Γράφω Παρασκευή πριν από το Γιούρογκρουπ, κι εσείς διαβάζετε Κυριακή. Ισως στο δικό σας σήμερα να βρισκόμαστε σε άλλη ήπειρο από ό,τι στο δικό μου σήμερα, ίσως όχι. Αυτή η αβεβαιότητα μας τρώει χρόνια τώρα, μερικές φορές με δραματικό τρόπο, μερικές φορές υποδόρια, αλλά πάντα πιεστικά. Το Μνημόνιο θα καταργηθεί ή θα αλλάξει με κάποιον τρόπο, και η οικονομική ζωή έχει «παγώσει» μέχρι να ξεκαθαρίσουμε τον τρόπο.
Υπάρχουν όμως μερικά σταθερά στοιχεία που δεν θα αλλάξουν, όπως και να εξελιχθούν οι διαπραγματεύσεις, όπως και να θελήσει να πορευθεί η ελληνική κυβέρνηση, με την προϋπόθεση ότι μένουμε στην Ευρωζώνη. Eνα από αυτά, πολύ βασικό: το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού. Είναι η πιο ουσιαστική αλλαγή που προέβλεπε το Μνημόνιο, και είναι ο ένας στόχος που δεν αμφισβητεί κανένας, σε όλο το πολιτικό φάσμα, εκτός από μερικούς οπαδούς της δραχμής. Αλλοι θέλουν το πλεόνασμα γιατί το θεωρούν απαραίτητο για τη σταθερή ανάπτυξη της οικονομίας. Αλλοι θα προτιμούσαν να είχαμε έλλειμμα για μερικά ακόμα χρόνια, αλλά καταλαβαίνουν ότι δεν υπάρχει κανένας να μας χρηματοδοτήσει και αποδέχονται ένα μικρό πλεόνασμα ως αναγκαίο κακό. Ακόμα και αυτοί που πρότειναν από νωρίς μια μεγάλη διαγραφή του χρέους, όπως ο κ. Βαρουφάκης, έλεγαν παράλληλα ότι αυτό θα συμβεί μόνο αν έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα, και αναγνώριζαν ότι χρειάζονται οδυνηρές θυσίες για να το πετύχουμε.
Κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, λοιπόν, όταν λέμε ότι οι προηγούμενοι θα συνέχιζαν τη λιτότητα, ενώ οι σημερινοί πρόκειται να την καταργήσουν. Οταν το κράτος παύει να είναι η ατμομηχανή της ζήτησης στην οικονομία, όταν δηλαδή παύει να «ρίχνει λεφτά στην αγορά» μέσα από τα ελλείμματά του, αυτό είναι λιτότητα. Δεν είναι το άνοιγμα των επαγγελμάτων, οι εργασιακές σχέσεις και οι ιδιωτικοποιήσεις, η λιτότητα, είναι τα σφιχτά δημοσιονομικά.
Αν λοιπόν υπάρχουν για μερικά χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα, έστω και μικρά, αυτό θα επιδράσει καταλυτικά σε δύο μεγάλους τομείς της πολιτικής. Πρώτα, στις δημόσιες δαπάνες. Μέχρι σήμερα οι πολιτικοί δεν ήθελαν να παραδεχθούν ότι κάθε επίδομα έγκαιρης προσέλευσης και κάθε πρόωρη σύνταξη στο Δημόσιο έκοβε από ένα επίδομα ανεργίας και από μια σύνταξη ανασφάλιστου. Τώρα που ο γενικότερος περιορισμός γίνεται σαφής για όλους, ο κ. Ρωμανιάς αναγνωρίζει ότι το κοινωνικό κράτος πρέπει να φροντίζει πρώτα να έχουν όλοι οι ηλικιωμένοι μια βασική σύνταξη και να ισχύουν οι ίδιοι κανόνες, τα ίδια όρια ηλικίας, για όλους. Αυτά ζήτησε η τρόικα το 2010, αυτά πρότεινε η φιλελεύθερη Δράση. Τώρα τα υποστηρίζουν στελέχη μιας αριστερής κυβέρνησης, ως δίκαια και αναγκαία. Καλά κάνουν. Αλλά το αναγκαίο είναι αυτό που τους οδήγησε να σκεφτούν σοβαρά για το δίκαιο.
