Αυτό που προέκυψε από τις προγραμματικές δηλώσεις του νέου Πρωθυπουργού στη Βουλή ήταν μια μετρίως συνεκτική προσπάθεια να γεφυρωθούν εσωτερικές τάσεις πολιτικής με τις θέσεις των Ευρωπαίων πιστωτών. Η ομιλία μείωσε σε μεγάλο βαθμό τις προσδοκίες μεταρρυθμίσεων, ενώ ταυτόχρονα παρέμεινε σταθερά ενταγμένη στη λογική της αναπαραγωγής του στρεβλού, εγχώριου μοντέλου καπιταλισμού. Υπό αυτό το πρίσμα πόσο προοδευτικές μπορούν να θεωρηθούν οι προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης και ποιoς μπορεί να είναι ο βασικός πολιτικός σκοπός τους;
Η ομιλία υιοθετεί μια εθνοκεντρική οπτική. Περιορίζεται να εξυπηρετήσει βραχυπρόθεσμα τακτικά κέρδη, όχι ένα προγραμματικό, δομημένο κυβερνητικό σχέδιο με στόχο την εσωτερική κοινωνική μεταμόρφωση. Η εξέταση της χρονικής, γεωγραφικής και κοινωνικής διάστασης των δεδηλωμένων προτεραιοτήτων της κυβέρνησης είναι αποκαλυπτική.
Η χρονική διάσταση που επιλέχτηκε, καταδεικνύει μια εμμονή σε δύο πολιτικές φαντασιακές στιγμές: το παρόν που τοποθετείται ως «ανθρωπιστική κρίση» και το εμφατικά «αδιαπραγμάτευτο» παρελθόν. Μια τέτοια αφήγηση μοιάζει περισσότερο με έναν εθνικιστικό ιστορικισμό που επανεφευρίσκει περιόδους εσωτερικών και εξωτερικών συγκρούσεων και υποβαθμίζει εποχές μετριοπάθειας. Έτσι υπερτονίζονται παλιές εκδηλώσεις εξωτερικής απειλής και εσωτερικής διαμάχης, συμπεριλαμβανομένης της κατοχής του άξονα στην Ελλάδα (1941-1944) και του μεταπολεμικού κινήματος υπέρ της δημοκρατίας. Η Μεταπολίτευση –η περίοδος του εκδημοκρατισμού μεταξύ 1974-2009– είναι η μεγάλη απούσα από τον απολογισμό αυτό, μαζί με κάθε προβληματισμό σχετικά με τις εγχώριες αιτίες της κρίσης που χρονολογούνται πριν από τις δανειακές συμβάσεις. Ο μακροπρόθεσμος χρονικός ορίζοντας επίσης λάμπει δια της απουσίας του, εκτός από αναφορές σε ένα «όραμα που θα κάνουμε πραγματικότητα» και μια σύνδεση με το μακρινό μέλλον, όταν «αυτή η κυβέρνηση» θα βρει τη θέση της «στη συλλογική μνήμη».
Ο τόπος αυτής της ομιλίας είναι τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, μια σκληρή διαπραγμάτευση περιγράφεται σαν να πραγματοποιείται μεταξύ δύο πλευρών: αφενός την ελληνική κυβέρνηση μαζί με το λαό της, και αφετέρου τους εταίρους της Ελλάδας σε επίπεδο ΕΕ. Στο πλαίσιο της ομιλίας, η κυβέρνηση και ο λαός είναι ένα ενιαίο σώμα: «σάρκα από τη σάρκα», ενώ οι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοί λαοί στέκονται σε απόσταση από τις κυβερνήσεις τους και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Η ομιλία φαινομενικά δεν περιλαμβάνει ένα ευρύτερο όραμα των παγκόσμιων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, όπως η οικονομική και περιβαλλοντική αλλαγή, με την εξαίρεση του μεταναστευτικού. Ο αριστερός διεθνισμός είναι επίσης απών, εκτός από μια μη-ιδεολογική έκκληση για την κινητοποίηση των μαζών και τη λαϊκή επαγρύπνηση στην Ελλάδα και την Ευρώπη ως τρόπου διαχείρισης του «αδιεξόδου των μνημονίων».
