Κάθε τόσο έρχονται στην επικαιρότητα ειδήσεις που μάς θυμίζουν τις τραγικά μεγάλες διαστάσεις που έλαβε στην Ελλάδα η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Προσφάτως, ήταν η σειρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να υπολογίσει ότι ο πλούτος των Ελλήνων μειώθηκε από 968,6 δις το 2009 σε 702,6 δις το 2019 για να ανεβεί το 2023 στα 749,8 δις, έχοντας χάσει στο διάστημα αυτό 22,5% (ΤΑ ΝΕΑ, 10/1/2024). Ασφαλώς είναι παρήγορο ότι η χώρα ανακάμπτει και ότι η αντιστροφή της τάσης αναγνωρίζεται διεθνώς.Χρειάζεται όμως να ξεκινάμε από το μέγεθος των απωλειών της προηγούμενης δεκαπενταετίας για να κατανοούμε τις κοινωνικές διαθέσεις αλλά κυρίως τις εθνικές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει η χώρα.Για να συνειδητοποιούμε ότι η Ελλάδα δεν αρκεί να προχωρά με «βελτιώσεις» αλλά με φιλοδοξία να πραγματοποιήσει ένα αναπτυξιακό άλμα. Αν αυτή είναι η πρόκληση, τότε άλλες είναι οι απαιτήσεις από το Κράτος, από την Πολιτική, από την κυβέρνηση και τα κόμματα, άλλο είναι και το κοινωνικό ήθος που χρειάζεται να καλλιεργηθεί.
Στην Ελλάδα η συζήτηση για τον ρόλο του Κράτους στην Οικονομία έχει ένα ρίσκο. Κινδυνεύει να βαλτώσει στα βιώματα του μεταπολιτευτικού κρατισμού και στην κραταιά λαϊκιστική πελατειακή δημαγωγία. Αναφέρομαι στο κομματικό-συντεχνιακό μοντέλο διεύθυνσης των δημόσιων οργανισμών και της Δημόσιας Διοίκησης που επικράτησε βαθμιαία στη μεταπολιτευτική Ελλάδα μέχρι τη χρεοκοπία. Αυτό το «συμμετοχικό μοντέλο» συνδιοίκησης με τους κομματικούς συνδικαλιστές,εξέφραζε τη φιλοσοφία των προοδευτικών δυνάμεων της δεκαετίας του ΄70 για τον «εκδημοκρατισμό του κράτους». Η συμμετοχή των εργαζομένων θα εγγυόταν apriori τη δημοκρατία και την αποτελεσματικότητα στη λειτουργία αυτών των θεσμών. Η εξιδανικευμένη αντίληψη για την «εργατική τάξη» δεν άργησε να απομυθοποιηθεί και το μοντέλο να παραγάγει κακοδιαχείριση, σπατάλη, διαφθορά, συντεχνιασμό, «μικροκαπετανάτα» χωρίς μαζική συμμετοχή, και απουσία λογοδοσίας στους χρήστες αυτών των υπηρεσιών.
Έτσι, ο «μέσος πολίτης» αποστασιοποιήθηκε από αυτές τις αντιλήψεις, αν και μερικές φορές μοιάζει σαν να έχουν αποσυρθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο και να ανασύρονται περιστασιακά από συντεχνίες που διεκδικούν τα «κεκτημένα» τους. Το διαπιστώνουμε για άλλη μια φορά μόλις η κυβέρνηση πήρε την πρωτοβουλία για τα μη κρατικά Πανεπιστήμια. Και μόνο το γεγονός ότι είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπηπου έχει μόνο δημόσια Πανεπιστήμια, θα έπρεπε να είχε βάλει ένα τέλος σε αυτή την παλαιολιθική πολιτική αντιπαράθεση. Πληρώνουμε όμως το κόστος μιας καθηλωμένης αριστεράς που συντονίζεται με τα κέφια των αριστεριστών και των μπάχαλων.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η κοινωνία ιδίως μετά τη χρεοκοπία, έχει προχωρήσει μακριά από τον παλαιό κρατισμό του αριστερόστροφου λαϊκισμού. Ζει και επωφελείται από τις συνθήκες συνεργασίας του δημόσιου και του ιδιωτικό τομέα, στα νηπιαγωγεία, στους παιδικούς σταθμούς, στα γυμνάσια και τα λύκεια, στα νοσοκομεία, στους οίκους ευγηρίας, στην
ενέργεια, στις επικοινωνίες, και προσεχώς στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Όπως συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, με διαφορετικό μείγμα, διαφορετική αποτελεσματικότητα και διαφορετικές ρυθμίσεις αναλόγως της θεσμικής παράδοσης της χώρας. Δεν πρόκειται για απλή ρεαλιστική αποδοχή, γιατί η αλλαγή είχε και ιδεολογικές διαστάσεις. Πράγματι, η κριτική στον κρατισμό του αριστερόστροφου λαϊκισμού ήρθε από δύο διαφορετικά μέτωπα.Το ίδιο είχε ήδη συμβεί και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η μεριά του νεοφιλελευθερισμού είχε καταγγείλει το «μεγάλο κράτος» και πρότεινε το «μικρό» έτσι ώστε να «απελευθερωθεί» ο δυναμισμός της αγοράς και του καπιταλισμού. Η μεριά της σοσιαλδημοκρατίας απέκρουε πλέον το κράτος-επιχειρηματία αλλά προσπαθούσε να διασώσει το κράτος πρόνοιας στη λογική του «εξανθρωπισμού» του καπιταλισμού. Και οι δύο ιδεολογικές πλατφόρμες αναπτύχθηκαν και εδραιώθηκαν στην ελληνική δημόσια σφαίρα παράγοντας τα δικά τους στερεότυπα που επίσης έρχονται και επανέρχονται αναλόγως της συγκυρίας.
