Η αποκάλυψη της εκτόξευσης βαλλιστικού πυραύλου από την Τουρκία στη Μαύρη Θάλασσα επαναφέρει το κρίσιμο δίλημμα, τι θέλουμε να κάνουμε με την γειτονική χώρα. Έχουμε στρατηγική διεξόδου και απεμπλοκής; Ή προκρίνουμε την διαιώνιση των ελληνοτουρκικών διαφορών, με οποιεσδήποτε συνέπειες μπορεί να έχει αυτή;
Η Τουρκία είναι μια πολυπληθής χώρα και σημαντική περιφερειακή δύναμη. Έχει αυξημένες στρατιωτικές ανάγκες και μέτωπα, καθώς βρίσκεται σε μια δύσκολη περιοχή και με προβληματικούς γι αυτήν γείτονες όπως Ιράν, Ιράκ, Συρία, περιοχή Καυκάσου κλπ. Επίσης έχει και εσωτερικό μέτωπο εναντίον αποσχιστικών κουρδικών δυνάμεων. Οι εξοπλισμοί της θα είναι πάντα πολύ μεγάλοι, καθώς αφορούν αυτές τις ανάγκες. Αυτός είναι και ο λόγος που η Τουρκία έχει αναπτύξει την στρατιωτική βιομηχανία της, και έχει φτάσει να καλύπτει το 70-80% των αναγκών της με εγχώριους εξοπλισμούς. Ο βαλλιστικός πύραυλος είναι ένα μόνο παράδειγμα.
Το κλίμα εθνικισμού που καλλιεργείται στη χώρα μας, δημιουργεί ανοχή στην κοινή γνώμη ως προς την επανέναρξη ενός εξοπλιστικού ανταγωνισμού. Ουσιαστικά "πληρώνουμε" την απροθυμία μας για έντιμους συμβιβασμούς και αμοιβαίες παραχωρήσεις εντός του πλαισίου του Διεθνούς Δικαίου. Προσπαθούμε να "εξαγοράσουμε" την στήριξη άλλων χωρών με την προμήθεια δικών τους οπλικών συστημάτων.
Αν είχαμε την πολιτική βούληση και την δυνατότητα για απευθείας επίλυση των προβλημάτων μας με την Τουρκία, πολλά από αυτά θα ήταν άχρηστα. Επιτυχία θα ήταν να διαμορφώνεις με τέτοιο τρόπο τις σχέσεις σου και τις συνθήκες στο περιβάλλον σου, ώστε να μην χρειαστεί να καταφύγεις σε αυτά.
Είναι φενάκη η πεποίθηση ότι εμείς μπορούμε να φτάσουμε στο δικό τους επίπεδο, ή -ακόμα περισσότερο- να το ξεπεράσουμε! Ας μην ξεχνάμε ότι ένας από τους σημαντικούς παράγοντες, λόγω των οποίων η χώρα έφτασε στο κατώφλι της χρεωκοπίας, ήταν τα υπέρογκα εξοπλιστικά προγράμματα. Εκτός αν μας πει κανείς, ότι θα γίνουμε ισχυρότεροι, ως μια κατεστραμμένη οικονομικά και χρεοκοπημένη χώρα. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ως αποτέλεσμα και του εξοπλιστικού ανταγωνισμού της με τις ΗΠΑ, είναι πάντα ένα παράδειγμα προς αποφυγή.
Η Τουρκία είναι μια διαφορετική κοινωνία και πιο εύκολα μπορεί να δεχτεί τη στρατικοποίηση της κρίσης και τους εξοπλισμούς. Ακόμα και νεκρούς. Το θέμα είναι εμείς ποιο μοντέλο θέλουμε να ακολουθήσουμε και σε ποιο πεδίο επιθυμούμε να «ρυμουλκήσουμε» τη Τουρκία. Δεν μπορούμε και ούτε χρειάζεται εμείς να στρατιωτικοποιούμε την κρίση. Δεν είναι πεδίο στο οποίο η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν κάποιο όφελος. Αυτό δεν είναι το δυνατό μας πεδίο.
Είναι αναμφισβήτητη η ανάγκη εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων και ενός εξοπλιστικού προγράμματος σε λογικά επίπεδα. Αλλά αυτό πρέπει να γίνεται με σχεδιασμό και πρόγραμμα. Όχι ως απόρροια σπασμωδικών αντανακλαστικών, που ενεργοποιούνται κάθε φορά που υπάρχει ένταση με την Τουρκία. Διότι, πέραν των άλλων, αυτό επηρεάζει και τον τύπο των συστημάτων που αγοράζουμε, που μπορεί να μην είναι διαχρονικά χρήσιμα για τις πραγματικές ανάγκες μας, ενώ κοστίζουν πολύ ακριβά.
Με τον βιαστικό τρόπο που γίνονται οι εξοπλιστικές προμήθειες μέσα στον πανικό των εξελίξεων, είναι πολύ πιθανό να μην υπάρχει διαφάνεια ούτε τρόπος εξεύρεσης των καλύτερων οικονομικών προσφορών. Το να αγοράζουμε εσπευσμένα και αποσπασματικά πολεμικά πλοία και αεροπλάνα από διάφορους περιστασιακούς φίλους μας δεν δείχνει σοβαρότητα και είναι πανάκριβη τακτική. Αυτός δεν είναι αποτελεσματικός και επωφελής τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος.
Το χειρότερο θα είναι, να έχουμε αυταπάτες ότι με αυτά θα λύσουμε τα θέματα μας. Καμία χώρα δεν θα εμπλακεί στρατιωτικά σε δική μας διένεξη, επειδή κάναμε μια αμυντική συμφωνία. Ό,τι συμμαχίες και συνεργασίες και να κάνουμε, τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη συμφωνίας με τους γείτονες μας, παραμερίζοντας και οι δύο πλευρές μαξιμαλισμούς και αδιαλλαξίες.
Γι΄ αυτό θα πρέπει να βρούμε ευκαιρία να μπούμε σε απευθείας πολιτική διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο χωρών και να επιλύσουμε τα θέματα μας, σε συνδυασμό με μία από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η ισχύς της χώρας μας βρίσκεται στην συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και γενικά στους διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς, στις ευρύτερες συμμαχίες της, αλλά κυρίως στην ανάπτυξη της.
Πηγή: www.efsyn.gr