Τι κάνει ένα κράτος πρόνοιας;

Γιώργος Σιακαντάρης 29 Μαϊ 2015

Για το βιβλίο Οι τρεις κόσμοι του καπιταλισμού της ευημερίας του Gosta Esping Andersen (εκδ. Τόπος)

 

Όποιος νομίζει ότι τα κράτη πρόνοιας είναι θεσμοί που ασχολούνται μόνο με τους φτωχούς και τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, πως είναι δημιουργήματα μόνο αριστερών ιδεολογιών, ότι δεν ασχολούνται με τα ζητήματα απασχόλησης ή πιο σωστά με την αγορά εργασίας, ότι δεν επηρεάζουν την κοινωνική διαστρωμάτωση και τέλος πως αυτά προσδιορίζονται από τον όγκο των δαπανών τους, καλό είναι να σπεύσει να διαβάσει αυτό το βιβλίο. Γιατί εδώ καταρρίπτονται όλοι αυτοί οι μύθοι.

Αρχίζω με την τελευταία διάψευση ενός μύθου που θέλει ένα κράτος πρόνοιας να ξεκινά με την μέτρηση των δαπανών, ή των σπαταλών κατ’ άλλους, για την κοινωνική πρόνοια. Τα κράτη που δαπανούν πολλά χρήματα σε επιδόματα για ισχυρές κοινωνικές ομάδες, αν και φροντίζουν για την ευημερία μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, δεν είναι προνοιακά κράτη, μας λέει ο συγγραφέας. Οι δαπάνες είναι το επιφαινόμενο του κράτους πρόνοιας. Σίγουρα κάποιους εγχώριους συνειρμούς μας φέρνει στον νου κάτι τέτοιο. Ο Άντερσεν στηριζόμενος σε μια σειρά μελετών και στοιχείων δείχνει πως αλλού βρίσκεται η ειδοποιός διαφορά των καθεστώτων πρόνοιας. Η ευημερία είναι το αποτέλεσμα των κρατών πρόνοιας, αλλά αυτό δεν είναι απόρροια των λειτουργιών μόνο του κράτους ή μόνο της αγοράς, αλλά όπως τονίζει ο Άντερσεν, αποτελούν συνισταμένη του τρόπου που το κράτος παρεμβαίνει (ωχ πολύ κακή «αριστερή» λέξη) και συνεργάζεται (άλλη κακή, «δεξιά», αυτή τη φορά, λέξη) στην αγορά εργασίας και στην ταξική διαστρωμάτωση. «Οι αγορές συχνά δημιουργούνται με πολιτικό τρόπο και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συνολικού καθεστώτος κράτους πρόνοιας» (σελ 80-81). Οι αγορές μέρος του κράτους πρόνοιας; Ας το δούμε αυτό παρακάτω.

Στηριγμένος στις επεξεργασίες των Therborn, Titmuss, Marshall, αλλά και υποβάλλοντας τους σε κριτική, όπως και μιας τεράστιας γκάμας σπουδαίων στοχαστών και έργων για το θέμα, προχωράει περαιτέρω. Ορίζει έτσι περιοχές που αναδεικνύουν την ουσία και τις λειτουργίες του κράτους πρόνοιας. Αυτό, δεν είναι μόνο μια περιοχή προάσπισης των δικαιωμάτων των ασθενέστερων. Μάλιστα το ότι το κράτος πρόνοιας δεν είναι απλώς εκφραστής κάποιων δικαιωμάτων και μορφή ανάδειξης του αιτήματος για περισσότερη δημοκρατία, φαίνεται και από την ιστορική του εξέλιξη. Τα πρώτα κράτη πρόνοιας, εκφράζοντας μια συντηρητική εκδοχή, εμφανίζονται ως προληπτική προσπάθεια έναντι των πιθανών επαναστατικών αντιδράσεων της κοινωνίας στις εμφανείς κοινωνικές ανισότητες (Γερμανία). Αυτά τα κράτη έγιναν για να αποφευχθεί η διεύρυνση της δημοκρατίας. Επειδή όμως η ματιά του Άντερσεν είναι πρωτίστως επιστημονική, αναφέρει και αντίθετα παραδείγματα όπου η διεύρυνση της δημοκρατίας ανέδειξε το κράτος πρόνοιας (Σκανδιναβία). Ποτέ οι κοινωνικές δομές δεν έχουν μια μόνο ιδεολογική και ιστορική ορίζουσα.

