Θαυμάζαμε ανέκαθεν την πολυμάθειά του, και την ευφυΐα του. Την εξαιρετική του ικανότητα να συναρπάζεται με ό,τι καταπιάνεται και το σθένος του να λέει με παρρησία την άποψή του. Συχνά, χωρίς να συμφωνούμε με το περιεχόμενο της κρίσης του. Πιο σωστά, κυρίως διαφωνώντας. Για την ακρίβεια, αποδοκιμάζαμε πάντα ένα κορυφαίο του ελάττωμα το οποίο, κατά την γνώμη μας, τον εμπόδισε να προσφέρει τα μέγιστα όσα, αναλογούσαν στις ικανότητές του. Όλα του τα θέματα, τα διαπερνά η καταγγελία του ατομοκεντρισμού, του εγωιστικού ατόμου. Όμως, το πλέον εμφανές στον τρόπο του, είναι ο απόλυτος δικός του ατομοκεντρισμός. Ταχτοποιεί την πραγματικότητα με την χρήση μηχανής που κόβει γκαζόν. Ξυρίζει ό,τι κριτικάρει, οριζόντια. Κατατάσσει στο μαύρο, όλα τα χρώματα και τις αποχρώσεις από τις οποίες αποτελείται κάθε ανθρώπινο μέγεθος. Από τη σκέψη του συνάγεται και εξυπακούεται, πως το απόλυτα άσχημο, κακό, παράταιρο, ανάρμοστο, επιβλαβές, δηλαδή το απόλυτο μαύρο, έχει αντίπαλο το απόλυτο λευκό, το οποίο ανήκει μοναδικά σ’ αυτόν τον ίδιο, ο οποίος κρατάει ως ρομφαία την γραφίδα, και το πολεμάει. Μας θυμίζει κάθε τόσο πως η αγάπη είναι λόγος για να ζεις, ενώ ο ίδιος δείχνει να μη βρίσκει κάποιον να αγαπήσει. Ακόμα και ο Θεός, ο οποίος ταχτικά κυριαρχεί στα κείμενά του, όταν έκαψε τα Σόδομα, ξεχώρισε και γλίτωσε τον Λωτ και την οικογένειά του. Ο Γιανναράς, κανέναν.
Αναζητώντας το καλό ανάμεσα στα πυρηνικά που εξαπολύει, το συναντάμε, είτε σε μια πολύ παλιά κόπια στην οποία νοσταλγεί, (πχ στην Οθωμανική αυτοκρατορία!) είτε σε μια ιδεατή μελλοντική, η οποία, στην τελειότητα που την περιγράφει, δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ. Το παρόν, είπαμε, είναι σκέτο μαύρο, σε όλα τα θέματα που εξετάζει. Ο κόσμος του Γιανναρά, είναι καταδικασμένος.
Δεν είναι δική μας δουλειά να ερευνήσουμε αν ένα μείγμα απελπισίας και ναρκισσισμού, νοθεύει ένα τόσο εξαιρετικό μυαλό, αλλά το υποψιαζόμαστε ως αιτιολογία για την στρέβλωση της πραγματικότητας με την ίδια πάντα μέθοδο: Τα βλέπει όλα από τα ελαττώματά τους, τα οποία είναι συνήθως υπαρκτά. Αλλά η ανάδειξη ενός μέρους της αλήθειας, ως μοναδική αλήθεια, αποδίδει συνολικά μια ψευδή εικόνα.
Για παράδειγμα, όσο αλήθεια είναι πως το κοινοτικό σύστημα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, εξυπηρέτησε ως ένα σημείο την ελληνική κοινότητα, άλλο τόσο είναι αλήθεια πως οι Έλληνες υπήρξαν σκλάβοι, έρμαια των καταχτητών. Δεν είχαν λόγο ούτε στα δικαστήρια εφ’ όσον δεν ήταν μουσουλμάνοι, δεν είχαν λόγο ούτε για τη ζωή τους. Αυτό, μόνο στον Γιανναρά διαφεύγει και σε λίγους ακόμη, οι οποίοι δεν κρύβουν το μίσος τους για την δημοκρατική Ευρώπη.
Για (δεύτερο) παράδειγμα, οι υβριστικές κρίσεις του για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο ονομάζει «στυγνό δικτάτορα της περιόδου 1917 – 1920». Είναι περιττό να αναφέρουμε τι αποκρύπτει. Θα προσβάλουμε την νοημοσύνη κάθε ανθρώπου στον πλανήτη, όχι μόνο στην Ελλάδα. Απλώς εξετάζει έναν ευεργέτη του έθνους από τα ελάχιστα ελαττώματα. Το δε γεγονός πως τον ενοχλεί που ο ανδριάντας του κοσμεί πολλά μέρη στην Ελλάδα, μας κάνει να σκεφτόμαστε πως έχει ένα σοβαρό θέμα με τον φαντασιακό δικό του ανδριάντα.
Όμως, απ’ την άλλη, δεν έχουμε λόγο να μην τιμήσουμε κρίσεις που μας βρίσκουν σύμφωνους, έστω κι αν η ετυμηγορία του για τα κακώς κείμενα, καταδικάζει τους πάντες ως ένοχους, με εξαίρεση τον εαυτό του.
Για παράδειγμα, τα βάσανα της ελληνικής δημοκρατίας – χωρίς να πιστεύουμε πως φταίει η Εσπερία. Για (δεύτερο) παράδειγμα, την ύβρη ενός μέρους των ανθρώπων, οι οποίοι κομπάζουν πως έχουν υποκαταστήσει τη δημιουργική αιτία του σύμπαντος, έστω κι αν διαφωνούμε με την δική του άποψη για το τι είναι ο Θεός.
Πιστεύουμε, ωστόσο, πως δεν μας αναλογεί να τον αντιμετωπίσουμε με τα δικά του εργαλεία, επειδή έτσι, θα έχουμε προδώσει τον σκοπό της κριτικής μας. Έχουμε κάθε λόγο, να αφουγκραστούμε τις όσες εύστοχες αναλύσεις για κάποια από τα θέματα που καταπιάστηκε, στοχαζόμενοι πάνω σ’ εκείνο που λείπει: Στην πλευρά του καλού, ή του εν δυνάμει καλού, την οποία έχουμε κάθε λόγο να ενθαρρύνουμε, όσο και να προσθέσουμε τον κόπο μας ώστε να αναδειχτεί, έως και να επικρατήσει, στο μέγεθος που είναι εφικτό.