Αν ένας καλόπιστος ισπανός, αμερικανός ή κινέζος αλλά και γάλλος ή ιταλός δει τον χάρτη του ανατολικού Αιγαίου, όπου μια μεγάλη ξηρά περιβάλλεται από πολλά νησιά που δεν της ανήκουν, θα σκεφτεί ότι κάτι ανώμαλο συμβαίνει εδώ.
Όντως, η απώλεια των νησιών το 1912-13, που έκανε το Αιγαίο ελληνική θάλασσα, πόνεσε πολύ την Τουρκία. Ξέρουμε ότι τα δύο θωρηκτά που ναυπηγούσαν στην Βρετανία, τα «Σουλτάνος Οσμάν Α΄» και «Ρεσαντιέχ», το 1914 ήταν έτοιμα και αν έρχονταν στο Αιγαίο θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον ελληνικό στόλο, προκειμένου να διεκδικήσουν εκ νέου τα νησιά του Αιγαίου. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και η ελληνική κυβέρνηση σκεφτόταν να τα χτυπήσει πριν φτάσουν στην Τουρκία, καθώς θα περνούσαν από τα δικά μας νερά. Η έκρηξη όμως του Α΄. Παγκοσμίου Πολέμου ματαίωσε τα σχέδια αυτά, τα πλοία κατασχέθηκαν από τους Βρετανούς, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμμάχησε με την Γερμανία και ο κίνδυνος απομακρύνθηκε. Για εκατό μόνο χρόνια.
Ύστερα ήρθε η μικρασιατική καταστροφή, η συνθήκη της Λωζάννης, η ανταλλαγή των πληθυσμών και η Συνθήκη Φιλίας Ελλάδας – Τουρκίας του 1930. Οι Τούρκοι στον πόλεμο παραμένουν ουδέτεροι. Στέλνουν μεν το «Κουρτουλούς » με σταφίδα στον Πειραιά κατά τη διάρκεια του λιμού το 1942 αλλά παράλληλα φαλκιδεύουν τα δικαιώματα της μειονότητας των Ρωμιών της Πόλης. Αλλά κανείς δεν τους ρωτάει για τα Δωδεκάνησα, που δίνονται στην Ελλάδα. Κατά τα άλλα, καλά, μέχρι που έρχεται το Κυπριακό και η «Ένωσις» και όλα τινάζονται στον αέρα.
Σήμερα, δύο είναι τα θέματα που συντηρούν ή προκαλούν την όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων : Το γνωστό Κυπριακό και οι βαθειά αναθεωρητικές στοχεύσεις της Τουρκίας, που συν τω χρόνω γίνονται ουσιαστικότερες και ιδιαίτερα επώδυνες για εμάς.
Απευθυνόμενη η Ελλάδα στις ξένες κυβερνήσεις, στην Ε.Ε., στον ΝΑΤΟ και στον ΟΗΕ και στην διεθνή κοινή γνώμη προβάλει παράλληλα και τα δύο αυτά ζητήματα, καταγγέλλοντας την τουρκική επιθετικότητα και προκλητικότητα.
Νομίζω, ότι πρόκειται για μέγα λάθος που μας βλάπτει σοβαρά στην παρούσα κρίσιμη συγκυρία. Σήμερα θα έπρεπε να αφήσουμε το κυπριακό στην άκρη.
Διότι δεν υπάρχει κυβέρνηση, συμμαχία, διεθνής οργανισμός ή ενημερωμένος πολίτης ανά τον κόσμο, που θα θεωρήσει εύλογη την τουρκική αξίωση αναθεώρησης των συνθηκών και αλλαγής των συνόρων. Δεν υπάρχει όμως και κανένας που να έχει για το κυπριακό την γνώμη που έχουμε εμείς, οι ελληνικές κυβερνήσεις και η ελληνική και η ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη.
Καθώς το Κυπριακό δεν είναι μόνο θέμα εισβολής και κατοχής, όπως μας αρέσει να λέμε, ξεχνώντας την άβολη ιστορία. Η επιδίωξη της Ένωσης, αδιαφορώντας για την θέληση των τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας της ίδιας, που είχε πάρει το μάθημά της από την Κρήτη και δεν θα πάθαινε τα ίδια, υπήρξε ένας τυχοδιωκτικός στόχος, πράγμα που απεδείχθη επανειλημμένα, χωρίς εμείς να το έχουμε ακόμη παραδεχθεί. Εμείς – ο ελληνισμός- προκαλέσαμε την επέμβαση της Τουρκίας το 1974 και εμείς χάσαμε τον πόλεμο αυτόν. Και όμως, ακόμη προσπαθούμε να κερδίσουμε διπλωματικά ό,τι χάσαμε στο πεδίο της μάχης. Αδιάλλακτοι και ασυμβίβαστοι, ως εάν είχαμε νικήσει.