Τα μείζονα χαρακτηριστικά του κράτους πρόνοιας

Το πρώτο μείζον χαρακτηριστικό των κρατών πρόνοιας είναι η αποεμπορευματοποίηση. Αυτό συμβαίνει όταν κάποιες υπηρεσίες παρέχονται δικαιωματικά στα άτομα, όταν οι πολίτες εξασφαλίζουν κάποια αγαθά, χωρίς να βασίζονται στην αγορά. Βεβαίως εδώ υπάρχει η διαφορά μεταξύ του υπολειμματικού (υπηρεσίες μόνο για τους ασθενέστερους) και του ολικού μοντέλου (υπηρεσίες γι’ όσους ενδιαφέρονται γι’ αυτές). Η ανακούφιση από τη φτώχεια με επιδόματα, μετά από έλεγχο των πόρων του δικαιούχου, είναι ένα δίχτυ ασφαλείας, ένα καταφύγιο. Αυτό είναι το φιλελεύθερο μοντέλο. Η παροχή υπηρεσιών με σκοπό τη χειραφέτηση από την αγορά είναι το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο. Μη σπεύσει κάποιος να θέσει εδώ την ένσταση για το τι γίνεται όταν πλέον τα έσοδα του κράτους είναι μειωμένα. Ο συγγραφέας το βλέπει αυτό το θέμα, το μελετά, συγκρίνει στοιχεία μεταξύ διαφορετικών τύπων κράτους πρόνοιας, προτείνει εναλλακτικές λύσεις, τις οποίες ο αναγνώστης ανακαλύπτει στις σελίδες του βιβλίου.

Το δεύτερο συστατικό στοιχείο του κράτους ευημερίας είναι ότι αυτό λειτουργεί ως σύστημα διαστρωμάτωσης. «Το κράτος πρόνοιας δεν είναι απλώς ένα μηχανισμός που παρεμβαίνει στη δομή της ανισότητας και πιθανώς τη διορθώνει, αλλά συνιστά αυτό καθαυτό ένα σύστημα διαστρωμάτωσης». ( σελ 115). Το μοντέλο της κοινωνικής ασφάλισης που προήγαγε ο Μπίσμαρκ ήταν μια μορφή επιβολής συγκεκριμένης ταξικής διαστρωμάτωσης. Πρώτον παγίωνε τις διαιρέσεις μεταξύ των μισθωτών και δεύτερον αποσκοπούσε στη δέσμευση- αφοσίωση του ατόμου στην μοναρχία ή στην κεντρική κρατική εξουσία. Στην κορπορατιστική του εκδοχή αυτό το μοντέλο αποσκοπούσε στην «καθιέρωση ιδιαιτέρως προνομιακών παροχών για τους δημόσιους υπαλλήλους» (116). Το φιλελεύθερο μοντέλο προσφέρει την αρωγή του σ’ όσους περνούσαν από τον έλεγχο των πόρων, ενώ το καθολικό σύστημα προάγει την ισότητα της κοινωνικής θέσης. Για το καθολικό μοντέλο όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα, ανεξάρτητα από την τάξη η τη θέση τους. Αυτό το μοντέλο απορρίπτει την φιλελεύθερη αντίληψη «οι φτωχοί στο κράτος και οι υπόλοιποι στην αγορά».

