Τι θέλουμε; Να αλλάξουμε την Ευρώπη ή περισσότερο Ευρώπη;

Κώστας Χαϊνάς 06 Μαϊ 2019

Ακούω και διαβάζω από διάφορες πλευρές για την ανάγκη αλλαγής στην Ευρώπη και αναρωτιέμαι. Το κύριο πρόβλημα σήμερα στην Ευρώπη είναι να αλλάξουν οι πολιτικές της, ή να υπερασπιστούμε την Ενωμένη Ευρώπη και ότι έχει κατακτηθεί μέχρι σήμερα και να ενισχύσουμε περαιτέρω την ευρωπαϊκή ενοποίηση; Το φάσμα των δυνάμεων που θέλουν να αλλάξουν τις πολιτικές στην Ευρώπη είναι μεγάλο και καλύπτει οριζόντια σχεδόν ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό. Στην πράξη, αυτές οι δυνάμεις διαφωνούν με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όπως εξελίσσεται. Στις δυνάμεις αυτές συγκαταλέγονται από κάθε τύπου εθνικιστές και αντιευρωπαϊστές τύπου Όρμπαν και Σαλβίνι και είναι λογικό να επιδιώκουν την αλλαγή στην Ευρώπη. Έως τους πιο ήπιους ευρωσκεπτικιστές απ’ αυτούς, που επιδιώκουν την επαναφορά στο μοντέλο του Έθνους – Κράτους, σε μια ίσως πιο χαλαρή Ένωση. Βεβαίως έχουμε και τους κάθε τύπου λαϊκιστές, “αριστερούς” ή “δεξιούς” οι οποίοι διαφωνούν με την σημερινή όπως λένε πορεία της Ευρώπης και θέλουν να την αλλάξουν. Στην ουσία πολεμάνε την σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση και τις κατακτήσεις της. Ζητάνε αλλαγή πολιτικών στην Ευρώπη, ισχυριζόμενοι ότι σήμερα κυριαρχούν οι “νεοφιλελεύθερες” δυνάμεις και επιδιώκουν την αλλαγή των συσχετισμών, ώστε να αλλάξουν την Ευρώπη, όπως λένε. Στις δυνάμεις αυτές συγκαταλέγονται από τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις η ριζοσπαστική αριστερά, αλλά και όσες δυνάμεις βρίσκονται εντός των άλλων πολιτικών σχηματισμών με παρόμοιο ευρωσκεπτικισμό, που είναι πολύ κοντά στην λογική αυτή.

 

Η Ενωμένη Ευρώπη είναι οικοδόμημα που οφείλεται στις συντονισμένες και κοινές προσπάθειες δύο μεγάλων πολιτικών οικογενειών. Της συντηρητικής και φιλελεύθερης οικογένειας και της πολιτικής οικογένειας της σοσιαλδημοκρατίας. Συναγωνιζόμενες είτε συνεργαζόμενες. Οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, ακροδεξιές και αριστερές, λαϊκιστές και εθνικιστές κάθε τύπου και χρώματος, ήταν διαχρονικά απέναντι στην προσπάθεια αυτή και πολέμησαν κάθε διαδικασία ενοποίησης και συνεργασίας. Η πορεία αυτή ασφαλώς δεν ήταν εύκολη. Μέσα από πολλές δυσκολίες, αντιτιθέμενα εθνικά συμφέροντα, με σφυροκοπήματα δεξιών και αριστερών λαϊκιστών και εθνικιστών, οικοδομήθηκε η σημερινή σύγχρονη και ειρηνική Ευρώπη, με το καλύτερο επίπεδο ευημερίας για τους πολίτες της, υπόδειγμα για πολλούς λαούς στη γη. Μέσα από πολλά οικονομικά πλαίσια στήριξης, μεταφέρθηκαν γιγάντιοι οικονομικοί πόροι, από τις πλούσιες χώρες προς τις φτωχότερες. Μετά την 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαμε την μεγαλύτερη περίοδο ανοδικής ευημερίας όλων των κοινωνιών της Ενωμένης Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα όπως της Ελλάδας, που στην δεκαετία του πενήντα, ήταν από τις πιο καθυστερημένες χώρες του Κόσμου και σήμερα φιγουράρει, παρά την δεκαετή κρίση, στις πιο πλούσιες χώρες του πλανήτη. Οι χώρες του “υπαρκτού σοσιαλισμού” που κατέρρευσε το 1989, μέσα σε λίγα χρόνια κάλυψαν καθυστερήσεις δεκαετιών και σήμερα αναπτύσσονται με ρυθμούς που τις ζηλεύουν ακόμη και οι πιο ισχυρές χώρες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση λοιπόν αναδεικνύεται το μεγαλύτερο πολιτικό εργαστήριο συνεργασίας χωρών με διαφορετικό οικονομικό επίπεδο, με μεγάλες κοινωνικές ανισότητες, με διαφορετικές ταχύτητες σε όλα τα επίπεδα και οι οποίες σήμερα έχουν κατακτήσει ένα κοινό θεσμικό πλαίσιο για τα περισσότερα πεδία της πολιτικής, συνεργάζονται στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και αναζητούν από κοινού μέσα από αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, μια κοινή πορεία.

