Εκείνο που με παρακίνησε εξ αρχής να συνεργαστώ με την ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ήταν η εντύπωση, ότι στις σελίδες της θα εύρισκα την ευκαιρία να συμμετάσχω παραγωγικά σε μια ώριμη προσπάθεια υπέρβασης ενός αδιεξόδου στο οποίο έβλεπα να έχουν περιέλθει τα φιλελεύθερα δημοκρατικά κόμματα με ευρωπαϊκό προσανατολισμό, μετά την χρεοκοπία της χώρας. Δηλαδή, τον εγκλωβισμό τους σε ένα δημόσιο λόγο συγκυριακής διαχείρισης των συνεπειών της χρεοκοπίας, και την συστηματική αποχή τους από μια εις βάθος αναφορά στην διόρθωση των δομικών χαρακτηριστικών του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος που θα απέκλειε στο μέλλον την επανάληψη χρεοκοπίας. Με ανησυχούσε και δυστυχώς με ανησυχεί ακόμη, η διευρυνόμενη ψαλίδα ανάμεσα στη σημαντική προσφορά που η επιστημονική ελίτ του χώρου εισφέρει στους εξειδικευμένους χώρους όπου όμως διαλέγεται εσωτερικά, και στις σταγόνες γνώσης και κατανόησης που καταλήγουν στο ευρύ κοινό, που τελικά καλείται να πάρει σπουδαίες πολιτικές αποφάσεις χωρίς την απαιτούμενη γνώση. Προσδοκούσα, κοντολογίς, ότι η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εργαλείο γεφύρωσης του χάσματος αυτού. Επειδή, χωρίς ώριμη κοινή γνώμη, καμία σημαντική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.
Σε αυτό το πλαίσιο είδα την «Μεταρρύθμιση» ως δημόσιο βήμα για ένα στρατευμένο ( η, αλλιώς, «εστιασμένο») και συστηματικό διάλογο, ανοιχτό στο ευρύ ενδιαφερόμενο κοινό. Ένα διάλογο, που ο εμπορικός Τύπος δεν επιτρέπει από τις σελίδες του, ακόμη και αν το ήθελε, για λόγους «τεχνικούς». Με απλά λόγια, υπέθεσα ότι θα εύρισκα τον σωστό χώρο για συζητήσω με άλλους/ες σοβαρά ενδιαφερόμενους/ες για τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται ο τόπος για να ξεφύγει από την μοίρα των διαδοχικών χρεοκοπιών, τυπικών και άτυπων. Υπέθετα επίσης, ότι η τεχνολογία θα βοηθούσε να διευρυνθεί αυτού του είδους η πολιτική «αυτομόρφωση» που είναι βασική προϋπόθεση για την ώριμη ψήφο.
Με τον χρόνο διαπίστωσα ότι, τελικά, βρήκα μεν ένα φιλόξενο βήμα για σχολιασμό της επικαιρότητας, αλλά όχι το βήμα που φανταζόμουν και όπως το υπέθετα. Είναι βέβαιο, ότι στη πλειονότητά τους, τα κείμενα που αναρτώνται, μου προσθέτουν και γνώση και βαθύτερη κατανόηση των καθημερινά τεκταινομένων. Δυστυχώς, δεν μου προσθέτουν παρά ελάχιστα για μια ρεαλιστική εκτίμηση ότι τελικά μπορούμε να μάθουμε τι πρέπει να «μεταρρυθμιστεί» και, κυρίως, πως θα γίνει η επιθυμητή μεταρρύθμιση.
Τώρα, ύστερα από πολλή και, σας διαβεβαιώνω, επίπονη σκέψη, νομίζω ότι έχω επιτέλους καταλάβει τι τρέχει που ως φαίνεται διαψεύσθηκαν οι προσδοκίες μου. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, ως φίλο που αισθάνεται τώρα πια μια αγαπητική οικειότητα τόσο με τους αρθρογράφους, όσο και με τους αναγνώστες του καλού αυτού ηλεκτρονικού περιοδικού, να ξετυλίξω τις κύριες σκέψεις που αποκρυσταλλώθηκαν στο νου μου γύρω από αυτό το θέμα. Προφανώς τις διατυπώνω για σχολιασμό και συμπλήρωση.
Το πρώτο που σκέφτομαι τώρα, είναι ότι τελικά είναι πράγματι εξαιρετικά δύσκολο, ίσως και ανέφικτο, να δώσουμε ουσιαστικό περιεχόμενο σε μια τόσο γενική και ιδεολογικά φορτισμένη έννοια όπως η «μεταρρύθμιση», χωρίς κάποιο επιθετικό προσδιορισμό που να την συνδέει με συγκεκριμένο αντικείμενο ή συγκεκριμένη οπτική. Τώρα καταλαβαίνω ότι, ως αφηρημένη πλατωνική έννοια, έχει όλα τα κουσούρια των πλατωνικών σκιών. Μας προδιαθέτει για κάτι, αλλά εμείς πρέπει το συμπληρώσουμε με «μορφή» για να το κάνουμε σαφές και συγκεκριμένο.