Το τρίτο μείζον χαρακτηριστικό των κρατών πρόνοιας ήταν η παρέμβασή τους στα συνταξιοδοτικά καθεστώτα. Εδώ είναι η μεγαλύτερη περιοχή όπου διαπλέκεται η κρατική συμμετοχή με μια βιώσιμη ιδιωτική αγορά. Το κράτος και η αγορά εδώ είναι οι μεγάλοι «διαπλεκόμενοι» για τη διαμόρφωση των συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Οι δαπάνες για τα συνταξιοδοτικά προγράμματα και οι τρόποι άντλησης των εσόδων, οδηγούν σε τρεις τύπους «συνταξιοδοτικών καθεστώτων».

Πρώτον, τα σωματειακά ασφαλιστικά συστήματα που κυριαρχούνται από το κράτος και στα οποία η κοινωνική θέση αποτελεί κεντρικό στοιχείο στη δομή του συνταξιοδοτικού προγράμματος. Εδώ η ιδιωτική αγορά είναι οριακή. Σ’ αυτό το μοντέλο εντάσσονται χώρες όπως η Αυστρία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία. Δεύτερον, τα υπολειμματικά συστήματα, στα οποία τείνει να επικρατεί η αγορά σε βάρος της κοινωνικής ασφάλειας (Αυστραλία, Καναδάς, Ελβετία, ΗΠΑ). Και τρίτον τα καθολικά συστήματα, στα οποία τα κοινωνικά δικαιώματα υπερισχύουν του λόγου της αγοράς (Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Σουηδία και πιθανώς Δανία, Ολλανδία).

Το επόμενο μείζον χαρακτηριστικό είναι η επέμβαση του κράτους πρόνοιας στην απασχόληση. Το κράτος αναλαμβάνει να βελτιστοποιεί την ικανότητα των ανθρώπων για εργασία (εκπαίδευση, κατάρτιση, δια βίου μάθηση) και με αυτό επηρεάζει άμεσα την δομή απασχόλησης. Στα τρία κεφάλαια του δεύτερου μέρους, στη βάση πολυπληθών συγκριτικών μελετών, παρακολουθεί τη δομή της απασχόλησης στις μεταβιομηχανικές οικονομίες, σε εξάρτηση από τους τύπους κρατών πρόνοιας που επικρατούν.

Τα τρία μοντέλα πρόνοιας

Αν και από την αρχή ο Άντερσεν προσδιορίζει τα τρία μοντέλα κράτους πρόνοιας, τα άφησα για το τέλος, γιατί τώρα μετά την παρουσίαση των χαρακτηριστικών τους μπορεί να γίνει πιο σαφής και η κατηγοριοποίηση των μοντέλων κράτους πρόνοιας η ευημερίας.

Ο Άντερσεν σε μια ομάδα τοποθετεί το φιλελεύθερο κράτος πρόνοιας στο οποίο «επικρατούν η αρωγή μετά από έλεγχο των προσωπικών πόρων, οι λιτές καθολικές μεταβιβάσεις ή τα λιτά προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης» (120). Το κράτος αυτό οδηγεί σε στιγματισμό όσους λαμβάνουν τις πρόνοιες του, γιατί συνδέει τα όρια αυτής της πρόνοιας με την επιλογή ή όχι της εργασίας. Οι κανόνες απονομής των δικαιωμάτων οδηγούν σε στιγματισμό των αποδεκτών, γι’ αυτό και είναι πολύ αυστηροί όσον αφορά το πεδίο έκτασής τους. Εδώ η αποεμπορευματοποίηση παίζει πολύ μικρό ως ελάχιστο ρόλο. Οι μεταρρυθμίσεις ταυτίζονται με την ελεύθερη αγορά εργασίας και όχι με τις αλλαγές στο κράτος και την κοινωνία. Κυρίως αυτό το μοντέλο κυριαρχεί σε ΗΠΑ, Καναδά και Αυστραλία.

