Η ιστορία έδειξε ότι ήταν μια «βαριά» μέρα για την Θεσσαλονίκη. Βαριά από το πρωί και για μένα, αλλά για άλλους λόγους. Στο Κρατικό Θέατρο μπαλέτα. Μπολσόι ή Κύρωφ. Κάτι η αριστερή ιδεολογία της οικογένειας, κάτι η ρωσική καταγωγή της μαμάς μου (το άλλο μισό μου πορτοκάλι), περισσότερο ίσως η προσπάθεια παρακολούθησης όλων των καλλιτεχνικών γεγονότων της πόλης, οδήγησαν σύμπασα την οικογένεια να δώσει το παρόν. Περισσεύαμε εγώ και ο ξάδελφς μου, που κριθήκαμε πολύ μικροί για το Κρατικό και από επιλογή, ο μικρότερος αδερφός της μαμάς μου, φοιτητής τότε στο Πολυτεχνείο -λόγω εξεταστικής- ο οποίος ανέλαβε και την φύλαξη μας.
Δεν είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτή η μελαγχολική μας διάθεση, αν δεν εξηγήσω πρώτα τι ήταν το σπίτι της γιαγιάς Νίνας. Πάντα γεμάτο κόσμο. Τα παιδιά της, οι φίλοι των παιδιών της, οι δικές της φίλες, οι εκ Ρωσίας όπως τις λέγαμε μεταξύ μας (ένα τσούρμο χαρούμενες πουλάδες, κοντόχοντρες, με το στόμα πάντα μπουκωμένο και πάντα γελαστό, που τιτίβιζαν συνέχεια), τα εγγόνια που συνωστίζοναν γύρω της. Νομίζω ότι η αιτία όλης αυτής της ζωντάνιας και φασαρίας ήταν το ίδιο το σπίτι, η διάταξη των εσωτερικών χώρων. Βασικός του κορμός το προσφυγικό στα Διώροφα, που μεγάλωνε και αναπτυσσόταν σε κυψελωτό σχήμα, ανάλογα με τις ανάγκες της οικογένειας, με αποτέλεσμα, ενώ οι είσοδοι ήταν ευδιάκριτες απ? έξω, δεν ήταν εύκολο να βρεθούν όταν ήθελες να ακολουθήσεις αντίστροφη πορεία. Κάπως σαν Λαβύρινθος. Έτσι, όσοι έρχονταν, πολύ απλά έμεναν, πολλές φορές και για μέρες ολόκληρες. Ένας άλλος δελεαστικός παράγοντας, βέβαια, ήταν και το ρώσικο τσάι της γιαγιάς, μια διαδικασία που ξεκινούσε νωρίς κάθε απόγευμα και ολοκληρωνόταν αργά, πολύ αργά το βράδυ. Το τεράστιο τραπέζι της πρόχειρης τραπεζαρίας, στρωνόταν και γέμιζε με τις λιχουδιές της και γύρω από αυτό εναλλάσσονταν οι συνδαιτυμόνες, ανάλογα με την ώρα προσέλευσης ή την διάθεση. Η ίδια η γιαγιά Νίνα, αρχόντισσα γεωργιανή, παρακολουθούσε τη διαδικασία, ξαναγέμιζε φλιτζάνια και άδειες πιατέλες και φρόντιζε ιδιαίτερα τους νεοφερμένους (συχνό φαινόμενο) για να αισθανθούν άνετα στο τραπέζι της, με το τσιγάρο στο χέρι, ακούγοντας περισσότερο και μιλώντας ελάχιστα. Σπάνια έβγαινε από το σπίτι. Δεν ήθελε; Δεν είχε χρόνο; Όλος ο κόσμος της, το σπίτι της, το νοικοκυριό της, οι άνθρωποί της.
Ήρθε λοιπόν μια μέρα, ή μάλλον ένα βράδυ, που αυτό το σπίτι άδειασε. Τα φώτα έσβησαν, κλειδώθηκε η πόρτα της κουζίνας και έμεινε ανοιχτή μόνο η μπροστινή στο τζαμλίκι. Ο κήπος μέσα στα σκοτάδια, ησυχία που μας καταπλάκωνε -θαρρείς και όλη η γειτονιά είχε βουβαθεί- το φαγητό που μας άφησαν άνοστο χωρίς παρέα. Μπήκαμε, βγήκαμε, ξαναμπήκαμε …ούτε καν το αγαπημένο μας παιχνίδι «ψάχνουμε ντουλάπες και συρτάρια» δεν θέλαμε να παίξουμε. Μας φαινόταν χωρίς νόημα αφού δεν είχαμε λόγο να προσέχουμε, να στήνουμε αυτί μήπως και ακούσουμε βήματα, δεν είχε χάρη δίχως την πιθανότητα να μας κάνουν τσακωτούς. Ο Νίκος, κάποια στιγμή βγήκε από το δωμάτιό του, μας ρώτησε αν θέλουμε κάτι και μετά το αρνητικό μας γνέψιμο, δεν είχαμε καν διάθεση να μιλήσουμε, ξαναγύρισε στο διάβασμά του. Αφού το τριγυρίσαμε στο μυαλό μας, αποφασίσαμε να εκδικηθούμε. Να προκαλέσουμε τύψεις σε μαμάδες και γιαγιά που μας εγκατέλειψαν άσπλαχνα. Με κάτι ορνιθοσκαλίσματα γράψαμε σε ένα χαρτί «κι όλο κλαίνε τα δυό παιδάκια, καθισμένα στα σκαλοπατάκια» παραφράζοντας την καβουρίνα που ήταν τότε στα χάι της, το κολλήσαμε στην πόρτα, μη και περάσει απαρατήρητο και πήγαμε νηστικοί για ύπνο.
