Αφού κατακάθισε λίγο η σκόνη μετά το συλλαλητήριο της Θεσ/νίκης και ενόψει του επόμενου, είπα να βάλω στο χαρτί ορισμένες σκέψεις. Όχι για την ουσία του θέματος της διένεξης με την ΠΓΔΜ, δεν θα τολμούσα ως μη γνώστης να κάνω μία δημόσια τοποθέτηση, αλλά για διάφορα πράγματα που με εντυπωσίασαν και διάφορα ερωτήματα που προέκυψαν μετά τη καταιγιστική κατάθεση απόψεων και επιχειρημάτων στο δημόσιο χώρο.
Καταιγισμός απόψεων χωρίς τα βασικά
Το πρώτο που με εντυπωσίασε είναι η μεγάλη ευκολία με την οποία διάφοροι παρουσιάζουν απόψεις και προτείνουν με μεγάλη βεβαιότητα πιθανές λύσεις για το χρονίζον πρόβλημα, χωρίς να γνωρίζουν καν τα βασικά δεδομένα της συζήτησης. Πώς να κατανοήσεις όμως την πραγματικότητα αν θεωρείς ότι μπορείς να πας απευθείας στη λύση χωρίς να περάσεις πριν από τα βασικά ερωτήματα.
Καταρχάς ποιοι είναι αυτοί οι γείτονες που είναι δίπλα μας, τους γνωρίζουμε, ποιο είναι το μέγεθός τους, τι θέλουν οι ίδιοι, ποιες είναι οι σχέσεις που διατηρούμε μαζί τους, έχουμε επενδύσεις στη χώρα τους και τι τάξης μεγέθους είναι, ποια είναι και τι θέλουν τα κόμματά τους;
Εμείς τι ακριβώς θέλουμε να κάνουμε μαζί τους, ποιο είναι το σχέδιο μας για επενδύσεις, συνεργασίες, ανταλλαγές;
Τι έχει γίνει μέχρι τώρα στις διαπραγματεύσεις; Τι επιτεύχθηκε με την ενδιάμεση συμφωνία του 1995; Αν δεν υπάρξει συμφωνία επί του ονόματος τι ακριβώς θα γίνει στη συνέχεια;
Ο αλυτρωτισμός που ακούγεται ότι έχουν από την πλευρά τους πόσο επικίνδυνος είναι, διαθέτουν την δύναμη να τον υλοποιήσουν, τι ρόλο παίζει η οικονομική διπλωματία για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του; Το ότι εμείς ανήκουμε στην Ε.Ε., στην οποία θέλει να ενταχθεί και η ΠΓΔΜ, τι ρόλο παίζει σε σχέση με αυτό το ζήτημα;
Τι φοβούνται τα κόμματα
Ομολογώ επίσης ότι με εντυπωσίασε η αφωνία των κομμάτων, η επαμφοτερίζουσα στάση, το βλέποντας και κάνοντας. Γιατί δεν παρουσιάζουν τα βασικά δεδομένα της συζήτησης; Τι ακριβώς φοβούνται; Αφού πρόκειται για ένα τόσο λεπτό ζήτημα το οποίο φορτίζει τους πολίτες όπως λένε, αυτό δεν αποτελεί από μόνο του σοβαρότατο λόγο να προσπαθήσουν να αποφορτίσουν λίγο τα πράγματα, να μειώσουν το πάθος, να παράξουν ένα μίνιμουμ κοινής αίσθησης; Γιατί αφήνουν το δημόσιο λόγο να κυριαρχείται από τις απόψεις του κάθε τυχάρπαστου και του κάθε καιροσκόπου; Γιατί δεν διαμορφώνουν τα ίδια την ατζέντα; Δεν αντιλαμβάνονται ότι ο μόνος που μπορεί να επωφεληθεί από αυτή την στάση τους είναι τα άκρα;
Γιατί αφήνουν τα στελέχη τους να νομιμοποιούν, με την παρουσία τους στο συλλαλητήριο, εξοργιστικές θέσεις βουτηγμένες στην περιφρόνηση και στην εχθρότητα για τη γειτονική χώρα, όπως το τόσο κομψό που ακούστηκε περί ‘’γυφτοσκοπιανών’’ και άλλα χαρούμενα όπως ‘’είναι τρελός ο στρατηγός’’.
Θεωρούν ότι είναι επαρκείς για τη συμμετοχή στο συλλαλητήριο δικαιολογίες του στυλ ‘’είχα μία συνάντηση και βρέθηκα στο συλλαλητήριο στην επιστροφή, βρέθηκα εκεί και πέρασα’’, κάτι δηλαδή σαν είδα φως και μπήκα, πήγα αλλά χωρίς να πάω, και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ.
Τι απαντούν σε όσους πιστεύουν ότι μόνο ‘’μια αμοιβαίως επωφελής συμφωνία είναι δίκαιη και βιώσιμη’’ και ότι ‘’το εθνικό συμφέρον προηγείται του κομματικού’’;
Τελικά γιατί η αντιπαράθεση των κομμάτων δεν μπορεί να γίνει στο πεδίο των σοβαρών επιχειρημάτων και του νηφάλιου διαλόγου και όχι σε αυτό του μικροπολιτικού τακτικισμού ή αλλιώς με ποιον ακριβώς τρόπο διεξάγεται η εξωτερική πολιτική της χώρας;
Κομματικές σκοπιμότητες και πραγματικότητα
Για αυτή την προσέγγιση των πραγμάτων από την πλευρά των κομμάτων νομίζω ότι υπάρχει εξήγηση.