 

Ασφαλώς αυτή η πορεία δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα. Άλλοι θέλουν ταχύτερους ρυθμούς στην διαδικασία της ενοποίησης, άλλοι θέλουν πιο προσεκτικούς και αργούς ρυθμούς. Όμως οι βασικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, συντηρητικές, φιλελεύθερες και προοδευτικές, που αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της ευρωπαϊκής ενοποίησης, συμφωνούν στον κοινό στόχο. Στην Ενωμένη Ευρώπη. Αυτές οι δυνάμεις παρά τις διαφορές τους βρίσκουν τα κοινά τους σημεία, προχωρούν κάθε φορά στους αναγκαίους συμβιβασμούς και προχωρούν. Αυτή άλλωστε είναι η Ευρώπη. Κάθε βήμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι προϊόν συναινέσεων, συνθέσεων και συμβιβασμών. Όλες οι κατακτήσεις της Ενωμένης Ευρώπης είναι αποτέλεσμα των πολιτικών αυτών δυνάμεων, οι οποίες εύρισκαν κάθε φορά τον τρόπο για να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και τα εμπόδια της ενοποίησης. Αυτές οι δυνάμεις είναι οι πραγματικές προοδευτικές δυνάμεις, που επιδιώκουν το βάθεμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Και απέναντι στις δυνάμεις αυτές, είναι οι δυνάμεις της πραγματικής συντήρησης, οι δυνάμεις της εθνικιστικής και λαϊκίστικης “δεξιάς” και “αριστεράς”. Είναι οι δυνάμεις του ευρωσκεπτικισμού, του αντιευρωπαϊσμού και της ματαίωσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Είτε ανοικτά, είτε συγκεκαλυμμένα. Γιατί εκτός από αυτές τις δυνάμεις που ανοικτά πολεμούν την Ενωμένη Ευρώπη, είναι και οι δυνάμεις που δήθεν θέλουν –όπως λένε-  μιαν άλλη Ευρώπη. Απέναντι στην “νεοφιλελεύθερη” όπως την ονομάζουν Ευρώπη.

 

“Νεοφιλελεύθερη” Ευρώπη χαρακτηρίζουν την σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση οι δυνάμεις της εγχώριας λαϊκιστικής αριστεράς, οι οποίοι επίσης θέλουν να αλλάξουν την Ευρώπη. Και όποτε το θυμούνται χτίζουν “Μέτωπα του Νότου”, απέναντι στις πλούσιες χώρες του Βορρά. Και ας έχουν μεταφερθεί γιγάντιοι οικονομικοί πόροι από τον Βορρά στον Νότο της Ευρώπης, μέσα από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά προγράμματα και τους ευρωπαϊκούς προϋπολογισμούς. Και ας έχουμε στα χρόνια της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη μεγαλύτερη σύγκλιση και κάλυψη τεράστιων ανισοτήτων ανάμεσα σε Κράτη και σε κοινωνικές τάξεις. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ισχύει ότι οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, όπως ισχυρίζεται η ριζοσπαστική αριστερά. Ποτέ άλλοτε τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα δεν έχουν εξασφαλίσει ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης, όπως έχει διασφαλιστεί στον ευρωπαϊκό χώρο, με το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και τις άλλες κοινωνικές παροχές. Ποτέ άλλοτε τα μεσαία στρώματα δεν είχαν περισσότερες ευκαιρίες από την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Με εξαίρεση βέβαια την χώρα μας, όπου τα μεσαία στρώματα, εξοντώνονται τα τελευταία χρόνια μέσω μιας ολέθριας υπερφορολόγησης.  Και ας σώθηκαν τέσσερις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου –ανάμεσα σ’ αυτές και η Ελλάδα-, την τελευταία δεκαετία από τα βράχια της ανοικτής χρεοκοπίας, με την δημιουργία νέων ευρωπαϊκών θεσμών αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας.

