετήσει οι δύο χώρες τις θαλάσσιες ζώνες μεταξύ τους.
Υπάρχει και ένα τρίτο γεγονός, που αποκαλύπτει την έλλειψη στρατηγικής από την ελληνική κυβέρνηση και τον τρόπο που διαπραγματεύεται κυριαρχικά δικαιώματα και ελληνικά συμφέροντα.
Στην συμφωνία με της χώρας μας με την Ιταλία, πέραν του ότι αποδέχτηκε περιορισμένη επήρεια στην διαμόρφωση της ΑΟΖ των Διαπόντιων νησιών βορειοδυτικά της Κέρκυρας, και των Στροφάδων δυτικά της Πελοποννήσου, κάτι που το επανέλαβε στην συμφωνία με την Αίγυπτο, αποδέχτηκε ταυτόχρονα αυτό που δεν αποδέχτηκε η Βρετανική κυβέρνηση για την αλιεία στην Μάγχη. Στο Ιόνιο βέβαια, όσον αφορά την ΑΟΖ, ήταν ουσιαστικά δεσμευμένη από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας το 1977, πάλι μετά την πίεση που είχε ασκήσει στο Βόρειο Αιγαίο με τις έρευνες στα όρια των έξι μιλίων από την Θάσο η Τουρκία, στην Αίγυπτο όμως το έκανε, όπως λέει για να ακυρώσει, το Τουρκολυβικό Μνημόνιο, το οποίο θεωρεί άκυρο και παράνομο, και ορθώς.
Όμως, με τις συμφωνίες αυτές για την ΑΟΖ, δημιούργησε ουσιαστικά τετελεσμένα, για το σύμπλεγμα της Μεγίστης, όταν Ελλάδα και Τουρκία θα βρεθούν μαζί σε διεθνές δικαστήριο, για την οριοθέτηση της ΑΟΖ στην περιοχή.
Η Ελλάδα όμως με την Ιταλία υπέγραψαν την ίδια ημέρα και μια ακόμη "Κοινή δήλωση", για την αλιεία στο Ιόνιο, όπου η χώρα μας παραχωρεί για πάντα το δικαίωμα στα Ιταλικά αλιευτικά σκάφη να μπορούν να συνεχίσουν να ψαρεύουν μεταξύ των 6 και 12 μιλίων και, μετά την ανακήρυξη από την χώρα μας των 12 μιλίων των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο.
Αυτήν την συμφωνία η κυβέρνηση της χώρας μας την χαρακτήρισε μεγάλη εθνική επιτυχία, που δείχνει ότι η Ελλάδα εφαρμόζει το διεθνές δίκαιο και, ταυτόχρονα ότι κερδίσαμε την υποστήριξη της Ιταλίας απέναντι στην Τουρκία.
Βέβαια η Ιταλία παραμένει από τις χώρες που δεν συμφωνούν στην επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, οι λόγοι γνωστοί, ανεξάρτητα, αν ο σημερινός πρωθυπουργός της Ιταλίας χαρακτήρισε δικτάτορα τον Ερντογάν, επειδή απέσυρε την Τουρκία από την Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 2011, για την πρόληψη της έμφυλης βίας, την προστασία των θυμάτων και την τιμωρία των αυτουργών. Τον χαρακτηρισμό «δικτάτορας» τον χαρήκαμε, την επόμενη φράση όμως του Ντράγκι ότι: «Η Τουρκία είναι ισχυρή χώρα και πρέπει συζητάμε μαζί της», την αγνοήσαμε.