Τι πολιτικούς θέλουμε, τελικά;

Σίμος Ανδρονίδης 22 Ιουν 2022

Αφορμή για τη συγγραφή αυτού του άρθρου, στάθηκε η ανάγνωση του άρθρου του Γρηγόρη Καλφέλη, καθηγητή στο τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Το άρθρο έχει δημοσιευθεί στην εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ και αναφέρεται, όπως και ο ίδιος ο τίτλος του δηλοί (‘Τι πολιτικούς θέλουμε; ), στα βασικά κριτήρια που πρέπει να πληροί ένας πολιτικός, προκειμένου να καταστεί χρήσιμος και αποτελεσματικός.

Σε αυτό το πλαίσιο, θα αναφέρουμε πως το άρθρο του Γρηγόρη Καλφέλη εντάσσεται σε ένα προεκλογικό κλίμα, καθότι, όπως γράφει ο ίδιος στην αρχή του άρθρου του, «μπαίνουμε σιγά σιγά σε εκλογική τροχιά (πολλοί εικάζουν, μάλιστα, ότι μπορεί να γίνουν και τον Οκτώβριο) και είναι απαραίτητο να ανιχνεύσουμε τι πολιτικούς θέλουμε να έχουμε, ώστε να μην ψηφίζονται δημαγωγοί ή διεφθαρμένοι».[1]

Μετά από αυτή την εισαγωγή, ο συγγραφέας γνωστοποιεί στον αναγνώστη, με τον οποίο επιδιώκει να αλληλεπιδράσει, καλώντας τον, όχι να ψηφίσει συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά, «νέους ανθρώπους με επεξεργασμένες θέσεις»[2] το που στηρίζει, θεωρητικά, το περιεχόμενο του άρθρου του, παραπέμποντας στη γνωστή πλέον διάλεξη του Γερμανού κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ, από τα 1919, με τίτλο ‘Η Πολιτική ως επάγγελμα.’[3]

Σε αυτή τη διάλεξη, ο Βέμπερ διακρίνει μεταξύ πολιτικών οι οποίοι υιοθετούν και όχι a priori, την λεγόμενη «ηθική των απολύτων σκοπών», καθιστώντας την πολιτική εν ευρεία εννοία και την πολιτική τους στράτευση εν στενή εννοία, προσοδοφόρο επάγγελμα μη επιθυμώντας να «εγκαταλείψουν τα προνόμια» που «συνοδεύουν»[4] αυτή τη στράτευση, και, των πολιτικών που διέπονται από την «ηθική της ευθύνης», ενστερνιζόμενοι παράλληλα  μία αντίληψη της πολιτικής και δη της συμμετοχής στην πολιτική ως ευθύνη, η οποία ξεκινά ουσιαστικά από την πρώτη στιγμή, από την στιγμή δηλαδή όπου ο δρώντας εκτίθεται ενώπιον των πολιτών, φέροντας το βάρος των θέσεων και των επιλογών του, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του να προτείνει και να διοικήσει, αποκτώντας την γνώση του πότε οφείλει να μιλά, πότε να σωπαίνει και πότε να αποχωρεί.

Υπό αυτό το πρίσμα, Ο Μαξ Βέμπερ, δεν σπεύδει να προτείνει ή αλλιώς, να συγκροτήσει έναν ιδεότυπο του ιδανικού πολιτικού, του πολιτικού ‘όπως πρέπει να είναι,’ όσο να προτείνει μία ιδέα περί πολιτικής διαπάλης και συμμετοχής, αναδεικνύοντας εκείνα τα σημεία μέσω της οποίας η συμμετοχή στην πολιτική μπορεί να συμβάλλει στην ωρίμανση και των πολιτικών και του δήμου.[5]

Ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου προχωρά και στην παραδειγματοποίηση της ανάλυσης του, εκεί όπου, αφενός μεν θεωρεί τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα ως πολιτικό που βρίσκεται εγγύτερα στο πρώτο Βεμπεριανό υπόδειγμα (η ‘ηθική των απολύτων σκοπών’), σπεύδοντας να διακηρύξει, και όχι εμφατικά, την απόρριψη αυτού του μοντέλου πολιτικής στράτευσης και του πολιτικού που το εκφράζει, και, αφετέρου δε, εκτιμά πως κοντά στο δεύτερο μοντέλο, ήτοι στη λεγόμενη πολιτική στράτευση με όρους ‘ηθικής της ευθύνης,’ βρίσκεται ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Νίκος Ανδρουλάκης.

