Πάει καιρός από τότε που η Βουλή των Ελλήνων διχάστηκε ανάμεσα σε εθνοσωτήρες και προδότες. Φυσικά, το δίλημμα αυτό ήταν και είναι ψεύτικο. Δεν είναι όσοι είπαν «όχι» στο μνημόνιο ΙΙ ούτε πατριώτες ούτε μαχητές ανεμόμυλων. Ούτε όσοι ψήφισαν «ναι» είναι είτε «οπορτουνιστές» είτε ακέραιοι μεταρρυθμιστές. Όλοι κατά συνείδηση ψήφισαν.
Το πραγματικό δίλημμα την /επάρατη/ Κυριακή ήταν εάν έχουμε κάτι να κερδίσουμε από το χρόνο που μας δίνει το νέο πρόγραμμα ή, εάν οδεύουμε προς την καταστροφή, ας έρθει με δικούς μας όρους. Οι υπόλοιπες κραυγές, ένθεν και ένθεν, στερούνται ουσίας. Στον κόσμο της πολιτικής, όταν μιλάμε για δημοκρατία, τελικός κριτής είναι ο λαός. Άρα, είμαστε όλοι «λαϊκιστές». Άλλοι δρουν με χρονικό ορίζοντα την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, άλλοι με γνώμονα τον ιστορικό του μέλλοντος. Στο «ναι» και στο «όχι» που κληθήκαμε να πούμε, δεν είναι καθόλου σαφές με ποιο χρονικό ορίζοντα ψήφισε ο κάθε βουλευτής. Υπάρχουν πολλά «ναι» και πολλά «όχι». Ποιο ήταν λοιπόν το δίλημμα;
Για το στρατόπεδο του «ναι», τα δεδομένα είναι σαφή. Η επιλογή του «όχι» ήταν επιλογή δραχμής. Για μια χώρα που βασίζεται στις εισαγωγές για την κάλυψη βασικών αναγκών, αυτό σημαίνει κοινωνική εξαθλίωση. Πράγματι, η λιτότητα οδηγεί μαθηματικά σε ύφεση, που με τη σειρά της οδηγεί σε νέα μέτρα και περισσότερη κοινωνική αποσάθρωση. Η διαφορά είναι ότι το «ναι» μας δίνει χρόνο, που τον πληρώνουμε ακριβά και, συνεπώς, ελπίδα ότι κάτι μπορεί να αλλάξει, που είναι ανεκτίμητη. Η υπόθεση εργασίας ότι εάν εφαρμόσουμε σωστά το μνημόνιο θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα και θα σωθεί η οικονομία μας είναι ελάχιστα πιστευτή. Αλλά το να παραμένεις στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι καλύτερο από το να μην παραμένεις.
Για το στρατόπεδο του «όχι» τα πράγματα είναι επίσης σαφή. Η Τρόικα μας εκβιάζει και μας οδηγεί σε ένα ολισθηρό δρόμο μείωσης του ΑΕΠ, που καθιστά το χρέος μη βιώσιμο. Μας οδηγεί στην κοινωνική εξαθλίωση και η δραχμή θα έρθει ούτως ή άλλως. Οπότε ας ζωθούμε τώρα με τα εκρηκτικά των συνεπειών μιας ελληνικής κατάρρευσης, χωρίς να δίνουμε στους πιστωτές μας το χρόνο να προετοιμαστούν για τη διαχείριση του τέλους μας.
Η επιλογή ήταν θλιβερή. Και ήθελε σε κάθε περίπτωση «στομάχι» για να επιλέξεις είτε το «ναι» είτε το «όχι», ιδιαίτερα όταν ο κεϋνσιανισμός, δηλαδή η βασική ιδεολογική πηγή της σοσιαλδημοκρατίας, τείνει να καταστεί θεσμικά παράνομος σε επίπεδο Ε.Ε.. Η ιστορία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας αδυνατεί να αφομοιώσει τα δυο τελευταία χρόνια στην κεντρική αφήγηση της ιστορίας της, τις κοινωνικές της αναφορές και τους πολιτικούς της στόχους. Η κρίση μας είναι πρωτίστως ιδεολογική και πολιτική. Υπό αυτό το πρίσμα, πολλά μας χωρίζουν, αλλά ούτε το κίνημα ούτε η χώρα δε χωρίζονται σε προδότες και πατριώτες. Υπάρχουν, δυστυχώς ή ευτυχώς, πολύ σοβαρότερες διαχωριστικές γραμμές.