Ακόμα είναι εμφανής η λεκτική προσπάθεια διατήρησης της πολιτικής πόλωσης πάνω στον άξονα λιτότητα-αντιλιτότητα. Ομολογουμένως η ρητορική αυτή λειτούργησε ως καύσιμο για την πολιτική εκτόξευση τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και του εθνικιστή εταίρου του των ΑΝΕΛ. Επίσης απηχεί την ευρωπαϊστική-ευρωσκεπτικιστική διχοτόμηση σε όλη την Ευρώπη. Η κοινωνική διάσταση της κρίσης στην Ελλάδα διαβάζεται μέσα από την παραμορφωτική γενίκευση της «ανθρωπιστικής κρίσης» ως μια μεγάλη συμφορά που θεωρείται πως επέφερε η λιτότητα. Το γεγονός αυτό απαιτεί «μια κυβέρνηση κοινωνικής» ή «εθνικής σωτηρίας». Η παραπλανητική γλώσσα αποκρύπτει ότι η Ελλάδα παρά τη βαθιά ύφεση παραμένει μια χώρα υψηλού εισοδήματος. Αν εξακολουθήσει να χρησιμοποείται για να στηρίξει το φιλικό προς την κυβέρνηση πολιτικό πλαίσιο, τότε ελλοχεύουν τρεις κίνδυνοι. Το αφήγημα του συνολικά εξαθλιωμένου λαού-θύματος συσκοτίζει ευθύνες και είναι αποδεκτό ακόμα από κοινωνικές ομάδες που επιδόθηκαν στην προσοδοθηρία και αισχροκέρδεια. Μακροπρόθεσμα μπορεί να προετοιμάσει το έδαφος για ένα στην καλύτερη περίπτωση «δάνειο γέφυρα», με όρους ανθρωπιστικής βοήθειας και έμφαση στην άμεση κατανάλωση. Τελικά μια τέτοια βοήθεια, χωρίς ελέγχους και εξισορροπήσεις μπορεί να διοχετευθεί στην εδραίωση ενός ανακαινισμένου εγχώριου συστήματος πατρωνίας.
Κατά τη συζήτηση για τους κανόνες και διαδικασίες σε επίπεδο ΕΕ, η ομιλία υιοθετεί το σύνθημα ότι «η λιτότητα δεν αποτελεί θεμελιώδη αρχή της ΕΕ», επιλεκτικά ερμηνεύοντας το άρθρο 120 και 126 της ΣΛΕΕ. Εντούτοις στην ανάγνωση των εγχώριων αποτελεσμάτων της κρίσης, η ομιλία επικαλείται ποσοτικά δεδομένα: χάθηκε 1/4 του ΑΕΠ, 1,5 εκατομμύριο είναι άνεργοι και το επίπεδο του χρέους είναι μη βιώσιμο στο 180% του ΑΕΠ. Υπό αυτό το πρίσμα, το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα θεωρείται πως στερείται «νομιμότητας εκ του αποτελέσματος», αν και αυτό είναι δευτερεύον, μπροστά στην έλλειψη νομιμότητας από τις εισροές του εκλογικού σώματος, «τη λαϊκή ετυμηγορία».
Το κυβερνητικό έπος της «ανθρωπιστική κρίσης» ενώ αξιώνει επιτακτικά την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, αγνοεί πολλούς κοινωνικά αποκλεισμένους στην Ελλάδα και δεν εξασφαλίζει διαγενεακή αλληλεγγύη. Πάνω από όλα, δεν υπόσχεται τίποτα στους νέους άνεργους, ούτε καν δικαιότερη καταβολή του επιδόματος ανεργίας το οποίο εισπράττει μόλις 10% των ανέργων. Μόνο στους μισθωτούς και τους συνταξιούχους υπόσχεται η κυβέρνηση τη μερική αποκατάσταση του προ λιτότητας εισοδήματός τους. Έτσι όλες οι ελπίδες για τη δημιουργία εγχώριας απασχόλησης εναποτίθενται σε τρέχουσες παρεμβάσεις της ΕΕ, όπως το πακέτο Juncker και άλλες διαρθρωτικές επενδύσεις της ΕΕ.
Όπως φαίνεται, οι πολιτικές προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης στερούνται κάποιας ισχυρής μεταρρυθμιστικής ατζέντας. Οι αναφορές στη διαφθορά και τη φοροδιαφυγή είναι πάγιες και αυτονόητες. Από την άλλη δίνονται επανειλημμένες υποσχέσεις για ανατροπές διάφορων μεταρρυθμίσεων. Το αναχρονιστικό Σύνταγμα της χώρας αναμένεται να παραμείνει ως έχει, καθώς και ο εκλογικός νόμος με το αθέμιτο μπόνους του στο πρώτο κόμμα. Οι απαιτήσεις αστικών δικαιωμάτων -δικαιώματα μεταναστών, σύμφωνο συμβίωσης- παραμένουν άλυτες, η πίεση για την αναδιανομή καταπνίγεται υπέρ των τυφλών επιχορηγήσεων και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ξηλώνεται, προς ικανοποίηση μιας κομματοκρατικής ακαδημαϊκής ελίτ.
Ίσως η ριζοσπαστική ουτοπία του Ernesto Laclau που ενέπνευσε προεκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ να μην είναι για όλους. Η ανεργία των νέων θεωρείται πρόβλημα της Ευρώπης και μέχρι τότε οι άνεργοι μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους μέσα στην απεραντοσύνη της ανεπίσημης οικονομίας στην Ελλάδα που συνεχίζει να ξεφεύγει από την προσοχή της κρατικιστικής ελίτ της χώρας. Είναι όμως επιτακτική ανάγκη η κυβέρνηση να προβληματιστεί για τα πραγματικά δεδομένα των κοινωνικών συνθηκών στην Ελλάδα. Αλλιώς οι υπερβολικές προσδοκίες θα καταρρεύσουν συντομότερα απ’ όσο χτίστηκαν.