Δίχως όμως να το ‘ενσαρκώνει’ πλήρως, καθότι, παρά το νεαρό της ηλικίας του (ορθώς επισημαίνει πως η ηλικία δεν συνιστά πανάκεια), και της διατύπωσης πολιτικών θέσεων που μπορούν να συγκεντρώσουν το ενδιαφέρον (άσκηση έντονης κριτικής στη Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία), απέχει ακόμη από το να έχει διατυπώσει πλήρως επεξεργασμένες θέσεις.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως, πως το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, μετά την ολοκλήρωση των εσωκομματικών διαδικασιών του, που το κατέστησαν κόμμα ανοιχτών εσωκομματικών διαδικασιών, βρίσκεται ουσιαστικά σε φάση εξέλιξης ή μετεξέλιξης του σε κόμμα τύπου saldi, για να παραπέμψουμε στην τυπολογία του πολιτικού επιστήμονα Giovanni Sartori.

 Ήτοι σε ένα πολιτικό κόμμα που θα διαθέτει «ιδεολογία έντονα φορτισμένη», στοιχείο που αναδεικνύει η διαμόρφωση, με όλο και εντονότερο ρυθμό, από που έχουν διαφορετική θέση στη στελεχιακή κλίμακα, ενός φορτισμένου Σοσιαλδημοκρατικού αφηγήματος (διαδικασία ‘επανασοσιαλδημοκρατικοποίησης’), και επίσης, «ανοιχτή»[6] στα διάφορα κελεύσματα και στις νέες ιδέες της εποχής, της συγκυρίας, μη διστάζοντας να οικειοποιηθεί θέσεις που και προτάσεις που δείχνουν προσαρμοστικότητα και με τη ‘βιολογική’ έννοια του όρου.

Αποφεύγοντας, θεωρητικά-πολιτικά την παγίδα της ‘παραδειγματοποίησης’ που δύναται να εγκλωβίσει, θα υπογραμμίσουμε πως ένας εκκολαπτόμενος πολιτικός (εμείς θα συμπεριλάβουμε στην ανάλυση μας και την Τοπική Αυτοδιοίκηση[7] και όχι μόνο την κεντρική πολιτική σκηνή), θα πρέπει να διαθέτει αίσθηση του μέτρου και της ευθύνης, καλή γνώση των θεμάτων που ανακύπτουν διαρκώς (η ομιλία του πρωθυπουργού[8] στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών θα έπρεπε ήδη να μελετάται από τους εκκολαπτόμενους πολιτικούς, και ως προς το θεματικό της εύρος και ως προς την ρητορική επάρκεια), και διάθεση απόκτησης επιπλέον γνώσης,[9] να έχει συναίσθηση των δυνατοτήτων του, και να είναι αρκούντως διεθνοποιημένος.

Μη διστάζοντας να θέσει το κόμμα του, προ των ευθυνών του. Διότι η ηθική της ευθύνης έγκειται και σε αυτό: ‘Είμαι συγκρατημένος όταν όλοι προβλέπουν θριάμβους.’  

Προκειμένου, να καταστεί εφικτή μία σημαντική ανανέωση του πολιτικού προσωπικού της χώρας στις προσεχείς βουλευτικές εκλογές.

 

[1] Βλέπε σχετικά, Καλφέλης, Γρηγόρης, ‘Τι πολιτικούς θέλουμε;’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 18-19/06/2022, σελ. 44.

[2] Βλέπε σχετικά, Καλφέλης, Γρηγόρης, ‘Τι πολιτικούς θέλουμε…ό.π.

[3] Πλέον, διαθέτουμε μία επαρκώς μεταφρασμένη και εμπλουτισμένη έκδοση της διάλεξης του Μαξ Βέμπερ (παροτρύνουμε τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη να επιχειρήσει να γνωρίσει το σημασιολογικά πυκνό έργο του Μαξ Βέμπερ μέσα από τις επιστημονικά άρτιες μεταφράσεις του καθηγητή στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης Θανάση Γκιούρα, που εν προκειμένω τις συνοδεύει με κατατοπιστικά εισαγωγικά σημειώματα που δεν θα διστάζουν να εμβαθύνουν στη σκέψη του Γερμανού κοινωνιολόγου), η οποία κυκλοφόρησε το 2019, όντας πιο άρτια από την έκδοση της ‘πολιτικής ως επάγγελμα’ του 1987. Στην τρέχουσα έκδοση, το Βεμπεριανό έχει μεταφράσει ο Κώστας Κουτσουρέλης. Βλέπε σχετικά, Βέμπερ, Μαξ., ‘Η πολιτική ως επάγγελμα,’ Μετάφραση: Κουτσουρέλης Κώστας, Επιμέλεια: Σαμαρτζής Θάνος, Εκδόσεις Δώμα, 2019.

