Πέρασαν κάποιες μέρες από τον (αναμενόμενο εδώ και καιρό, αλλά και ανεξήγητο ταυτόχρονα) χαμό του Γιώργου Καριπίδη, αλλά – παράξενο για την εξασθενημένη μνήμη μου – η εικόνα του, η χροιά της φωνής και τα λόγια του, επιστρέφουν επίμονα. Δαγκώνει στραβά την πίπα του ή προσπαθεί να τη γεμίσει, τελειώνει γρήγορα τον γαλλικό για να πιεί κάτι πιο δροσερό με αλκοόλ και σκέφτεται φωναχτά για τα θέματα που μας απασχολούν πάντοτε: την πολιτική, την πόλη, την κεντροαριστερά, την ανανέωση, τον εκσυγχρονισμό, την παγκοσμιοποίηση, την Ευρώπη, τη σοσιαλδημοκρατία, τις αγορές, τις χαμένες ευκαιρίες, την αριστερά, το μέλλον. Μιλάει και για τα πρόσωπα: τον πρόεδρο, τον δήμαρχο, τον υποψήφιο, τον βουλευτή, τον πρωθυπουργό, τον σύντροφο, τον φίλο. Ήπιος στην κρίση του και επιεικής με όλους, ισορροπημένα συναισθηματικός, μαιευτικός κυρίως. Ρωτάει ειλικρινά και διψά να μάθει τι γίνεται, πώς θα προχωρήσουν τα πράγματα, τι θα συμβεί. Θέλει να συμμετέχει σ’ αυτό που έρχεται, να βοηθήσει με κάθε τρόπο το στόχο που μπαίνει κάθε φορά: την ανανέωση της αριστεράς, τον εκσυγχρονισμό του κράτους και της ελληνικής κοινωνίας, την αλλαγή στην πόλη, την αέναη μεταρρύθμιση για μια καλύτερη ζωή.
.
Δεν μιλούσε μόνο, έγραφε. Οι επιφυλλίδες του στον «Αγγελιοφόρο» και την «Ημερησία», εξελίχθηκαν σταδιακά σε κομψοτεχνήματα που χωρούσαν τις ιδέες χωρίς να τις παραμορφώνουν και «περνούσαν» υποδόρια τη σταθερή γραμμή του Γιώργου: αξιοπιστία, δημιουργικότητα, καινοτομία, ανάπτυξη, παραγωγική οικονομία. Τα κείμενά του απολαυστικά, ήταν σαν τον ίδιο. Σοβαρός και παιγνιώδης ταυτόχρονα, αυστηρός και ανάλαφρος, πεισματάρης αλλά και υποχωρητικός, ακραία διακριτικός και σεμνός, παντελώς αδιάφορος για τα εγκόσμια χάδια μιας πρόσκαιρης, ούτως ή άλλως, εξουσίας.
.
Μίλησαν πολύ ζεστά και συγκινητικά γι’ αυτόν την ημέρα της κηδείας οι πιο κοντινοί και δικοί του άνθρωποι. Αυτό που θέλω να προσθέσω μ’ αυτό το σημείωμα είναι πως ο Γιώργος, ήταν σημείο αναφοράς για πολλούς από μας, που δεν τον ζούσαν καθημερινά, αλλά τον έψαχναν – αν δεν τους έβρισκε αυτός – για να δοκιμάσουν την αντοχή μιας σκέψης ή μιας επικείμενης πολιτικής επιλογής, ή απλώς να απολαύσουν μια κουβέντα μαζί του, διανθισμένη πάντοτε με ιδιαίτερο χιούμορ. «Αδελφέ, δεν ξέρω τι ποσοστό θα πάρουμε, τουλάχιστον βγήκαμε λιγάκι έξω απ’ τα γραφεία!» μου έλεγε ενθουσιασμένος το ’98 στο Σαντέ.
.
Έτσι, λοιπόν, έστω και από συνήθεια, κάθε φορά που θα αισθανόμαστε στο μέλλον την ανάγκη για κάποιες απαντήσεις, θα αναζητούμε και επομένως θα σκεφτόμαστε πάντα το Γιώργο. Και θα τον ρωτάμε σα να είναι παρών, χρησιμοποιώντας την αγαπημένη του έκφραση, όταν τα πράγματα ήταν στριμωγμένα και δύσκολα: «Τι κάνουμε τώρα, καρντάσι;» Πες μας, εσύ, Γιώργο.
.
.
Ο Σπύρος Βούγιας είναι συγκοινωνιολόγος, Καθηγητής Α.Π.Θ.
.