Ο δεύτερος τύπος, ο συντηρητικός (Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία) είναι κληρονομιά του κορπορατισμού και του κρατισμού. Εδώ τα δικαιώματα είναι απόρροια της θέσης του κάθε ατόμου, του τρόπου και της έκτασης με την οποία συνδέεται η ταξική ομάδα, στην οποία ανήκει, με το κράτος. Η συντεχνιακή λογική είναι η δεσπόζουσα ιδεολογία αυτών των καθεστώτων. Η αρχή της επικουρικότητας και όχι η αποεμπορευματοποίηση ή η αγορά είναι η μείζονα αξία αυτών των καθεστώτων, πολλά εκ των οποίων συνδέονται στενά με την Εκκλησία και με ισχυρές δεσμεύσεις έναντι της παραδοσιακής οικογένειας.

Η τρίτη και μικρότερη ομάδα είναι αυτή που αποτελείται από εκείνες τις χώρες στις οποίες οι αρχές της καθολικότητας και της αποεμπορευματοποίησης των κοινωνικών δικαιωμάτων αφορούν όχι μόνο τους ασθενέστερους (φιλελεύθερο μοντέλο) ή τους έχοντες πρόσβαση στην κρατική εξουσία (κορπορατιστικό μοντέλο) άλλα και τις μεσαίες τάξεις. Αυτό είναι το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο με κύριο εκπρόσωπό τους τις σκανδιναβικές χώρες, όπου στόχος είναι όχι μια ισότητα των ελάχιστων αναγκών, αλλά μια ισότητα στα υψηλότερα επίπεδα. Στις ενστάσεις για τις δαπάνες αυτών των κρατών, Άντερσεν τονίζει την αναπτυξιακή τους διάσταση. Γιατί, τελικά, όπως τονίζει «τα κράτη πρόνοιας δεν πρέπει να προσδιορίζονται αποκλειστικά με βάση το τι κάνουν, πόσα ξοδεύουν ή τι έχουν νομοθετήσει, αλλά και με βάση το πώς αλληλεπιδρούν με την αγορά και τις εναλλακτικές ιδιωτικές διευθετήσεις» (255).

Βεβαίως η κατανομή των τύπων κρατών πρόνοιας δεν είναι τυχαία. Εξαρτάται κυρίως από τρεις μεταβλητές: Από τον χαρακτήρα της ταξικής κινητοποίησης σε κάθε χώρα, από τους υπάρχοντες ταξικό-πολιτικούς συνασπισμούς και από την ιστορική κληρονομιά κάθε χώρας.

Αυτή η ανάγνωση αποτελεί και το κλειδί για να κατανοήσει κανείς την κρίση του σημερινού σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου, το οποίο έγινε θύμα της απολυτοποίησης του βάρους των δαπανών, υποτιμώντας τη σημασία της σχέσης του κράτους πρόνοιας με την ανάπτυξη και την απασχόληση. Ο Άντερσεν συναντά από την άλλη πόρτα την Σέρι Μπέρμαν και «Το Πρωτείο της Πολιτικής» έναντι της οικονομίας.

Το βιβλίο αυτό, αν και γράφηκε το 1990 και εμπλουτίστηκε το 2003, αποτελεί ακόμη και σήμερα, μετά την κρίση του 2008, κλειδί για τη συζήτηση του τι είναι Σοσιαλδημοκρατία και για το αν έχει θέση αυτή στη χώρα μας. Καλό θα ήταν να το διαβάσουν κάποιοι «νεόκοποι» Έλληνες σοσιαλδημοκράτες για να μη ταυτίζουν την Σοσιαλδημοκρατία με τα «νεοφιλελεύθερα» δίχτυα ασφαλείας ή κάποιοι αριστεροί για να μη την ταυτίζουν με την εξαπάτηση των εργατικών στρωμάτων.

Το βιβλίο συνοδεύεται από τον πρόλογο της επιμελήτριας στην Α’ και Β’ έκδοσή, της καθηγήτριας στο Δημοκρίτειο Μαρίας Πετμεζίδου, η οποία τονίζει τον αποδομητικό χαρακτήρα που έχουν για τα κράτη πρόνοιας όσα σήμερα οι κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές ελίτ στην Ευρώπη ονομάζουν «μεταρρυθμίσεις».