[4] Βλέπε σχετικά, Καλφέλης, Γρηγόρης, ‘Τι πολιτικούς θέλουμε…ό.π.

[5] Η Βεμπεριανή ηθική της ευθύνης βρίσκει εφαρμογή και σε άλλα πεδία πέραν της πολιτικής, κάτι που διαφεύγει της προσοχής του Γρηγόρη Καλφέλη.

[6] Αναφέρεται στο: Διαμαντόπουλος, Θανάσης., ‘Το κομματικό φαινόμενο: Μορφές, συστήματα, οικογένειες κομμάτων,’ Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 1991, σελ. 161. Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ, αυτή την περίοδο, είναι το γεγονός πω ενώ  εξελίσσεται μία καμπάνια ‘επανασοσιαλδημοκρατικοποίησης’ (οι αναλύσεις πρέπει να γίνουν πιο επεξεργασμένες όσον αφορά το κοινωνικό κράτος), που κινείται με επιταχυνόμενους ρυθμούς μετά το συνέδριο του περασμένου Μαϊου, αρκετά στελέχη του, μεσαίας, κατά κύριο λόγο, στελέχη που ανήκουν στη μεσαία στελεχιακή κλίμακα, δεν έχουν εκτεθεί με επαρκή στα νάματα της Σοσιαλδημοκρατίας, όπως έχει διαμορφωθεί και εξελιχθεί ιστορικά, με αποτέλεσμα να στερούνται της απαραίτητης θεωρητικής επάρκειας για να καταφέρουν να τεκμηριώσουν τον λόγο και τα επιχειρήματα τους. Αυτή η θεωρητικού τύπου ‘στέρηση,’ καθίσταται το ιδιαίτερο ‘προϊόν’ των συνθηκών που διαμορφώθηκαν την περίοδο της βαθιάς κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κρίσης, που ώθησε το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, να αποδώσει έμφαση στην χάραξη στρατηγικών πολιτικής επιβίωσης. Παράλληλα, μπορεί να οφείλεται και στην με μαζικό τρόπο είσοδο στελεχών νεότερων γενεών στο κόμμα, την τελευταία περίοδο, τα οποία στελέχη ίσως διαθέτουν αξιακές, πολιτικές και εν ευρεία εννοία πολιτισμικές αναφορές που δεν έχουν σχέση με το Σοσιαλδημοκρατικό φορτίο (δεν είναι αρνητικό κάτι τέτοιο), όπως αυτό εξελίχθηκε και όπως το ενέγραψε στο εσωτερικό του το ΠΑΣΟΚ. Προφανώς, η λύση δεν είναι η αναπαραγωγή, με στερεοτυπικό και κοινότοπο τρόπο, κομματικών ντιρεκτίβων, ούτε η διαρκής υπόμνηση της Ανδρεοπαπανδρεϊκής περιόδου, προκειμένου να αποκτηθούν Σοσιαλιστικά-Σοσιαλδημοκρατικά διαπιστευτήρια. Εφόσον έχει εκκινήσει μία εξ ορισμού σύνθετη διαδικασία πολιτικοϊδεολογικής ανα-τοποθέτησης του κόμματος στο κομματικό-πολιτικό σύστημα, τότε, το κόμμα καλείται να αντιμετωπίσει αυτή την προκύπτουσα ανισορροπία ανοιχτά και θαρραλέα, διοργανώνοντας μία σειρά ανοιχτών σεμιναρίων που θα έχουν ως σκοπό την επιμόρφωση των στελεχών του (η πολιτική ως παιδευτική διαδικασία), και την γνωριμία του με την ιστορία της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.

[7] Πολιτικούς που ομνύουν στη δημαγωγία και σε μία διαρκή υποσχεσιολογία, που έχουν καταστήσει την συνεχόμενη εκλογή τους (η θέσπιση ορίου τριών, το ανώτερο, δημαρχιακών θητειών, νομίζουμε πως θα μπορούσε να εξετασθεί), ως ‘διαβατήριο’ προσπορισμού ωφελημάτων και αναγνώρισης που προκύπτει ως απόρροια της ιδιότητας που φέρουν, συναντούμε και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.

[8] Αν και οι πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού για την ‘λύση’ του Προσφυγικού-Μεταναστευτικού, τείνουν να υπεραπλουστεύουν ένα εξόχως σύνθετο ζήτημα.

[9] Η γνώση συμβαδίζει με τη δυνατότητα αναλυτικής εμβάθυνσης σε περίπλοκα ζητήματα.