Σε μια σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία, φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές τάσεις ανταγωνίζονται για την οικονομική πολιτική και το κοινωνικό κράτος. Ένα μικρό κεντρώο κόμμα μπορεί να χρησιμεύσει σε κυβερνητικές συνεργασίες προς τα δεξιά ή τα αριστερά, ώστε διαφορετικές μετριοπαθείς προσεγγίσεις και συνθέσεις να διαμορφώνουν κεντρομόλο πολιτική, ομαλή εναλλαγή κυβερνήσεων και συνέχεια του κράτους. Στη σημερινή Ελλάδα, ωστόσο, εκκρεμεί η επίλυση πρωταρχικών και έντονα συγκρουσιακών αντιθέσεων, όπως κρατισμός-εκσυγχρονισμός, μνημόνιο-αντιμνημόνιο, εθνικολαϊκισμός-εξευρωπαϊσμός. Το ΝΑΙ και το ΟΧΙ εκφράζουν δύο κόσμους σε διχασμό, με αριθμητικά υπέρτερο το δεύτερο αλλά ως αφύσικο άθροισμα αντίθετων πολιτικών άκρων.
Η στήριξη μιας αριστερής ριζοσπαστικής διακυβέρνησης από ένα μικρό κεντρώο κόμμα είναι θεωρητικά δυνατή. Αποκλείεται όμως αν υπάρχει παρουσία σκοταδιστών στην κυβέρνηση ή ιδεοληψία που καταστρέφει π.χ. την παιδεία και τις παραγωγικές επενδύσεις ή ιδιαίτερη ανικανότητα κυβερνητικών στελεχών. Πώς να ληφθούν σοβαρές αποφάσεις από σκιτζήδες με μόνο εφόδιο ιδεολογικές πλατφόρμες ή κομματικές προϋπηρεσίες, οι οποίοι δεν κατανοούν το σύγχρονο κόσμο και την ανάγκη σχεδίου για το αύριο;
Αν το πολιτικό τοπίο ήταν κανονικό, η σοσιαλδημοκρατία θα αποτελούσε καίρια συνιστώσα του. Ωστόσο, οι μεγάλες άλυτες εγχώριες αντιθέσεις ευνοούν μάλλον ακραίες παρά μετριοπαθείς πολιτικές τάσεις, αποκλείουν δε την προοπτική εξέλιξης της ριζοσπαστικής αριστεράς σε σοσιαλδημοκρατία. Εξάλλου, σημαντικές προσπάθειες για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς αποδείχτηκαν ατελέσφορες, ενώ ο σημερινός σοσιαλιστικός χώρος όχι μόνο δεν εκσυγχρονίζεται αλλά μάλλον επιστρέφει στον περονισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι «δεν συμφωνεί ούτε με μια λέξη από το τρίτο μνημόνιο» και παράλληλα αρνείται τον περιορισμό του δημόσιου τομέα, τη φορολόγηση αγροτών, τη μείωση συντάξεων και οποιαδήποτε αντιπαράθεση με συντεχνιακά ή τοπικά συμφέροντα. Στις παρούσες συνθήκες, λοιπόν, η κεντροαριστερά στερείται σαφούς πολιτικής πρότασης και πειστικής ηγεμονίας.
Αντίθετα τα πράγματα φαίνεται να εξελίσσονται στο χώρο της κεντροδεξιάς. Εκεί δεν υπάρχουν τριτοκοσμικές τάσεις, διατηρείται η κουλτούρα των αστικών αξιών, ενώ αποδείχθηκε ότι υπερισχύει η μετριοπάθεια. Το πρόσφατο κοινωνικό ρεύμα που αναπτύσσεται προς αυτή την κατεύθυνση είναι σημάδι ότι οι άνθρωποι που ξυπνάνε νωρίς, παράγουν δουλεύοντας ευσυνείδητα και κρατάνε ζωντανή την οικονομία, έχουν αρχίσει να έρχονται στο προσκήνιο.
