Κάποιοι μαθητές μου, καθώς και ορισμένοι ακριβοί φίλοι, μού κάνουν την τιμή να με αποκαλούν «Δάσκαλε» (ή έστω, γιατί δεν ξέρω ακριβώς το πνεύμα της προσφώνησής τους, «δάσκαλε»). Ειλικρινά, και χωρίς καμία ψευτομετριοφροσύνη, αμφιβάλλω εάν αξίζω έναν τέτοιο, σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερα τιμητικό και μεγάλο, τίτλο. Αυτό, αντίθετα, για το οποίο είμαι απόλυτα βέβαιος είναι πως το ελάχιστο που έγινα, το ελάχιστο που είμαι, το οφείλω στους δασκάλους μου. Μέτριο ή κακότεχνο, είμαι πάντως ένα «δημιούργημα», μεταξύ των άλλων, της Αλεξάνδρας Μιχαλοπούλου, του Δημήτρη Τσόκα, του Αντώνη Παπαφράγκου, του «Καπόνε» Χατζηβασιλείου, του Ανδρέα Μπελεζίνη, του Κώστα Ανδρακάκου, του Ορφέα Μυτιληναίου, του Σταύρου Πάντου, του Ιωάννη Τριανταφυλλόπουλου, του Αλεξ. Κατσαντώνη, του Ηλία Κρίσπη, του Μορίς Ντιβερζέ, του Λεό Χαμόν, του Λιό Αϊμόν (Leo Hamon), του Ζακ Λαγκρουά (Jacques Lagroye), του Κορνήλιου Καστοριάδη… Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να είναι διαφορετικά; Εδώ ολόκληρος Αλμπέρ Καμί, όταν πήρε το Νομπέλ Λογοτεχνίας, έγραψε στον δάσκαλό του στο Αλγέρι για να του πει ότι του οφείλει τα πάντα, δεν θα ίσχυε αυτό για την ασήμαντη πνευματική μου οντότητα;
Τι μου ήρθε, όμως, ξαφνικά και αναφέρομαι στους δασκάλους μου ή, αν προτιμάτε, στην αφηρημένη έννοια του Δασκάλου, για τον οποίο ο πατέρας μου – εγγονός δασκάλου ο ίδιος – έλεγε: «Είναι σαν το κερί: λειώνει σκορπίζοντας γύρω του φως»; Αυτό λοιπόν που με σπρώχνει σ’ αυτή την αναπόληση είναι η σύγκριση. Σύγκριση όχι τόσο με τη μετριότητα των σημερινών εκπαιδευτικών λειτουργών όσο με το ήθος που εκπέμπουν και με το μίσος που διοχετεύουν ή ενσταλάζουν στις ψυχές των εφήβων. Πράγματι, κάποιοι εξ αυτών – όχι όλοι βέβαια: πάντα θα υπάρχουν φωτισμένοι και φωτοδότες δάσκαλοι -, ωθώντας και παροτρύνοντας παιδάκια να φασκελώνουν τους εκπροσώπους της Πολιτείας, λειτουργούν ως λίβας καταστροφικός, μετατρέπουν δε τα σχολεία σε «κονίκλων εκθεμελιωτών φωλεάς» κατά τη φράση του Γ. Βλάχου (ανεξαρτήτως της ενδεχόμενης, και πάντως πιθανότατης, απαξίας ή των ευθυνών των φορέων θεσμικών αξιωμάτων).
Αρκετοί από αυτούς τους σημερινούς «πυγμαίους δασκάλους» υπήρξαν φοιτητές κατά τη δεκαετία της πλήρους αποσάθρωσης κάθε παιδευτικής λειτουργίας και, συνακόλουθα, της απόλυτης αγραμματοσύνης, δηλαδή την περίοδο 1975-1985. Και στη συνέχεια, εν πολλοίς, διορίστηκαν με την επετηρίδα. Ετσι, σήμερα διοχετεύουν στις νεανικές ψυχές των μαθητών τους το μίσος προς την κοινωνία που εκπηγάζει από την, κακοαπωθημένη κάποτε, συνείδηση των προσωπικών τους ανεπαρκειών, μειονεξιών και ελλειμμάτων. Προηγουμένως και επί σειρά ετών -κάνοντας την τρίχα τριχιά όσον αφορά κάποια συχνά ασήμαντα ελλείμματα «υποδομών», λέξη που τους υπαγόρευε η ελλιπής μαρξίζουσα υποκουλτούρα τους – παρότρυναν όχι σπάνια τα «βλαστάρια» που τους εμπιστεύτηκε η Πολιτεία σε άγριες και απροσανατόλιστες καταλήψεις σχολείων. Επομένως, επειδή επέλεξαν να είναι δάσκαλοι του μίσους, ανίκανοι να διακρίνουν ανάμεσα στην αναγκαία αμφισβήτηση – «η ζωή έδωσε στη νιότη το υψωμένο δάκτυλο της κατάκρισης για να τη σέρνει μπροστά» έγραφε σε άλλους καιρούς ο Ασ. Πανσέληνος… – και την άκριτη εκθεμελίωση, θα έλεγα πως με την όλη στάση και συμπεριφορά τους δεν είναι απλώς οι ηθικοί αυτουργοί αλλά οι φυσικοί εκτελεστές, διά παρενθέτων άβουλων προσώπων, της πυρπόλησης κτιρίων και ενίοτε, εντός τους, ανθρώπων, όπως των εργαζομένων στη Μαρφίν (μεταξύ των οποίων μια έγκυος και μια παλιά φοιτήτριά μου, που δεν έγιναν, βέβαια, «σύμβολα»).
Συμπέρασμα (το οποίο έχει να κάνει με την ιεράρχηση των αναγκαίων παρεμβάσεων για την ανάταξη της σημερινής κατάστασης, εφόσον βέβαια πιστεύουμε πως είναι ακόμη ανατάξιμη): το πρώτο που πρέπει να γίνει, πριν ακόμη και από την αποκατάσταση των δημοσιονομικών μας μεγεθών, είναι η αποκατάσταση της έννοιας και του ρόλου του έλληνα Δασκάλου, ως παραγωγού γνώσεων και ηθικής, εργασιακής βέβαια (αυτό δεν σημαίνει εργασιακής υποδούλωσης) αλλά και ευρύτερης. Το δεύτερο, η μεταφορά του στόχου της κριτικής μας διάθεσης. Αυτή, αντί ή, έστω, πριν στραφεί κατά του «συστήματος», των πολιτικών ή της «άτιμης κενωνίας», πρέπει να στρέφεται στους εαυτούς μας, να γίνει ικανότητα ενδοσκόπησης και αυτοκριτικής. Γιατί, εάν δεν «τα φάγαμε όλοι μαζί», πάντως όλοι μαζί ευθυνόμαστε που έφτασαν μέχρι εδώ τα πράγματα. Ειδικά, δε, το μερίδιο ευθύνης μιας γενιάς ολίγιστων, ακόμη και ηθικά, δασκάλων μόνο αμελητέο δεν είναι…
ΑΣΧΕΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Ακουσα τις προάλλες σε καταπληκτική εκτέλεση στη ΝΕΤ το τραγούδι «Δρόμοι παλιοί» (του Μίκη Θεοδωράκη, σε ποίηση Μανόλη Αναγνωστάκη). Και ειλικρινά πόνεσα με τη σκέψη πόσο πολιτικοδιανοητικά πρωτόγονος μπορεί να είναι ένας τεράστιος μουσουργός…
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο