Η καταφανής κυβερνητική ανικανότητα έχει επαναφέρει στην δημόσια συζήτηση μια σκέψη που πρωτοδιατυπώθηκε μετά το δημοψήφισμα, και κυρίως πριν τις εκλογές του Σεπτέμβρη. Πρόκειται για την άποψη πως οι λεγόμενες «ερωπαϊστικές» δυνάμεις θα έπρεπε να συμπαραταχθούν απέναντι στην επερχόμενη λαίλαπα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, και να αφήσουν στην άκρη όσα τους χωρίζουν ώστε να σώσουν την χώρα από την επικείμενη καταστροφή. Όπως όλοι γνωρίζουμε η σύγκλιση αυτή δεν επετεύχθη, και ο Αλέξης Τσίπρας κυριάρχησε για τρίτη συνεχόμενη φορά στον εκλογικό στίβο, κυβερνώντας έκτοτε ακόμη πιο αδίστακτα και ακόμη πιο κομματικά, με την Ελλάδα να βουλιάζει όλο και ταχύτερα. Οι αίτιες της τότε ασυμφωνίας έχουν αναζητηθεί επισταμένως και σαν κυριότερες έχουν αναφερθεί η πιθανή εκλογική συρρίκνωση ενός τέτοιου συνόλου, οι ατομικές επιδιώξεις του υποψηφίων βουλευτών, η απροθυμία των άφθαρτων κομμάτων να ταυτιστούν με τα «παλιά», ακόμη και προσωπικές αντιπάθειες και εγωισμοί. Είμαι βέβαιος πως, συνδυαστικά, όλες αυτές οι ερμηνείες ίσχυαν τότε σε ποικίλους βαθμούς σπουδαιότητας, και το ερώτημα που μας απασχολεί είναι το εάν ισχύουν ακόμη.
Οι τελευταίοι μήνες δυστυχώς δικαίωσαν όσους πίστευαν ακράδαντα πως αυτή θα είναι μια από τις πλέον ακατάλληλες κυβερνήσεις της νεώτερης ελληνικής ιστορίας, κι αυτό το διαπιστώνουμε όλοι μας καθημερινά και για κάθε τομέα του έργου της. Οι δυο συνεταίροι εγκαθιδρύουν συστηματικά καθεστώς ημιαπολυταρχικού τύπου, υπονομεύοντας τις δημοκρατικές κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης και του Ευρωπαϊκού κεκτημένου. Στο μεσοδιάστημα από τον Σεπτέμβριο η οικονομική και η διεθνής θέση της χώρας έχουν επιδεινωθεί θεαματικά, οι δε λεονταρισμοί και οι κουτοπονηριές συνεχίζονται αμείωτοι. Προσωπικότητες αμφιλεγόμενες όπως ο Αντώνης Σαμαράς και ο Βαγγέλης Βενιζέλος έχουν αποχωρήσει τελείως από την ηγεσία των κομμάτων τους. Ο Σταύρος Θεοδωράκης σίγουρα νοιώθει πιο προσγειωμένος μετά την τελευταία κακή εμφάνιση του Ποταμιού. Και τέλος, ο κάποτε γραφικός Βασίλης Λεβέντης παρουσιάζεται μάλλον σοβαρός και αξιοπρεπής στην ως τώρα μικρή θητεία του. Συνεπώς, που είναι το πρόβλημα? Γιατί δεν συγκροτείται επιτέλους αυτό το πολυπόθητο μέτωπο, ώστε λιαν συντόμως να απαλλαγούμε οριστικά από τον Τσίπρα και την παρέα του?