 

Ασφαλώς υπάρχουν και οι δυνάμεις που επιδιώκουν ταχύτερους ρυθμούς στην διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, χωρίς όμως να αμφισβητούν ή να απορρίπτουν το σημερινό ευρωπαϊκό κεκτημένο. Είναι οι δυνάμεις που θέλουν περισσότερη Ευρώπη, όχι όμως μια άλλη φανταστική Ευρώπη. Όπως και οι δυνάμεις που πιστεύουν στην ευρωπαϊκή προοπτική, αλλά προτείνουν ότι το εγχείρημα εξασφαλίζει περισσότερες προϋποθέσεις επιτυχίας εάν και εφόσον βασίζεται σε πιο αργούς και πιο προσεκτικούς ρυθμούς στην διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Και αν εκτιμήσουμε τις εξελίξεις που είχαμε με το Brexit στην Βρετανία, είτε παλαιότερα με την απόρριψη του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, αυτή η θέση δεν στερείται μιας λογικής βάσης. Ας δούμε για παράδειγμα την πρόταση για την καθιέρωση του ευρωομόλογου. Δηλαδή την καθιέρωση ενός τρόπου φτηνού δανεισμού των μελών της ευρωζώνης. Με το ευρωομόλογο θα δανείζεται με το ίδιο επιτόκιο η Γερμανία για παράδειγμα και η Ελλάδα. Αυτό κατ’ αρχήν ακούγεται σωστό και δίκαιο, αλλά μια πιο προσεκτική και αντικειμενική ματιά, μπορεί να καταλάβει ο καθένας μας ότι η εφαρμογή του ευρωομόλογου προϋποθέτει κάποιες σημαντικές αλλαγές στα Κράτη μέλη της ευρωζώνης και ιδιαίτερα σε αυτά όπως η χώρα μας με ευάλωτα δημοσιονομικά και με ένα πολιτικό σύστημα που εύκολα διολισθαίνει στην παροχολογία. Δέστε σήμερα τι γίνεται με τον διαγωνισμό προεκλογικών παροχών που επιδεικνύει η Κυβέρνηση, την ίδια στιγμή που η ΔΕΗ καταρρέει, τα χρέη προς την εφορία αυξάνονται και τα κόκκινα δάνεια βουλιάζουν όλο και περισσότερο το τραπεζικό σύστημα. Και αν σκεφτούμε ότι το δημόσιο χρέος χρόνο με τον χρόνο μεγαλώνει, αν και ακόμη διανύουμε περίοδο χάριτος από τους εταίρους μας, δηλαδή δεν πληρώνουμε σχεδόν ούτε ένα ευρώ για τοκοχρεολύσια. Δεν θα συμφωνήσουν στην καθιέρωση ενός ευρωομόλογου, οι πλούσιες χώρες του Βορρά για να εξυπηρετήσουν ένα πελατειακό κρατικοδίαιτο σύστημα της Ελλάδας, το οποίο αναπαράγεται μέσα από την παροχολογία και τις πελατειακές σχέσεις. Και όχι μόνο αυτό. Όσο οι χώρες όπως η δική μας, δεν προχωρούν σε γενναίες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές στο Κράτος, στους θεσμούς, στην οικονομία, που θα μας μετασχηματίσουν σε μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα, τόσο θα αυξάνεται και ο ευρωσκεπτικισμός στις πλούσιες χώρες του Βορρά, τόσο θα καθυστερεί η ευρωπαϊκή ενοποίηση, τόσο θα απορρίπτεται το ευρωομόλογο. Άρα λοιπόν ΝΑΙ στο ευρωομόλογο, αλλά πριν απ’ αυτό πρέπει να κάνουμε πολλά πράγματα που επιμένουμε να μην κάνουμε εμείς στην χώρα μας αλλά όσες χώρες διεκδικούν το ευρωομόλογο. Με άλλα λόγια το ευρωομόλογο θα το κατακτήσουμε με την αξία μας και δεν θα μας το χαρίσει κανένας, στο όνομα μιας ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και μόνο.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι κατάκτηση των ευρωπαίων πολιτών. Δεν είναι δεδομένη η περαιτέρω δημοκρατική της ολοκλήρωση, εάν την αφήσουμε στον αυτόματο πιλότο. Και αυτό που χρειάζεται να κάνουν οι ευρωπαίοι μεταρρυθμιστές, σε όποιον πολιτικό χώρο και αν ανήκουν, είναι να πείσουν, αντιμετωπίζοντας όχι μόνο την πολεμική των αντιευρωπαϊστών, την κριτική των ευρωσκεπτικιστών, αλλά και όλους αυτούς που θέλουν να αλλάξουν την Ευρώπη που στην πράξη όμως θέλουν την διάλυσή της και όχι την πραγματική δημοκρατική της ενοποίηση.