Ενδεχομένως, ήταν λάθος του καλόπιστου Σημίτη το να βάλει την Κύπρο στην Ε.Ε. πριν επιλυθεί το Κυπριακό, πράγμα που άρκεσε στους ελληνοκύπριους και κατέστησε αδύνατο τον οποιονδήποτε συμβιβασμό. Όπου δεν είναι μόνο η ηγεσία αδιάλλακτη, σε αλληλοτροφοδοτούμενη σχέση είναι και ο ελληνοκυπριακός κόσμος, που πλέον προτιμά τα δύο κράτη, πράγμα που φαίνεται πως ο έλληνας πρωθυπουργός παραδόξως αγνοεί, όταν δηλώνει ότι δεν θα αποδεχθούμε ποτέ την λύση αυτή.
Όσον αφορά τα αναθεωρητικά αιτήματα της Τουρκίας : Είναι πια καθαρό, πώς μείζονα στόχο έχει την επανακατάκτηση των νησιών που περιβάλουν την μεγάλη στεριά, την άρση δηλ. της φαινομενικής ανωμαλίας για την οποία έκανα λόγο αρχίζοντας. Χρόνια το κλιμακώνουν, πρώτα μια βραχονησίδα, μετά όλες οι βραχονησίδες, τώρα η Χίος, η Μυτιλήνη , η Σάμος και η Ρόδος και τα άλλα νησιά. Η αξίωση αποστρατιωτικοποίησης των απειλούμενων νησιών, απολύτως παράλογη, εφ’ όσον η δική τους επιθετικότητα την επιβάλει, είναι προσπάθεια νομιμοποίησης των κατακτητικών τους σχεδιασμών και ένδειξη ότι το κακό πλησιάζει.
Ενδεχομένως, οι τούρκοι να αρκούνται προς το παρόν σε ένα θερμό επεισόδιο, που θα είναι ένα ακόμη εντονότερο στρίψιμο της βίδας.
Εμείς όμως τί θα κάνουμε αν συμβεί ;Θα προστρέξουμε και πάλι στους διεθνείς οργανισμούς, καταγγέλλοντας, εκλιπαρώντας παρέμβαση και επιδιώκοντας την μη κλιμάκωση ;
΄Η θα αξιοποιήσουμε την αφορμή για μια πολύ σκληρή απάντηση, που δεν θα είναι στην πραγματικότητα απάντηση, αλλά πλήρης και αιφνιδιαστικός ολοκληρωτικός πόλεμος για την στρατιωτική συντριβή της Τουρκίας και την διασφάλιση της κυριαρχίας των νησιών για άλλα εκατό χρόνια ή μέχρι να πάψουν να υπάρχουν σύνορα ;
Είναι αυτό εφικτό ;
Προφανώς δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που να βλέπει τον πόλεμο ως επιλογή. Αν όμως μας επιβληθεί ; Ούτε το 1940 θέλαμε να πολεμήσουμε. Μάλιστα, κάναμε και πολύ καιρό τον βλάκα, κρύψαμε ακόμη ότι την «Έλλη» την τορπίλισαν οι Ιταλοί.
Το ερώτημα για την Τουρκία, αφού έχει όπως φαίνεται καθορίσει τους στρατηγικούς της στόχους και αφού αναθεώρηση συνθηκών και συνόρων δεν θα γίνει παρά με πόλεμο, δεν είναι το «τί» και το «πώς», αλλά το «πότε». Να εικάσουμε πριν πάρουμε όλα τα Ραφάλ και τις καινούργιες φρεγάτες ;
Ας καθορίσουμε λοιπόν εμείς τα δικά μας ερωτήματα και ας δώσουμε τις δέουσες απαντήσεις. Εννοώ στο επίπεδο της κοινής γνώμης. Διότι η Κυβέρνηση και τα Επιτελεία το έχουν κάνει. Καλό είναι όμως να έχουν και την υποστήριξη του κόσμου.
Και εν τω μεταξύ, ας μιλάμε λιγάκι και για την Ιστορία. Όχι μόνο προς την ελληνική αλλά και προς την διεθνή κοινή γνώμη. Λέμε ότι είναι «ανιστόρητη» η στάση της Τουρκίας αλλά δεν λέμε γιατί. Το έθεσε πολύ σωστά ο Μαυρογορδάτος στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της περασμένης Κυριακής.