—της Maria Popova / brain pickings | Μετάφραση για το dim/art: Γιώργος Θεοχάρης—
«Κάθε βιβλίο είναι ένα είδος μηχανής… Πρέπει να το διαβάσεις για να ανακαλύψεις πώς λειτουργεί».
«Κλασικό είναι το έργο που προκαλεί αδιάκοπα έναν κονιορτό κριτικών αναλύσεων γι’ αυτό, αλλά συνεχώς τον αποτινάζει από πάνω του»*, γράφει ο Ίταλο Καλβίνο σε έναν από τους δεκατέσσερις ορισμούς του για το κλασικό έργο. Και όμως, ακόμα και αν συμφωνήσουμε ότι «ένα βιβλίο είναι μια καρδιά που χτυπά μόνο στο στήθος κάποιου άλλου», οι απαντήσεις στο ερώτημα τι μπορεί –ή θέλει– να αντέξει το στήθος του άλλου είναι άπειρες. Συνεπώς, το ερώτημα του τι είναι αυτό που κάνει ένα βιβλίο σπουδαίο είναι διαβόητα απατηλό – σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ακόμα και οι πιο φημισμένοι σύγχρονοι συγγραφείς δεν μπορούν να συμφωνήσουν σχετικά με το ποια είναι τα σπουδαιότερα βιβλία όλων των εποχών. Αυτό είναι το ερώτημα που εμμέσως, και ενίοτε ρητά, θέτει ο Άντι Μίλερ στο βιβλίο του The Year ofReading Dangerously: How Fifty Great Books (and Two Not–So–Great Ones)Saved My Life (public library | IndieBound) – την αξιοθαύμαστα ενθαρρυντική και διασκεδαστική
καταγραφή των δώδεκα μηνών που πέρασε διαβάζοντας «μερικά από τα σπουδαιότερα και διασημότερα βιβλία όλων των εποχών, και δύο του Νταν Μπράουν». (Αυτό το βιβλίο, ευθύς εξαρχής, αποτελεί ένα παρήγορο τεστ προσωπικότητας, το οποίο αποδεικνύει ότι ο Μίλερ είναι ένας άνθρωπος που λατρεύει τον γραπτό λόγο, αλλά χωρίς ίχνος από το αυτάρεσκο λιβάνισμα που χαρακτηρίζει τους περισσότερους επαγγελματίες εκθειαστές στον χώρο της λογοτεχνίας.)
Το έργο του Μίλερ –το οποίο, από μία άποψη, συμβαδίζει με το The Books in MyLife του Χένρι Μίλερ, και σε ένα σημείο συνομιλεί με αυτό– ξεκίνησε ως μια σοβαρή προσπάθεια από μέρους του να ξεπληρώσει το λογοτεχνικό του χρέος, διαβάζοντας πολλά από τα βιβλία που, όπως γράφει «είχα καταφέρει να αποφύγω κατά τη διάρκεια των κατά τα άλλα μάλλον πλούσιων σε αναγνώσματα τριάντα εφτά χρόνων μου στη Γη». Η πρόθεσή του δεν ήταν να συντάξει τον απόλυτο λογοτεχνικό κανόνα – ο ίδιος αποκαλεί το έργο του «περισσότερο ημερολόγιο παρά μανιφέστο· περισσότερο καταγραφή πεπραγμένων παρά κανονιστικές οδηγίες», μια προσπάθεια «να ενσωματώσω κάποια βιβλία –καλύτερα: να τα επανεντάξω– σε μια συνηθισμένη καθημερινότητα, σε μια ζωή που γινόταν όλο και λιγότερο ελκυστική για μένα που τη ζούσα».
Παρ’ όλα αυτά, το πολυτιμότερο μέρος του βιβλίου του Μίλερ ίσως είναι εκείνο που προλογίζει τον κατάλογο των προς ανάγνωση βιβλίων, όπου περιέχεται ο καλύτερος ορισμός που έχω διαβάσει για τι είναι αυτό που κάνει ένα βιβλίο σπουδαίο, έναν ορισμό που εξηγεί την παράλογη –και συχνά εξωφρενική– υποκειμενικότητα κάθε απάντησης, ενώ παράλληλα βρίσκει όμορφη και καθησυχαστική αυτήν ακριβώς την πονηριά της.
Διαβάστε την συνέχεια στο Dimart