Τα κόμματα κατανοούν την πραγματικότητα μέσα από τα μυωπικά γυαλιά του ενδεχόμενου κομματικού οφέλους και τα ξεχωριστά στελέχη τους μέσω του πραγματικού προσωπικού οφέλους. Φαίνεται ότι το βασικό θέμα που τους ενδιαφέρει είναι ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει κάτι. Εξ’ου και οι κομματικές τακτικές διαμορφώνονται με κυρίαρχο στόχο να πληγεί ο αντίπαλος, ανεξαρτήτως της βαρύτητας του θέματος.
Αποτραβούν τις πραγματικές διαστάσεις των θεμάτων από την πραγματικότητα προκειμένου να χωρέσουν τη δική τους οπτική ανεξαρτήτως των επιπτώσεων που μπορούν να έχουν για την ίδια τη χώρα. Με απλά λόγια αν έχω κάτι να κερδίσω ή αντιστρόφως να χάσει ο αντίπαλος, θα το κάνω όποιες και αν είναι οι επιπτώσεις για τη χώρα και θα βρω τα κατάλληλα επιχειρήματα και την κατάλληλη ορολογία.
Πρόκειται για τον σημαντικότερο ίσως παράγοντα που κρατά καθηλωμένη τη χώρα στο χθες.
Η εμμονή των κομμάτων να μεταφράζουν τα πάντα μέσα από το πρίσμα του κομματικού οφέλους, χλευάζοντας την ίδια την πραγματικότητα, καθιστά αδύνατη την συγκρότηση μιας κοινής αίσθησης. Ο εγκλωβισμός της πραγματικότητας στο κομματικό αφήγημα αφαιρεί την λογική προσέγγιση των πραγμάτων, αφήνοντας μόνο το πάθος το οποίο ουδείς μπορεί να διαχειριστεί στη συνέχεια. Εξ’ου και αυτή η πλημμύρα μη νοήματος στο δημόσιο χώρο όπου είναι αδύνατον να βγάλεις άκρη. Εξ’ου και αδυνατούμε να παράξουμε συναινέσεις ακόμη και για τα πιο προφανή. Κλασσικό παράδειγμα η αντιμετώπιση της κρίσης η οποία μας κόστισε ένα σκασμό μνημόνια, με τα οποία ακόμα δεν έχουμε ξεμπερδέψει. Στη φάση του πριν, διυλίζουν τον κώνωπα, πύρινοι λόγοι για το σκίσιμο των μνημονίων, για τη μη εφαρμογή τους, για την πατρίδα, τους εργαζόμενους, τους κατατρεγμένους, την ηθική, και στη φάση του μετά, μονομιάς κατάποση της καμήλου με το απλό ‘’αυτά που λένε τα μνημόνια έπρεπε να έχουνε γίνει εδώ και δεκαετίες’’.
Τι σημαίνει είμαι πατριώτης
Ομολογώ επίσης ότι δεν καταλαβαίνω το χάιδεμα στα αυτιά των πολιτών με επιχειρήματα του στυλ ‘’πρέπει να σεβόμαστε τις ευαισθησίες του απλού κόσμου’’, ‘’ο κόσμος εκφράζει τον αγνό πατριωτισμό του’’. Γιατί στην παρούσα περίπτωση θεωρούμε ότι ‘’ο απλός κόσμος’’ έχει θεμιτές ευαισθησίες τις οποίες πρέπει να σεβόμαστε, ενώ σε άλλες ο ίδιος ‘’απλός κόσμος’’ είναι άξεστος, αμόρφωτος, κουτοπόνηρος και του αξίζουν μνημόνια μέχρι να σβήσει ο ήλιος;
Πρέπει να σεβόμαστε όλες τις ευαισθησίες του λεγόμενου απλού κόσμου όποιες και εάν είναι αυτές; Πως διαμορφώνονται αυτές οι ευαισθησίες και ποια είναι η ευθύνη των θεσμικών ελίτ ως προς αυτό; Γιατί το να εξηγήσεις με ήπιο και λογικό τρόπο μια λάθος αντίληψη του ‘’απλού κόσμου’’ αποτελεί εκδήλωση περιφρόνησης του λαού, ή ένδειξη ελιτισμού;
Αρκεί για να είναι κάποιος άξιος πατριώτης να βγει στους δρόμους και να βροντοφωνάξει με πάθος ‘’το όνομα είναι η ψυχή μας’’ ή μήπως χρειάζονται και άλλα πράγματα, όπως π.χ. να μην φοροδιαφεύγει, να μην καταστρέφει το περιβάλλον, να σέβεται το δημόσιο χώρο και το δημόσιο χρήμα, να παράγει προστιθέμενη αξία με την εργασία του όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για τον τόπο;
Δεν υπάρχουν άλλα πράγματα να μας συγκινήσουν;
Και τελικό ερώτημα. Γιατί δεν μας συγκινούν άλλα πράγματα;
Γιατί δεν μας συγκινεί, έστω όχι με την ίδια ένταση, το να έχουμε π.χ. ένα πανεπιστήμιο ή ένα νοσοκομείο στα καλύτερα της Ευρώπης, μια ελληνική επιχείρηση διεθνούς εμβέλειας, μία από τις καλύτερες δημόσιες διοικήσεις ή ένα από τα πιο δίκαια και αποτελεσματικά συστήματα δικαιοσύνης και πάει λέγοντας.
Επί όλων αυτών των ερωτημάτων χρειάζονται πειστικές απαντήσεις. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται η χώρα να κάνει στροφή, όπως λέει και η νεολαία χρειάζεται να το πάρουμε αλλιώς.