Το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου είναι ότι και τα δύο παραγνώριζαν τις εθνικές συνθήκες αναπαράγοντας την αγγλοσαξονική κυρίως ιδεολογική αντιπαράθεση. Ασφαλώς, η αναδιανομή του πλούτου είναι κομβικός στόχος, αλλά στην Ελλάδα προείχε και προέχει η παραγωγή του, ιδίως μετά την καθίζηση της τελευταίας δεκαπενταετίας. Μια σοσιαλδημοκρατία ή μια δήθεν ριζοσπαστική αριστερά, που προσπερνούν το δίλημμα, χάνουν την επαφή τους με τις ζωτικές ανάγκες της κοινωνίας ακόμα και όταν μιλούν στο όνομα των αδύναμων στρωμάτων. Ασφαλώς, έχουν είχαν δίκιο οι φιλελεύθεροι ότι το ελληνικό διογκωμένο κράτος πρέπει να μικρύνει. Χωρίς όμως ισχυρή ρύθμιση και κανόνες, χωρίς αξιόπιστη δημόσια διοίκηση, όταν αποσύρεται το αντιπαραγωγικό κράτος θα αντικαθίσταται από αναποτελεσματικές αγορές και οικονομικά λαθρόβιους επιχειρηματίες.
Η Ελλάδα είχε, και μετα τη χρεοκοπία χρειάζεται να έχει, τη δική της «πολιτική οικονομία» ως προς τον ρόλο του Κράτους, τη σχέση δημόσιου-ιδιωτικού, αν φιλοδοξεί σε ένα νέο αναπτυξιακό άλμα. Αυτό δεν σημαίνει να επικαλεστεί κάποια εθνική ιδιομορφία, ούτε κάποιο καινούργιο «εξαιρετισμό». Όποτε το έκανε, σε κακό της βγήκε. Είναι μια ευρωπαϊκή χώρα που πρέπει να ανακτήσει τον χαμένο πλούτο της, μεταρρυθμίζοντας ταυτόχρονα το παραγωγικό της μοντέλο ώστε να γίνει ανταγωνιστικότερο. Θα το πετύχει αν αξιοποιήσει καλύτερα τις επιτυχημένες πλευρές της δικής της πολιτικής-θεσμικής παράδοσης και αν μελετήσει επιτυχημένες μεθόδους «αναπτυξιακών κρατών» άλλων χωρών. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η αναπτυξιακή στρατηγική στόχευε στην έξυπνη χρήση των διεθνών αγορών και στην αναβάθμιση της χώρας σε αυτές. Ο οικονομικός στόχος συνδυαζόταν με μείζονες γεωπολιτικές επιλογές ή μάλλον, με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που έδινε στη χώρα η γεωπολιτική της θέση - όπως σήμερα η Ελλάδα που αναβαθμίζεται γεωπολιτικά στο πλαίσιο του δυτικού-ευρωπαϊκού μπλοκ, ενώ παράλληλα αναμορφώνονται οι αλυσίδες παραγωγής αγαθών με γεωπολιτικά κριτήρια. Στο πλαίσιο αυτό, ήταν το Κράτος που χάραζε μια μακροχρόνια εθνική στρατηγική γιατί η επιχειρηματική εξωστρέφεια δεν αρκούσε να τραβήξει τη χώρα μπροστά λόγω της μικρής κλίμακας του εθνικού καπιταλισμού. Η αποτελεσματικότητα και η προωθητική δύναμη του Κράτους εξαρτάτο από την προσήλωση στον στόχο που ενέπνεε η κεντρική εξουσία.Ούτε όμως το Κράτος, ούτε η κυβέρνηση αρκούσαν από μόνες τους. Χρειάζονταν να εμπνεύσουν κοινωνικές, επιχειρηματικές και πνευματικές δυνάμεις, ώστε να κινητοποιηθούν στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής. Κυρίως να αναπτύξουν ισχυρά συστήματα εκπαίδευσης και καινοτομίας ώστε να μπορούν να υποδέχονται τις τεχνολογικές εξελίξεις που διαμορφώνουν οι πιο προηγμένες χώρες.Με αυτόν τον τρόπο, η αναπτυξιακή στρατηγική δημιουργεί και το ανάλογο κοινωνικό ήθος το οποίο επιβραβεύει τη δημιουργικότητα, την ευθύνη και την εργασία.
Στις πιο πάνω γραμμές, δεν υπήρξε αναφορά ούτε σε πολιτικούς ούτε σε κόμματα. Υπήρξε μια περιγραφή της ιστορικής πρόκλησης ενώπιον της οποίας βρίσκεται κατά τη γνώμη μου η Ελλάδα. Αν όμως κάποια από όσα λέχθηκαν ισχύουν, καταλαβαίνει κανείς γιατί κόμματα κατέρρευσαν και γιατί πολιτικοί που τρέχουν πίσω από τα τρολ του διαδικτύου, δύσκολα θα ανακάμψουν.
Πηγή: www.tanea.gr