Αμ δεν μας έμελε. Αργά το βράδυ, επέστρεψε η οικογένεια αλαλάζουσα. Όχι μόνο οι ένοικοι του σπιτιού. Όοοοολη η ευρύτερη οικογένεια. Μέσα στη νύστα μας ακούγαμε, προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι έχει γίνει. Κουβέντα για τα μπαλέτα… μόνο το «Χτύπησαν τον Λαμπράκη» ακουγόταν. Το όνομα του δεν μας ήταν άγνωστο. Αυτό, όπως και του Ηλιού, του Πασσαλίδη, του Γλέζου, ήταν στην ατζέντα της καθημερινής συζήτησης, μαζί με το πόσες αίθουσες έχει το Λομονόσωφ και πόσα μέτρα διαδρόμους το Ερμιτάζ, ως αναπόσπαστο κομμάτι της αριστερής μας διαπαιδαγώγησης. Σιγά σιγά, κάτι η νύστα που έφευγε, κάτι οι πληροφορίες με τις οποίες μας τροφοδοτούσαν οι συμφοιτητές των θείων που κατέφθαναν ακόμα και με ποδήλατα, όντας απολύτως βέβαιοι ότι και το ξενυχτάμε, και ευπρόσδεκτοι είναι, και ότι μαζί μας θα μοιραστούν την αγωνία τους και ίσως αυτό να τους ξαλάφρωνε λίγο, τα κομμάτια του παζλ άρχισαν να μπαίνουν ένα-ένα στη θέση τους. Η νύχτα μας αλλιώς άρχισε και αλλού κατέληξε. Ακούγαμε λέξεις όπως Καρφίτσα, που και μόνο ο τρόπος εκφοράς δεν μας επέτρεπε να την συγχέουμε με την ραπτική. Γκοτζαμάνης, Γιοσμάς, υπόκοσμος. Τζίμης ο Τίγρης, με περηφάνια. Λαμπράκης, με πόνο και αγωνία. Ό,τι καταλαβαίναμε. Δεν ήταν ώρα για ερωτήσεις, ήταν συζήτηση για μυημένους.
Οι επόμενες μέρες, στην ίδια θλίψη, ο θάνατός του το επιστέγασμα; Όχι, νομίζω ότι κανένας άλλος θάνατος δεν λειτούργησε έτσι, σαν εμβρυουλκός στην ελληνική κοινωνία. Θαρρείς και ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, άνοιξε τα μάτια και τα στόματα, λύτρωσε από τον φόβο. Οι Λαμπράκηδες, οι πολιτιστικές κινήσεις που ξεπηδούσαν στις γειτονιές σαν μανιτάρια, η δημιουργικότητα μιας ολόκληρης εποχής, βγήκε στο φως. Ναι, ο Λαμπράκης ζούσε, η καρδιά του χτυπούσε στα στήθη όλων των παιδιών που άρχισαν τότε να βγαίνουν στους δρόμους και να ζητάνε λεφτά για την Παιδεία και όχι προίκα για την Σοφία, να απαιτούν την εφαρμογή του άρθρου 114 για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ήταν ένας θάνατος που δημιούργησε ζωή.
Πολλά χρόνια μετά, ως φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη, τέλη δεκαετίας του ’70, γνώρισα και το άλλο πρόσωπο της πόλης. Αυτό που ήταν πέρα από την Ίωνος Δραγούμη και πάνω από την Παπαναστασίου, απαγορευμένες ζώνες στα χρόνια της γονικής προστασίας.
Η αριστεροσύνη μας, καθιστούσε must να συχνάζουμε σε ιδιαίτερα στέκια, αναζητώντας -συνήθως χωρίς επιτυχία- μια αυθεντική λαϊκότητα, την οποία, ας μην κρυβόμαστε, δεν την είχαμε από τα σπίτια μας. Έτσι λοιπόν, διέσχισα πολλές φορές το καφενείο που σύχναζε «η κινητή μεραρχία της οδού Λαγκαδά», απαραίτητο για να πάει κανείς στα «Ψαρούδια» ή «Υποβρύχιο» ή Μπιρ Αλλάχ» που δεν είχε πρόσβαση στο δρόμο, πάμφθηνο φοιτητικό στέκι της εποχής μου. Εκεί, αραχτός πάντα ο Γκοτζαμάνης.
Μόνος, συρρικνωμένος από τα γερατειά, χωρίς αέρα και τσαμπουκά. Αυτά μπόρεσα να διακρίνω με την άκρη του ματιού, δεν γύρισα ποτέ να τον κοιτάξω. Μου έχει μείνει η θλιβερή εικόνα ενός ανθρώπου που το όνομά του ταυτίστηκε με το παρακράτος, η απόκοσμη όψη της μοναξιάς στην οποία καταδικάστηκε, όχι από την δικαιοσύνη, που για μια ακόμα φορά δεν στάθηκε στο ύψος της, αλλά από την κοινωνία, από την ίδια τη δημοκρατία.