Κατά την γνώμη μου η κυριότερη αιτία γι αυτή την απροθυμία συνεργασίας βρίσκεται στο ότι ο ίδιος ο όρος «ευρωπαϊστής» νοηματοδοτείται με διαφορετικό τρόπο από σχεδόν όλους τους δυνητικούς συμμάχους, και ιδιαίτερα από την κοινωνία. Είναι μεγάλη ατυχία το ότι η προκρούστεια φορομπηχτική πολιτική της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, παράλληλα με την εκσυγχρονιστική της ολιγωρία, κατέστησαν στην συνείδηση της κοινής γνώμης τους όρους «Ευρώπη» και «μεταρρύθμιση» συνώνυμους της οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής, συνώνυμους των λουκέτων, της ταξικής υποβάθμισης, της δραματικής απαξίωσης των –ανέκαθεν ανεπαρκών-δημόσιων υπηρεσιών. Για πολλούς συμπολίτες μας «ευρωπαϊστές» είναι όσοι θεωρούν πως η Ελλάδα πρέπει να πληρώσει για την ψεύτικη ευμάρεια της. Όσοι θεωρούν πως οι δανειστές είναι πάντα σοφοί και άμεμπτου ηθικής. Όσοι θεωρούν πως όσοι μικροί δανειολήπτες φάνηκαν ασυνεπείς λόγω της ύφεσης θα πρέπει να μπουν στο ίδιο καλάθι με τους στρατηγικούς μπαταχτσήδες. Εν ολίγοις, για πολλούς, έλληνες ευρωπαϊστές είναι όσοι θεωρούν την πλειοψηφία της ιδιόμορφης εγχώριας μεσαίας τάξης ως κρατικοδίαιτα παράσιτα, ανάξια οίκτου και σεβασμού. Μα και στο στρατόπεδο μας, αυτό των δυτικόφιλων υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Θέλουμε ιδιωτικοποιήσεις πλήρεις ή μακροχρόνιες παραχωρήσεις? Θέλουμε απόλυτο ή προσχηματικό διαχωρισμό εκκλησιάς και κράτους? Θέλουμε όλοι την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια? Θέλουμε όλοι την ανάθεση της φύλαξης των συνόρων μας στην FRONTEX? Θέλουμε όλοι την διατήρηση ευμεγέθων ενόπλων δυνάμεων? Θέλουμε όλοι την χαμηλή φορολογία που θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μικρό κράτος? Θέλουμε όλοι την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας με αποκλειστικό κριτήριο την αυξημένη ανταγωνιστικότητα? Θέλουμε όλοι την διοικητική αποκέντρωση και την άνθιση της κοινωνίας των πολιτών? Θέλουμε όλοι την ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση? Θέλουμε ειλικρινά όλοι την πλήρη αποκομματικοποίηση του κράτους, με όλες τις επιπτώσεις της?
Δεν είναι υστερικοί καλβινιστές οι αναπροσδιοριζόμενοι ως ευρωπαϊστές έλληνες, ούτε και αφελείς ρομαντικοί. Είναι άνθρωποι πρακτικοί και γνωρίζουν καλά πως οι βέλτιστες πρακτικές δεν συναντώνται μόνο στην γειτονία μας, μα σε όλο τον πλανήτη, σε κράτη μεγάλα μα και μικρά. Αν και αναγνωρίζουν τις δεδομένες πολυπρόσωπες αδυναμίες της χώρας μας, δεν θεοποιούν τους ξένους εκπροσώπους, αλλά τους αντιμετωπίζουν σαν αυτό που είναι: σαν τεχνοκράτες οι οποίοι ζουν και εργάζονται σε κοινωνίες όπου, λόγω συγκυριών, το κράτος του νόμου είναι διαχρονικά σταθερότερο και αποτελεσματικότερο. Τα δυτικά κράτη έφτασαν στο σημερινό επίπεδο αρτιότητας μέσα από μια μακρά διαδικασία εναλλαγών συγκρούσεων και συναινέσεων , μια διαδικασία που ακολουθεί με τον ρυθμό της και η Ελλάδα. Οι έλληνες ευρωπαϊστές επιθυμούν και η πατρίδα τους να αξιοποιήσει τα μεγάλα θετικά της και να γίνει μια «κανονική» ευρωπαϊκή χώρα, και για να συμβεί κάποτε αυτό είναι αναγκαία η συνεχής συμμετοχή μας στην ατελή μα και υπέροχη ευρωπαϊκή οικογένεια. Και κυρίως, οι ειλικρινείς έλληνες ευρωπαϊστές, παρά τις επιμέρους διαφωνίες τους, ασπάζονται απόλυτα τις αρχές πάνω στις οποίες έχει θεμελιωθεί το κοινό μας εποικοδόμημα, τις αρχές της ελευθερίας, της ισονομίας, της ανοχής, της αλληλεγγύης, της ατομικής ευθύνης. Όσα τους ενώνουν είναι πάρα πολύ σημαντικότερα από τα λίγα που τους χωρίζουν. Όσα τους ενώνουν μπορούν και πρέπει να γίνουν τα υλικά που θα συνθέσουν το κοινό αφήγημα της νέας εποχής, της εποχής μετά την Μεταπολίτευση. Ας το ξεκινήσουν λοιπόν….