Το δεύτερο που σκέφτομαι είναι ότι επειδή οι «μεταρρυθμίσεις» χρωματίστηκαν ανεξίτηλα με τη λαδιά των μνημονίων ως φαίνεται, ακόμη και τα κόμματα που στο εσωτερικό τους (δηλαδή στον ηγετικό πυρήνα τους, για ν’ ακριβολογούμε, γιατί για την «βάση» τους αμφιβάλλω αν μπορούμε να αναφερθούμε σε κάτι τέτοιο) δείχνουν να παραδέχονται την ανάγκη σοβαρών μεταρρυθμίσεων, δεν τολμούν να βγουν ανοιχτά σε μια πολιτική συζήτηση με την κοινωνία των πολιτών. Έτσι και οι πολίτες δεν εισπράττουν τα αναγκαία ερεθίσματα για να μπουν σε μια ανάλογη συζήτηση. Πολύ φοβούμαι ότι τα «δικά μας» κόμματα έχουν μολυνθεί από τον ιό του αντιμνημονιακού/αντιευρωπαϊκού λαϊκιστικού συνδρόμου και δεν έχουν καταφέρει να τον αποσείσουν παρά τις κατά καιρούς καταγγελίες του. Απλώς στον χώρο του δημοκρατικού τόξου το σύνδρομο έχει γίνει υφέρπον και ύπουλο.
Το τρίτο που έχω πια χωνέψει είναι ότι, σκάβοντας λίγο βαθύτερα στη σκέψη δεν δυσκολεύτηκα να συνειδητοποιήσω ότι, στην πραγματικότητα, υπέθετα μια εκδοχή των μεταρρυθμίσεων που στην ουσία της είναι αφελής και εξωπραγματική: Ότι, δηλαδή, υπάρχει τάχα μια λίστα μεταρρυθμίσεων που είναι αυτονόητα επιβεβλημένη «εκ των πραγμάτων». Τέτοια λίστα, όμως, απλούστατα δεν υπάρχει παρά μόνο με την μορφή καταλογογράφησης γενικών επισημάνσεων που ερεθίζουν ίσως το θυμικό αλλά ελάχιστα προσθέτουν στην γνώση, τη κατανόηση και την διαχείριση της πολιτικής πραγματικότητας. Νόμιζα, ως φαίνεται, ότι υπάρχουν κάποιες αυτονόητες «μεταρρυθμίσεις» που κάθε λογικός πολίτης αναπόφευκτα τις επιθυμεί, αρκεί κάποιος να του τις ανασύρει από το σκότος και να του τις προτείνει. Αλλά, δυστυχώς, τα πράγματα, ασφαλώς δεν είναι έτσι. Σίγουρα κάθε ξεχωριστός πολίτης έχει και τη δική του ουσιαστική και πραγματιστική άποψη για το τι θεωρεί πως πρέπει να «μεταρρυθμιστεί» στη κοινωνική πραγματικότητα όπου τον έχει ρίξει η ζωή. Αλλά, σχεδόν ποτέ δεν δόθηκε η ευκαιρία στους πολίτες αυτής της χώρας να οργανώσουν με κάποιο λογικό σύστημα τις μεταρρυθμιστικές αντιλήψεις τους. Το τέλειο χάος, δηλαδή. Αυτό το διαπιστώνει όποιος αποφασίσει να ανοίξει σχετικά κουβέντα στους χώρους της κοινωνικής του διατριβής.
Ποιος, λοιπόν, έχει το βάρος και το καθήκον να ξεκαθαρίσει το χάος αυτό και να προσφέρει για επιλογή από συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες ιδέες και προτάσεις για μεταρρυθμίσεις; Μα, προφανώς, τα πολιτικά κόμματα, στην αστική δημοκρατία μας, αφού αυτά κυρίως έχουν αναλάβει να διαχειριστούν τις πολιτικές επιλογές των πολιτών. Δεν το κάνουν όμως. Ιδού, λοιπόν, η αναγκαιότητα των στρατευμένων fora, όπως φαντάζομαι την ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ. Αυτό που αποφεύγουν να κάνουν τα κόμματα, πρέπει να το κάνει η κοινωνία των πολιτών που έχει ως εργαλείο της, μεταξύ άλλων, τα ελεύθερα fora σαν αυτό της «Μεταρρύθμισης».
Το αδιέξοδο στο οποία αναφέρθηκα παραπάνω το έβλεπα, βεβαίως, και τότε που αποφάσιζα να μπω στο χορό. Δυστυχώς, εξακολουθώ να το παρατηρώ στην, εν πολλοίς, αδυναμία των φιλελεύθερων δημοκρατικών κομμάτων να αρθρώσουν πολιτικό λόγο που να υπερβαίνει την χρονική συγκυρία της «κρίσης». Δηλαδή, την αδυναμία τους να βαθύνουν την προβληματική τους στα δομικά αίτια της χρεοκοπίας. Αυτό σημαίνει ότι αδυνατούν να εκφέρουν ουσιαστικό μεταρρυθμιστικό λόγο. Με ενοχλούσε και με ενοχλεί, ως εκ τούτου, το ότι επικρατεί ένας καυγάς που μοιάζει με καυγά λογιστών για το πώς θα πρέπει να εμφανίσουν τα λογιστικά του μαγαζιού τους για να ξεγελάσουν την τράπεζα και να την πείσουν να τους δώσει δανεικά. Για την εξυγίανση της επιχείρησης, όμως, ούτε κουβέντα!
Μήπως, λοιπόν, είναι καιρός να ξανασκεφτούμε τι μπορούμε να κάνουμε στη ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ για να φέρουμε τη συζήτηση οργανωμένα και καλοσχεδιασμένα σε αυτή την κοίτη που έχει τόσο ανάγκη η πολιτική μας ζωή; Είμαι βέβαιος ότι η «παρέα» μας έχει πολλές καλές και ενδεχομένως πρακτικές ιδέες επί του προκειμένου. Γιατί να τις κρατάει μόνο για τον εαυτό του καθένας μας;