Η λιτότητα δεν θα τελειώσει, αλλά μπορεί να γίνει πιο δίκαιη. Για να συμβεί αυτό, οι διαδικασίες του κράτους πρέπει να προβλέπουν και να ελέγχουν έγκαιρα τις δαπάνες. Μέχρι πρόσφατα, κάθε υπουργός και κάθε διοικητής νοσοκομείου ξόδευε ό,τι προλάβαινε, οι δαπάνες ξεπερνούσαν κατά πολύ τους προϋπολογισμούς, και οι τρύπες καλύπτονταν εκ των υστέρων. Η κακή τρόικα απαίτησε να αλλάξουν αυτά. Θα συνεχίσει η νέα κυβέρνηση τις σχετικές μεταρρυθμίσεις; Θα εξηγήσει ο πρωθυπουργός στα στελέχη του ότι οι δημόσιοι πόροι είναι και θα είναι αυστηρά περιορισμένοι; Οτι ο κ. Ρωμανιάς έχει δίκιο;
Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή θα είναι ο προσανατολισμός της οικονομίας προς τα έξω. Ισοσκελισμένος προϋπολογισμός σημαίνει ότι το κράτος δεν θα δανείζεται από το εξωτερικό. Παράλληλα, σε μια οικονομία με χαμηλή φερεγγυότητα, ούτε οι ιδιωτικός τομέας μπορεί να δανείζεται μεγάλα ποσά από έξω. Που σημαίνει ότι τις εισαγωγές θα μπορούμε να τις πληρώνουμε μόνο αν έχουμε ισόποσες εξαγωγές ή αν εισρέουν ξένα κεφάλαια για επενδύσεις. Το ρούχο που θα αγοράσει ο εργαζόμενος στα προγράμματα κοινωνικής εργασίας της κυρίας Αντωνοπούλου, το πετρέλαιο θέρμανσης, ακόμα και τα μισά τρόφιμα, είναι εισαγόμενα. Χωρίς εξαγωγές, θα τα ψάχνει στο εμπορικό της γειτονιάς και δεν θα τα βρίσκει.
Οι οικονομολόγοι της κυβέρνησης δεν έχουν καταλάβει ακόμα ότι οι εξαγωγές είναι μονόδρομος για την ανάπτυξη και οι ξένες επενδύσεις σημαντική βοήθεια. Οταν το καταλάβουν, θα πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά πώς θα τις αυξήσουμε. Δεν χρειάζεται να ρίξουμε τους μισθούς σε επίπεδα Μπανγκλαντές, αν και ο κ. Λαπαβίτσας, που ζητάει δραχμή και υποτίμηση, μάλλον αυτό προτείνει.
Να το πετύχουμε με άλλους τρόπους. Με πανεπιστήμια που βοηθούν τις επιχειρήσεις να είναι πιο παραγωγικές και δεν τις διώχνουν από τα αμφιθέατρα και τα εργαστήρια. Με συλλογικές συμβάσεις που προβλέπουν τη συμμετοχή των εργαζομένων σε μελλοντικά κέρδη, και όχι αυξήσεις μισθών βρέξει-χιονίσει, όπως όριζε ο ΟΜΕΔ που επαναφέρει ο κ. Σκουρλέτης. Με παγκόσμιους παίκτες σε αεροδρόμια και λιμάνια, που φέρνουν τεχνογνωσία και πελάτες.
Να συνεννοηθούμε λοιπόν για τα σταθερά δεδομένα του μέλλοντος. Πρώτο, η κοινωνική δικαιοσύνη θα προέλθει από την εσωτερική ανακατανομή των δημοσίων δαπανών. Δεύτερο, η πίτα του εθνικού εισοδήματος θα αυξηθεί από τις εξωστρεφείς, ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Δύσκολο να τα δεχθούν αυτά οι εγχώριοι αριστεροί, αλλά απαραίτητο αν θέλουν να κυβερνήσουν.