Στο βαθμό που κάθε προοδευτικός πολίτης επιθυμεί μικρότερο και αποτελεσματικότερο κράτος, μείωση των φόρων, αύξηση της επιχειρηματικότητας, καταπολέμηση της ανεργίας με μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις, υπάρχει πεδίο για ευρύτερες πολιτικές προσεγγίσεις, βασισμένες σε κοινές αναλύσεις των προβλημάτων και προτάσεις λύσεων. Πρωταρχικός στόχος είναι η εξάλειψη του «country risk» για να αναστραφεί η αρνητικότητα των διεθνών αγορών, καθώς επίσης η μαζική επιστροφή δημιουργικών ανθρώπων και κεφαλαίων που ξενιτεύτηκαν. Αυτό, μεταξύ άλλων, σημαίνει αντιπαράθεση με μια διαδεδομένη αντιαναπτυξιακή νοοτροπία. Απαιτεί αυστηρή δυτικοευρωπαϊκή αξιοκρατία, αξιολόγηση και προώθηση της αριστείας σε όλες τις εκπαιδευτικές και διοικητικές βαθμίδες και, παράλληλα, άνοιγμα στον πλουραλισμό και τη διαφορετικότητα. Επίσης, ουσιαστική περιβαλλοντική πολιτική που θα αγκαλιάζει και δεν θα μάχεται τις σωστές παραγωγικές δραστηριότητες. Κοινή επιδίωξη είναι μια κοινωνία όπου στη ραστώνη θα αντιπαρατεθούν η δημιουργικότητα, η καινοτομία και η ιδιωτική πρωτοβουλία. Ένα κοινωνικό σώμα που θα παρακολουθεί τη διεθνή πραγματικότητα, αυτήν στην οποία προσέτρεξαν τα τελευταία χρόνια εκατοντάδες χιλιάδες προικισμένοι νέοι, αυτήν που μια ορισμένη ιδεοληπτική διάλεκτος συνηθίζει να αποκαλεί νεοφιλελευθερισμό.
Η θετική προσέγγιση προς το συντηρητικό φιλοευρωπαϊκό πολιτικό χώρο εντάσσεται στη λογική ενός ευρωπαϊκού μετώπου που θα έφερνε μεταρρυθμίσεις σαρωτικές αλλά απαραίτητες για τη σωτηρία του τόπου. Η συμφωνία προϋποθέτει αμοιβαίους συμβιβασμούς, που προσωρινά παραμερίζουν, χωρίς να καταργούν, τα όρια μεταξύ προοδευτισμού και συντήρησης. Προφανώς, η νέα ηγεσία της κεντροδεξιάς δεν πρόκειται να απομακρύνει τις πιο συντηρητικές, παραδοσιακές και κρατικιστικές συνιστώσες της. Πιθανώς, δεν θα μπορεί να συμφωνηθεί η μεταρρύθμιση της σχέσης κράτους-εκκλησίας, αν και αυτό το κεντρικό ζήτημα φανερώνει το πολιτιστικό υπόβαθρο της χρόνιας νεοελληνικής καθυστέρησης. Πιθανώς δεν θα θιγούν οι εθνικοί μύθοι και άλλα βαρίδια της κοινωνικής δεξιάς, ιδίως στις τοπικές κοινωνίες, ενώ δύσκολα θα αλλάξει το βαθιά ριζωμένο πελατειακό καθεστώς. Ούτε μπορεί να περιμένει κανείς πιο προχωρημένα κοινωνικά μέτρα, ούτως ή άλλως ανέφικτα όσο δεν συγκροτείται μια ελεύθερη οικονομία και ανοιχτή κοινωνία. Αν όμως δρομολογηθεί η επαναφορά της χώρας στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, που είναι η άμεση προτεραιότητα, δημιουργούνται προϋποθέσεις για ένα προοδευτικότερο πολιτικό πρόταγμα που δεν παύει να είναι αναγκαίο, αν όχι για αύριο, έστω για μεθαύριο.