Η συζήτηση για την δημιουργία ενός τρίτου πόλου που θα καλύψει το υπαρκτό πολιτικό κενό μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Η χώρα χρειάζεται μια ευρεία, μεταρρυθμιστική δύναμη που θα λειτουργήσει ως καταλύτης αλλαγών και ανακατατάξεων μέσα σε ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο κινδυνεύει να καταστεί όμηρος των νεοναζιστών που φαίνεται ότι έχουν εδραιωθεί πλήρως στην τρίτη θέση. Παρόλαυτά, το όλο εγχείρημα βρίσκει συνεχώς ενώπιόν του εμπόδια ποικίλης μορφής (προσωπικές στρατηγικές, τακτικισμούς, διαφωνίες για τα πρόσωπα, καχυποψίες κλπ). Το θεωρώ λογικό για ένα λόγο: διότι η κουβέντα ξεκινά από λάθος βάση. Είναι σφάλμα να ασχολούμαστε πρωτίστως με τη δομή αυτού που θέλουμε να φτιάξουμε και να μην συζητάμε για το περιεχόμενο. Το περιεχόμενο και η ουσία της πολιτικής προηγούνται των προσώπων που θα κληθούν να την εφαρμόσουν. Και πολύ φοβάμαι ότι ελάχιστη συζήτηση έχει γίνει μέχρι σήμερα περί αυτού, τουλάχιστον σε επίπεδο διεργασιών κορυφής. Το επίδικο ζήτημα, το οποίο πρέπει να ερευνήσουμε είναι τι σημαίνει κεντροαριστερά σήμερα. Ποια πολιτική προτείνει, ποιές θέσεις εκφράζει, ποιο εναλλακτικο μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης επεξεργάζεται και σε τι διαφέρει αυτό από τα αντίστοιχα της νεοσυντηρητικής ΝΔ και του κρατικίστικου λαϊκισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν ισχυρίζομαι προφανώς ότι πρόκειται περί εύκολης και ανώδυνης υπόθεσης. Κυρίως σήμερα, που το ΠΑΣΟΚ συγκυβερνά με τη ΝΔ λόγω αδήρητης εθνικής ανάγκης, αλλα και γενικότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο με τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας βρίσκονται σε υποχώρηση και αναζήτηση νέας φυσιογνωμίας. Κι όμως είναι μια συζήτηση που πρέπει να γίνει. Δεν μπορεί να μην γίνει. Δεν ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι ο όρος «κεντροαριστερά» στερείται ουσιαστικού περιεχομένου μέσα στις σύγχρονες συνθήκες. Η κεντροριστερά και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην κοινωνική, οικονομική και παραγωγική πρόοδο, παρά τα λάθη και τις αδυναμίες της. Σήμερα μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο και πάλι. Αρκεί να βρει τον εαυτό της. Η νέα κεντροαριστερα πρέπει να είναι η πρώτη που θα μιλήσει για σαρωτικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα στην κατεύθυνση της ισονομίας πολιτικών και πολιτών και να εισηγηθεί ρηξικέλευθες προτάσεις για την εμβάθυνση της διαφάνειας, της χρηστής διακυβέρνησης και των καθαρών σχέσων μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Η νέα κεντροαριστερά οφείλει πρώτη να καταθέσει ολοκληρωμένες θέσεις για ριζοσπαστικές αλλαγές στο κράτος, αντιλαμβανόμενη ότι αυτό δεν υπάρχει χάριν του εαυτού του, αλλά χάριν του κοινωνικού συνόλου. Δεν έχει κανένα λόγο να φοβηθεί έννοιες όπως αξιολόγηση, παραγωγικότητα, ηλεκτρονική διακυβέρνηση, πάταξη γραφειοκρατίας. Δεν είναι κεντροαριστερό να προστατεύεις επίορκους και αργόσχολους, ούτε να συντηρείς οργανισμούς χωρίς πραγματικό λόγο ύπαρξης πέρα από τις πελατειακές ανάγκες διαφόρων μεγαλοσχημόνων. Κεντροαριστερό είναι να χτίζεις ένα αποτελεσματικό κράτος στην υπηρεσία -κυρίως- των αδύναμων. Η νέα κεντροαριστερά οφείλει να προσεγγίσει ορθολογικά τον ρόλο του κρατους στην οικονομική δραστηριότητα. Να μετατρέψει την κρατική παρέμβαση σε αληθινό μοχλό οικονομικής ανάπτυξης με εργαλεία όπως η τραπεζική ανακεφαλαιοποίηση, το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, τα ευρωομόλογα, η αναθεώρηση της αυστηρής νομισματικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο με στόχο τη στήριξη παραγωγικών δραστηριοτήτων, η αποτελεσματικότερη εποπτεία και ο έλεγχος του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος προς αποτροπή φαινομένων «καζίνο». Να προσανατολίσει τους πόρους κοινωνικής πολιτικής προς τους πραγματικά δικαιούχους και να στηρίξει τα δημόσια αγαθά της παιδείας και της υγείας. Η νέα κεντροαριστερά οφείλει να είναι φρουρός των εγγυήσεων του κράτους δικαίου. Της συνταγματικής και της κοινής νομιμότητας απέναντι σε φαινόμενα βίας, ανομίας και αυθαιρεσίας από οπουδήποτε κι αν προέρχονται. Οφείλει να μιλήσει για την αξία της ανοιχτής και ανεκτικής κοινωνίας, τον χωρισμό εκκλησίας και κράτους, την καταπολέμηση του ρατσισμού και των άλλων διακρίσεων και να αντιμετωπίσει νηφάλια το μεταναστευτικό πρόβλημα μακριά από εθνικιστικές υστερίες, αλλά και ανέξοδους και κακώς νοοούμενους «ανθρωπισμούς» εκτός πάσης πραγματικότητας. Οφείλει τέλος να μιλήσει με σαφήνεια αφενός για ένα απλό φορολογικό σύστημα μακράς πνοής που δεν θα πνίγει την ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά και δεν θα κάνει τα στραβά μάτια στη φοροδιαφυγή και την φοροαποφυγή και αφετέρου να αντιμετωπίσει ώριμα και χωρίς παρωπίδες τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος χωρίς λαϊκισμούς και αυταπάτες. Ας μην επαναληφθεί το λάθος του 2001. Αυτοί είναι, κατά τη γνώμη μου, οι βασικοί άξονες που πρέπει να συζητηθούν και να εξειδικευτούν. Στην συζήτηση αυτή δεν περισσεύει κανείς.